Η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά και η διεθνής οικονομική κρίση: μια ευκαιρία χαμένη;

Luke March 17 Μαρ 2013

Το παρόν κείμενο του Luke March είναι μια εξαιρετική ανάλυση του φαινομένου της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ο συγγραφέας διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το φαινόμενο της άκρας αριστεράς και έχει γράψει το βιβλίο Radical Left Parties in Europe, Routledge, 2011.

Αξίζει να επισημανθούν κάποιες από τις καίριες διαπιστώσεις του, όπως ότι «τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα δεν διαθέτουν μια μετα-αφήγηση που θα αντικαταστήσει τον κομμουνισμό. Τα βασικά τους μηνύματα σπάνια έχουν την απήχηση που έχουν οι απόψεις κατά της μετανάστευσης ή υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος της δεξιάς και των Πρασίνων».

Παράλληλα όμως, στέλνει ένα μήνυμα προς τις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ: «η βασική προειδοποίηση είναι ότι τα περισσότερα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα παραμένουν μικρά και είναι απίθανο να γίνουν οι άρχοντες στο περιβάλλον τους. Η Ελλάδα παραμένει η εξαίρεση, και μόνο σημαντικές κρίσεις θα τους δώσουν σημαντικές ευκαιρίες αλλού. Κατά συνέπεια, όπου τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα έχουν καθιερωθεί ενδεχομένως θα γίνουν μεγαλύτερα, αλλά όπου είναι μικρά είναι πιθανό να παραμείνουν μικρά, και όπου είναι πολύ μικρά, δεν είναι πιθανό να σημειώσουν σημαντική επιτυχία. Επομένως το πιο πιθανό μεσοπρόθεσμο σενάριο είναι να μην υπάρξει «μεγάλο βήμα μπροστά», αλλά διαδοχικά «παιδικά» βήματα. Όμως οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να προσέχουν: τα παιδιά κάποια στιγμή μαθαίνουν να τρέχουν!».

Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά στο Open Democracy, http://www.opendemocracy.net/luke-march/european-radical-left-and-international-economic-crisis-opportunity-wasted . Δημοσιεύεται μεταφρασμένο στη Μεταρρύθμιση με την άδεια του συγγραφέα.

Πέτρος Παπασαραντόπουλος

.

Μήπως η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά έχασε τη μοναδική ευκαιρία να προωθήσει τις ιδέες της και να ενισχύσει την πολιτική της επιρροή στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης;

Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007-8 έχει αναδιαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό την Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις ανεβαίνουν και πέφτουν, το ευρώ ισορροπεί στο χείλος του γκρεμού και η οικονομική ύφεση ακόμα μας απειλεί. Οι λαοί υποφέρουν από την εκτεταμένη αύξηση στην ανεργία, την ανισότητα και τη φτώχεια.

Μία από τις συνέπειες αυτής της κρίσης που τράβηξε λιγότερο την προσοχή είναι η άνοδος των ευρωπαϊκών ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, δηλαδή εκείνων που βρίσκονται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Το πιο συγκλονιστικό παράδειγμα είναι βέβαια η Ελλάδα, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε από το 5 στο 26 τοις εκατό το 2012. Όμως και αλλού, το 2012, (π.χ. στην Γαλλία και στην Ολλανδία), τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα εμφάνισαν υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Οι εκλογές του 2011/12 στη Ρωσία και την Ουκρανία επίσης έδειξαν ότι τα κομμουνιστικά κόμματα που ήταν ετοιμοθάνατα ανέκαμψαν.

Ωστόσο, αυτή η «άνοδος» είναι εξαιρετικά παράδοξη. Από τη μια μεριά, οι ψήφοι σε κόμματα όπως το Γερμανικό Αριστερό Κόμμα και το Ισλανδικό Αριστερο-Πράσινο Κίνημα έφτασαν πρόσφατα στα υψηλότερα ιστορικά ποσοστά τους. Κατά μέσο όρο η ψήφος στα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα σε όλη την Ευρώπη το 2000-11 ήταν στο 8,3 τοις εκατό, ελαφρώς πιο πίσω από τον μέσο όρο των κομμάτων της ριζοσπαστικής δεξιάς, στο 9,6 τοις εκατό.

Από την άλλη μεριά, δεν θα έπρεπε τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα να εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις; Δεν θα έπρεπε η αύξηση της ανεργίας, της ανισότητας και η αποτυχία των μέτρων λιτότητας να αποτελούν την «τέλεια συγκυρία» για τα κόμματα που για πολύ καιρό εξέφραζαν την αντίθεση τους στον νεοφιλελευθερισμό; Γενικά, η «επιτυχία» των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων είναι εξαιρετικά ανομοιογενής: για κάθε ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ένα κόμμα σε αποτελμάτωση από τις αλληλοκατηγορίες, τον διχασμό και την εκλογική κατάρρευση. Πράγματι, παρά την άμβλυνση της υποστήριξης των μέτρων λιτότητας από πολλές ελίτ, η επίδειξη οποιασδήποτε σημαντικής πολιτικής επιτυχίας για τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα αυξάνει την αξιοπιστία.

Ευκαιρίες

Ως πρόλογο στην τρέχουσα κατάσταση, αξίζει να ρωτήσουμε πώς ανέκαμψαν τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα μετά τη σοβιετική κατάρρευση και κατάφεραν να γίνουν καθιερωμένοι πολιτικοί δρώντες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν:

Το τέλος της σοβιετικής στήριξης ήταν προφανώς μοιραίο για πολλά κόμματα. Ωστόσο, επέτρεψε (διστακτικά) σε άλλα να γίνουν νόμιμοι εταίροι συνασπισμών και να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους έναντι των εθνικών παραδόσεων. Εξάλλου, η εξάρτηση από τη Μόσχα εξελισσόταν σε μια ολοένα και μεγαλύτερη αδυναμία μετά τη δεκαετία του 1960, αντανακλώντας την άποψη του Guy Mollet για τους Γάλλους Κομμουνιστές ότι δεν βρίσκονταν στα αριστερά, αλλά «στην Ανατολή». Δεν είναι σύμπτωση ότι τα κόμματα που ήταν πιο ανεξάρτητα από τη Μόσχα στις πολιτικές τους στο εσωτερικό (π.χ. οι Ιταλοί Κομμουνιστές) είχαν και τις περισσότερες εκλογικές επιτυχίες πριν από το 1991.

Από τη δεκαετία του 1970, οι σοσιαλδημοκράτες παλεύουν με τη μειωμένη ικανότητα του κράτους να προστατέψει την οικονομία και την κοινωνική πρόνοια από την παγκοσμιοποίηση. Οι δεσμοί τους με παραδοσιακά τμήματα του εκλογικού σώματος και συνδικάτα μειώνεται. Υπό την επιρροή των πολιτικών του «Τρίτου Δρόμου», πολλά κόμματα φλέρταραν με τον νεοφιλελευθερισμό και εγκατέλειψαν τις κεϋνσιανές πολιτικές. Φυσικά, αυτό δημιούργησε ένα κενό που τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα είναι πρόθυμα να καλύψουν. Πολλά υιοθετούν πρώην σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές (ενώ ακόμα προσβλέπουν στη μεταμόρφωση του συστήματος), και δρουν ως «η συνείδηση της αριστεράς», και απευθύνονται σε ψηφοφόρους που πιστεύουν ότι οι σοσιαλδημοκράτες τούς εγκατέλειψαν. Το ελληνικό ΣΥΡΙΖΑ είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος που εκμεταλλεύτηκε την απόλυτη κατάρρευση του σοσιαλδημοκράτη ανταγωνιστή του για να παρουσιαστεί ως η αξιόπιστη αριστερή κυβερνητική εναλλακτική.

Τη δεκαετία του 1980, τα Πράσινα κόμματα συνταράχτηκαν από τη σύγκρουση μεταξύ των υπερασπιστών της πολιτικής καθαρότητας, Fundis, και των πραγματιστών, Realos. Οι Realos νίκησαν, και μια παρόμοια διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη στη ριζοσπαστική αριστερά. Πολύ περισσότερα επιτυχημένα κόμματα (π.χ. το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Δανίας) έχουν επικεφαλής πραγματιστές οι οποίοι εστιάζουν λιγότερο στην αφηρημένη μαρξιστική θεωρία και περισσότερο σε εκστρατείες που προσπαθούν να οικοδομήσουν ευρύτερη υποστήριξη στο κόμμα. Ομοίως, τα περισσότερα κόμματα έχουν γίνει πιο «λαϊκιστικά» ως προς το ότι απευθύνονται σε ευρύτερα κοινωνικά «λαϊκά» στρώματα και όχι στο προλεταριάτο με τη στενή έννοια του όρου.

Στο ίδιο πλαίσιο, πολλά ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα θέλουν τώρα να αποκτήσουν συνάφεια και να μην καταστούν περιττά –τα παραδοσιακά λενινιστικά κόμματα συνήθως δίνουν προτεραιότητα στην πολιτική καθαρότητα. Έχει αναζωπυρωθεί η επιθυμία τους να κυβερνήσουν, παρά τους κινδύνους. Τα περισσότερα κόμματα θα εξέταζαν το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν σε συνασπισμούς αντί να χρησιμοποιούν τα κοινοβούλια ως δικαστήρια απλώς για να αποκηρύσσουν την ελίτ. Αυτή τη στιγμή, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα συμμετέχουν σε συνασπισμούς στη Φινλανδία, στη Δανία, στη Νορβηγία και στην Ισλανδία, στηρίζουν την κυβέρνηση στην Ουκρανία και κυβερνούν αυτοδύναμα στην Κύπρο.

Τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα είναι σίγουρο ότι έχουν ωφεληθεί από την κρίση, όπως δείχνει ο Πίνακας. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers (το Σεπτέμβριο του 2008), το μερίδιο των ψήφων του έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 30%. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη: τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα ασκούν πολύ καιρό κριτική στις ελίτ γιατί επιβάλλουν στους πολίτες απαράδεκτες θυσίες. Αρχικά, οι ψηφοφόροι (μολονότι απρόθυμα) δέχτηκαν τους στόχους της δεξιάς να δώσει προτεραιότητα στη μείωση του εθνικού χρέους, αλλά τα επιχειρήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν μοιάζουν τόσο απίστευτα τώρα που μαράθηκαν τα φρούτα της λιτότητας. Ωστόσο, δεν είναι μη αναμενόμενο αυτή η αύξηση να είναι βραχυχρόνια –πολλά κόμματα είναι ακόμη πολύ μικρά για να μπορεί το 30% να αυξήσει την πολιτική τους επιρροή. Ο ΣΥΡΙΖΑ και πάλι αποτελεί την εξαίρεση. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι ότι τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα δεν πήγαν καλύτερα, νωρίτερα και συχνότερα.

Οι εκλογικές επιδόσεις των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, Σεπτέμβριος 2008-Δεκέμβριος 2012

.

Χώρα/Κόμμα Επίδοση μετά την κρίση Αλλαγή ψήφου μετά την κρίση Ποσοστό διατήρησης ψήφου μετά την κρίση

.

Κύπρος (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) 32,7 (2011) +1,6 105,1

Τσεχική Δημοκρατία(κομμουνιστικό Κόμμα Βοημίας και Μοραβίας) 11,3 (2010) -1,5 88,3

Δανία (Κοκκινο-Πράσινη συμμαχία) 6,7 (2011) +4,5 304,5

Δανία (Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα) 9,2 (2011) -3,8 70,8

Φινλανδία (Αριστερή Συμμαχία) 8,1 (2011) -0,7 92,0

Γαλλία (Αριστερό Μέτωπο) 6,9 (2012) +2,6 160,5

Γερμανία (Αριστερό Κόμμα) 11,9 (2009) +3,2 136,8

Ελλάδα (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας) 6,8 (μέσος όρος 2009-12) -1,4 82,9

Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ) 16,1 (μέσος όρος 2009-12 +11,1 350,0

Ισλανδία (Αριστερο-Πράσινο κίνημα) 21,7 (2009) +7,4 151,7

Ισλανδία (Συμμαχία της Ηνωμένης Αριστεράς) 2,2* (2011) +1,1 200

Λετονία (Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λετονίας) 27,2*( μέσος όρος 2010-11) +12,8 152,9

Λουξεμβούργο (Η Αριστερά) 3,3 (2009) +1,4 173,7

Μολδαβία (Κομμουνιστικό Κόμμα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας) 44,5 (μέσος όρος 2009-10) -1,5 96,7

Ολλανδία (Σοσιαλιστικό κόμμα) 9,8 (μέσος όρος 2010-12) -6,8 59,0

Νορβηγία (Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα) 6,2 (2009) -2,6 70,5

Πορτογαλία (Κομμουνιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας) 7,9* (μέσος όρος 2009-11) +0,3 104,0

Πορτογαλία (Αριστερό Μπλοκ) 7,6 (μέσος όρος 2009-11) +1,1 117,2

Ρωσία (Κομμουνιστικό Κόμμα της Ομοσπονδίας της Ρωσίας) 19,2 (2011) +7,6 165,5

Σαν Μαρίνο (Ηνωμένη Αριστερά) 8,9 (μέσος όρος 2008-12) +0,3 103,4

Σλοβακία (κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας) 0,8 (μέσος όρος 2010-12) -3,1 20,5

Ισπανία (United Left) 6,9* (2011) +3,1 181,6

Σουηδία (Ηνωμένη Αριστερά) 5,6 (2010) -0,3 94,9

Ελβετία (Εργατικό Κόμμα/Αλληλεγγύη)* 1,2* (2011) -0,1 92,3

ΗΒ (Σκοτία) (Σοσιαλιστικό κόμμα της Σκοτίας) 0,4 (2011) -0,2 66,7

ΗΒ (Σεβασμός) 0,1 (2010) -0,2 33,3

Ουκρανία (Κομμουνιστικό Κόμμα της Ουκρανίας) 13,2 (2012) +7,8 244,4

Γενικός μέσος όρος +1,6 130,3

* σε συνασπισμό. Οι υπολογισμοί του πίνακα από το www.parties-and-elections.eu.

.

Προκλήσεις στην μετά-την-κρίση εποχή

Στην πραγματικότητα, το μετά-την-κρίση τοπίο δεν έχει μετριάσει καμία από τις μακροχρόνιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ριζοσπαστική αριστερά.

Παρόλο που μπορούν να αποκτήσουν νέους οπαδούς από την ομάδα όσων δεν ψηφίζουν, από τους ψηφοφόρους διαμαρτυρίας και ακόμα και από τους δεξιούς λαϊκιστές, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα κυρίως αποκτούν οπαδούς από τον χώρο των σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων. Όμως, όσο περισσότερο ψαρεύουν στα εκλογικά σώματα άλλων κομμάτων τόσο πιο ρευστή γίνεται η ψήφος υπέρ τους. Η στήριξή τους αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη αν το κύριο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα καταφέρει να δείξει ότι η ψήφος υπέρ του είναι πιο «χρήσιμη» προκειμένου να ηττηθεί η δεξιά.

Αυτό το φαινόμενο παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2012 στις ολλανδικές εκλογές. Όταν ο ηγέτης των Εργατικών εμφανίστηκε καλύτερος στα ντιμπέιτ μεταξύ των αρχηγών κομμάτων από τον Σοσιαλιστή Emile Roemer, αυτό αποδείχτηκε αρκετό για να οδηγήσει στην κατάρρευση της ψήφου στους Σοσιαλιστές. Αυτή η αντίστροφη σχέση μεταξύ των εκλογικών σωμάτων υποδηλώνει ότι δεν θα υπάρξουν δραματικές εξελίξεις υπέρ των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων αν δεν συμβεί κάτι καταστροφικό στους σοσιαλδημοκράτες ανταγωνιστές τους.

Ο Francis Fukuyama σημείωσε ότι δεν θα είναι εύκολο για την αριστερά να τοποθετήσει εκπροσώπους από τη λαϊκή της βάση σε βασικές θέσεις μέσα στο σύστημα. Παρόλο που τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα έχουν ενισχύσει το ενδιαφέρον τους για το Κίνημα για την Παγκόσμια Δικαιοσύνη (Global Justice Movement), γενικά εξακολουθούν να συνδέονται με εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις και κοινωνικά κινήματα. Προσφάτως, όπως σημείωσε η Mary Kaldor, έχει προκύψει μια νέα μορφή «υπόγειας πολιτικής» (subterranean politics) που κυρίως εκπροσωπείται από τους Occupy και τους Indignados, που συμμερίζεται την απαίτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς η πολιτική να κυριαρχήσει έναντι των αγορών. Ωστόσο, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα δεν φαίνεται να έχουν πραγματικά ενσωματώσει αυτή την πολιτική από κάτω: οι ηγέτες τους συχνά δεν την κατανοούν απόλυτα, ενώ πολλοί μέσα στα κινήματα όπως το Occupy ακόμα αναζητούν έναν νέο τρόπο πολιτικής πέρα από τα κόμματα και τη διχοτομία Αριστερά/Δεξιά, και συμμερίζονται την επιθυμία του Κομαντάντε Μάρκος που δήλωσε: «I shit on all the Revolutionary Vanguards».

Παρόλο που τα κόμματα έχουν κάνει σημαντικές προσπάθειες να ξεπεράσουν τον παραδοσιακό σεχταρισμό τους, αυτός περιστασιακά επανεμφανίζεται (π.χ. το 2008 το ιταλικό Κόμμα Communist Refoundation αυτοκαταστράφηκε). Σε πολλές χώρες, υπάρχουν δεκάδες πολύ μικρά ανταγωνιστικά κόμματα. Κάποιες από τις πιο ξεκάθαρες διαφορές τους αφορούν στην ΕΕ. Πράγματι, οι διεθνείς φιλοδοξίες της ριζοσπαστικής αριστεράς έχουν καταδείξει έντονη διάσταση απόψεων για την Ευρώπη –μια πληθώρα ανταγωνιστικών και κατά κύριο λόγο άσχετων πρωτοβουλιών! Μόνο μετά το 2004 τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα κατάφεραν να ενοποιηθούν διεθνώς μέσω του Ευρωπαϊκού Κόμματος της Αριστεράς. Ενώ η Ευρωπαϊκή Αριστερά βοήθησε να γιατρευτούν οι έντονοι διχασμοί στο εσωτερικό της (ευρω)κομμουνιστικής αριστεράς των δεκαετιών 1970-1980, βρίσκεται ακόμα πολύ χαμηλά (είναι πολύ πιο αδύναμη πολιτικά από το παρόμοιου μεγέθους Ευρωπαϊκό Κόμμα των Πρασίνων).

Πολλά κόμματα στο πρώην ανατολικό μπλοκ (όπως οι Μολδαβοί κομμουνιστές) παραμένουν σχετικά ισχυρά. Ωστόσο, εκτός της πρώην ΕΣΣΔ στην πραγματικότητα είναι απόντα (με εξαίρεση τη Δημοκρατία της Τσεχίας). Η κομμουνιστική κληρονομιά παραμένει διχαστική, και πολλά κόμματα αντιμετωπίζουν τον αποκλεισμό και την καταστολή μέσω της νομοθεσίας. Επιπλέον, στην Ανατολή, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα συμπράττουν με διάφορα «σοσιαλ-λαϊκιστικά» κόμματα που χρησιμοποιούν μια ρητορική κοινωνικού προστατευτισμού (όπως το πολωνικό κόμμα Αυτοάμυνας). Αυτή η αδυναμία είναι σημαντική, επειδή, όσο περισσότερο συμμετέχει η πρώην Ανατολική Ευρώπη στην ΕΕ, τόσο αποδυναμώνεται η ριζοσπαστική αριστερά στο πλαίσιο της ΕΕ (με 7,8 τοις εκατό των εδρών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πριν από τη διεύρυνση του 2004, και μόλις 4,8 τοις εκατό σήμερα). Επιπλέον, το 1968 σημαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα στην Ανατολή. Τα ανατολικά κόμματα ενδιαφέρονται πολύ λιγότερο για τις μετα-υλιστικές παραδόσεις της «νέας αριστεράς», δημιουργώντας περισσότερες διασπάσεις στη ριζοσπαστική αριστερά.

Χωρίς αμφιβολία το δυσκολότερο για τη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά είναι πώς να αναπτύξει ένα ξεχωριστό και επίκαιρο όραμα. Η κυρίαρχη αφήγηση παραμένει «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος». Οι ευρωπαϊκές ελίτ ακόμη θεωρούν βασικά αδύνατη την αναθεώρηση της νεοφιλελεύθερης συμφωνίας και τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα ανεύθυνους λαϊκιστές/εξτρεμιστές. Παρόλο που δεν είναι ακόμα σαφές πώς θα λειτουργήσουν οι ουσιαστικά κεϋνσιανές λύσεις που προτείνουν τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένων οικονομικών ροών, τέτοιες ενστάσεις δεν χρειάζεται να τις ξανασκεφτούμε όταν ο νεοφιλελευθερισμός έχει χάσει τόσο μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας τους;

Δεν είναι ότι η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει ιδέες. Έχει πολλές, όπως τα υποδείγματα τοπικής δημοκρατίας που αναπτύχθηκαν στη Λατινική Αμερική και την Ισλανδία. Πράγματι, ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (Financial Transaction Tax), που αποτελεί κυρίαρχη άποψη ανάμεσα στους Ευρωπαίους σχεδιαστές πολιτικής, υπήρξε για καιρό διακήρυξη της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ωστόσο τα ίδια τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα αντιμετωπίζουν σημαντικά ζητήματα αξιοπιστίας. Κανένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα δεν έχει κυβερνήσει σε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα. Συνήθως αποτελούν μικρά τμήματα μεγαλύτερων συνασπισμών και αγωνίζονται να δείξουν τις πολιτικές τους επιτυχίες. Το κυπριακό ΑΚΕΛ, το μόνο κόμμα που αυτή τη στιγμή κυβερνάει αυτοδύναμο, υιοθέτησε τη δημοσιονομική συνθήκη της ΕΕ του 2011 αδιαμαρτύρητα.

Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα δεν διαθέτουν μια μετα-αφήγηση που θα αντικαταστήσει τον κομμουνισμό. Τα βασικά τους μηνύματα σπάνια έχουν την απήχηση που έχουν οι απόψεις κατά της μετανάστευσης ή υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος της δεξιάς και των Πρασίνων. Επιπλέον, καθώς πολλά άλλα κόμματα εκφράζουν την αντίθεσή τους στον νεοφιλελευθερισμό μετά το 2008, ο κίνδυνος ιδιοποίησης «σοσιαλιστικών» ιδεών (red-washing) είναι εμφανής. Νεότεροι σχηματισμοί όπως οι Πειρατές απευθύνονται περισσότερο (ενδεχομένως προσωρινά;) σε νεότερους ψηφοφόρους κατά του κατεστημένου οι οποίοι θεωρούν τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα ξεπερασμένα.

Να αναμένουμε ένα μεγάλο βήμα μπροστά;

Είναι σαφές ότι η επιρροή των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων στη ευρωπαϊκή πολιτική έχει αυξηθεί. Πολλά έχουν αυξήσει τις ψήφους τους. Εμφανίζουν μεγαλύτερη οργανωτική και ιδεολογική συνοχή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Συμμετέχουν ολοένα και περισσότερο στη διακυβέρνηση και είναι παράγοντες που υπολογίζουν οι πολιτικές ελίτ. Έχουν επηρεάσει το πολιτικό κλίμα και κάποιες από τις πολιτικές τους έχουν γίνει κυρίαρχες.

Ωστόσο, οι αδυναμίες τους είναι εξίσου ορατές. Η ιστορική κληρονομιά ακόμα προβάλλει απειλητικά, εμφανής στις χαμηλές επιδόσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως στη Ανατολή. Ορισμένα κόμματα ακόμα αντιμετωπίζουν εσωτερικές διχόνοιες, ιδιαίτερα για το πώς θα ισορροπήσουν τις εθνικές με τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Παρόλο που είναι ολοένα και λιγότερο δογματικά, παραμένουν μία από τις πιο ιδεολογικές κομματικές οικογένειες. Γενικά, παλεύουν με το στρατηγικό πρόβλημα της υπεράσπισης με επιτυχία πρώτα του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας προτού ακόμα να μετασχηματίσουν τον καπιταλισμό, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει προσχέδιο.

Το πιθανότερο είναι ότι η επιρροή των ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων θα αυξηθεί. Όσο πιο παρατεταμένη είναι η κρίση, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πιθανότητα κινητοποίησης. Όσο περισσότερο οι ευρωπαϊκές/εθνικές ελίτ ευθύνονται για την πτώση του βιοτικού επιπέδου, τόσο λιγότερο θα πρέπει να μας εκπλήσσουν οι λαϊκιστικές αντιδράσεις από την αριστερά ή από τη δεξιά. Ωστόσο, η βασική προειδοποίηση είναι ότι τα περισσότερα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα παραμένουν μικρά και είναι απίθανο να γίνουν οι άρχοντες στο περιβάλλον τους. Η Ελλάδα παραμένει η εξαίρεση, και μόνο σημαντικές κρίσεις θα τους δώσουν σημαντικές ευκαιρίες αλλού. Κατά συνέπεια, όπου τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα έχουν καθιερωθεί ενδεχομένως θα γίνουν μεγαλύτερα, αλλά όπου είναι μικρά είναι πιθανό να παραμείνουν μικρά, και όπου είναι πολύ μικρά, δεν είναι πιθανό να σημειώσουν σημαντική επιτυχία. Επομένως το πιο πιθανό μεσοπρόθεσμο σενάριο είναι να μην υπάρξει «μεγάλο βήμα μπροστά», αλλά διαδοχικά «παιδικά» βήματα. Όμως οι ευρωπαϊκές ελίτ πρέπει να προσέχουν: τα παιδιά κάποια στιγμή μαθαίνουν να τρέχουν!