Οι εκλογές στην Ιταλία (24 και 25 Φεβρουαρίου 2013) θέτουν τόσο το πολιτικό προσωπικό των ευρωπαϊκών κομμάτων, όσο και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, μπροστά στις ευθύνες τους. Αυτές που έχουν οι πολιτικοί για όσα δεν έκαναν για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της πρόσδωσης περιεχομένου στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης, αλλά και οι κοινωνίες οι οποίες ενέδωσαν στην οπτική της από απόσταση θεώρησης των εξελίξεων. Από την μέχρι τώρα πορεία, αποδεικνύεται ότι υπάρχει αδυναμία υπέρβασης των εθνικών μυωπικών παρωπίδων, παρά την δυναμική της παγκοσμιοποίησης, η οποία λειτουργεί με βάση τον διεθνή καταμερισμό εργασίας και προϋποθέτει την παραγωγή κοινωνικών αξιών, οι οποίες υπερβαίνουν την πραγματικότητα των τοπικών κοινωνιών. Ταυτοχρόνως δε, όπως επισημαίνει ο Jurgen Habermas, η μη ελεγχόμενη αύξηση της πολιτικής πολυπλοκότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία συνεχώς περιορίζει τον ορίζοντα ενεργοποίησης των εθνικών κυβερνήσεων, επιβάλλει την επέκταση των δυνατοτήτων πολιτικής δραστηριοποίησης πέρα από τα εθνικά σύνορα. Και αυτό εκτός από πρακτική ανάγκη, αποτελεί και δημοκρατική επιταγή, εάν πράγματι η δημοκρατία έχει εκείνο το αξιακό φορτίο, το οποίο της προσδίδει νόημα και την καθιστά απαραίτητο εργαλείο και στο πλαίσιο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Οπότε μπορεί κάποιος εύκολα να αντιληφθεί ότι πολύ πιο λειτουργική και επιβεβλημένη είναι η υπέρβαση των εθνικών ορίων σε πολιτικό επίπεδο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Φαίνεται όμως, ότι αυτή την αλήθεια δεν την αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί στον ευρωπαϊκό χώρο. Όλοι ομιλούν για την ενωμένη Ευρώπη. Στην πολιτική τους λειτουργία όμως, φορούν εθνικούς παραμορφωτικούς φακούς. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής αποβαίνουν προς όφελος των κοινωνιών. Εξαρτάται από το θετικό ή αρνητικό πρόσημο των επιπτώσεων. Όταν το πρόσημο είναι θετικό, υπάρχει περιθώριο να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη και οι πολίτες, εκτός από το κεφάλαιο. Στις περιπτώσεις αρνητικού προσήμου, οι πολίτες φορτώνονται τις ζημίες. Ανέπαφο μένει το οικονομικό μοντέλο. Η διατήρησή του είναι το σημείο αναφοράς της πολιτικής λειτουργίας, η οποία εξαντλεί τον σχεδιασμό του μέλλοντος στο επίπεδο της εθνικής διακυβέρνησης, παρά την υποτιθέμενη πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Επειδή δε αυτή η πορεία έχει χάσει τον οραματικό της χαρακτήρα ακόμη και για τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, οι οποίες την ξεκίνησαν, έχει πλέον αποκτήσει διαδικαστικό χαρακτήρα εξισορρόπησης εθνικών συμφερόντων. Οι κοινωνίες δεν απέκτησαν ευρωπαϊκή δυναμική και συνείδηση. Πώς να γίνει αυτό, άλλωστε… Οι πολιτικές για την προώθηση της ευρωπαϊκής σύγκλισης παρέμειναν χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Δεν είναι τυχαία η άνθηση του ευρωσκεπτικισμού αυτήν την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Τόσο στον δοκιμαζόμενο ευρωπαϊκό Νότο, όσο και στον ευρωπαϊκό Βορρά, οι κοινωνίες αναρωτιούνται για την προοπτική τους στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την διαμόρφωση πολύ ρευστής και επικίνδυνης κατάστασης για την ευρωπαϊκή συνοχή και την συνοχή των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών, το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να κινείται χωρίς προοπτική και σχεδιασμό της ευρωπαϊκής πορείας στο μέλλον, σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη γεμάτο προβλήματα. Αναπαράγονται μάλιστα οι ανισορροπίες στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης. Οι ισχυρές οικονομίες του Βορρά επωφελούνται σε βάρος του Νότου. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση γι’ αυτούς, συνεπάγεται αναπαραγωγή των ανισοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι το πολιτικό σύστημα και οι κοινωνίες του Νότου δεν ευθύνονται γι’ αυτήν την κατάσταση. Η ευθύνη διαχέεται στο σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου. Μόνο που τώρα δεν υπάρχουν μεγάλα χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη δυναμικής υπέρβασης αυτής της κατάστασης. Το επικίνδυνο δε είναι, ότι αυτό δεν το έχουν συνειδητοποιήσει οι πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εκλογές στην Ιταλία. Ενώ δεν προέκυψε βιώσιμη κυβέρνηση, διότι ο ιταλικός λαός αντέδρασε στην ακολουθούμενη πολιτική από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης, οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται μόνο για την ύπαρξη κάποιας κυβέρνησης, η οποία θα ακολουθήσει την ήδη υπάρχουσα πολιτική κατεύθυνση, ανεξαρτήτως της βούλησης των πολιτών. Δεν λαμβάνονται υπόψη η εξαθλίωση της μεσαίας τάξης και η φτωχοποίηση των κοινωνιών. Η δημοσιονομική εξυγίανση ακόμη και σε βάρος της οικονομικής ανάπτυξης, αποτελεί προτεραιότητα. Η αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών εκφράζεται με την δανειοδότηση των προβληματικών οικονομιών με το αζημίωτο, ενώ η οικονομική ύφεση βαθαίνει ακόμη περισσότερο. Αξιοσημείωτο δε είναι, ότι κυβερνήσεις ισχυρών οικονομικά χωρών, επιβάλλουν την ακολουθητέα πολιτική χωρίς να υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή διακυβέρνηση. Οι εσωτερικές αντιφάσεις δεν έχουν τελειωμό.
Η έννοια της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο έχει περισσότερο διακοσμητικό, νομιμοποιητικό ρόλο. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλο επίπεδο. Η ανυπαρξία ευρωπαϊκής διαχείρισης των διαδικασιών σχεδιασμού και πραγμάτωσης των πολιτικών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές από τις κοινωνίες σε εθνικό επίπεδο, έχει οδηγήσει τους πολίτες στη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές εκλογές με εθνικά κριτήρια ως προς την επιλογή τους στην ψηφοφορία. Η Ευρώπη παραμένει στο περιθώριο της πολιτικής σκέψης των πολιτών, οι οποίοι βασίζουν την κρίση τους στον εθνικό πολιτικό διάλογο και το εθνικό συμφέρον, όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται. Η ίδια λογική χαρακτηρίζει και το πολιτικό σύστημα. Τα κόμματα, που επιδιώκουν την εξουσία σε επίπεδο διακυβέρνησης, λογοδοτούν σε εθνικό επίπεδο και απευθύνονται στις τοπικές κοινωνίες για την εκλογή τους και την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Οπότε η λογική του πολιτικού κόστους εξαντλείται στο ίδιο επίπεδο. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ακολουθούμενη από τη γερμανική κυβέρνηση πολιτική, σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα και την ανάγκη νέου κουρέματος του χρέους, ώστε να γίνει βιώσιμο. Μέχρι τη διενέργεια των γερμανικών εκλογών, το φθινόπωρο του 2013, η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να βυθίζεται στην κρίση και τις επιπτώσεις της.
Το πολιτικό σύστημα οδηγείται με αυτόν τον τρόπο σε μια άκρως επικίνδυνη διαχείριση του χρόνου. Οι αποφάσεις σε σχέση με την Ευρώπη, δεν λαμβάνονται στον κατάλληλο χρόνο ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική. Με αυτόν τον τρόπο όμως, οδηγείται το ευρωπαϊκό μόρφωμα σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα και ραγδαία αύξηση του εθνικισμού και του ευρωσκεπτικισμού. Ταυτοχρόνως δε, αναδύονται πάλι μνήμες από το παρελθόν, οι οποίες καθιστούν την προσέγγιση και διαπολιτισμική επικοινωνία των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ακόμη πιο δύσκολη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η γενικευτική λογική που καλλιεργείται ακόμη και από μέρος των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας για τους Γερμανούς. Όταν μάλιστα υπάρχουν και ανώριμα πολιτικά πρόσωπα, τα οποία ομιλούν για «Μερκελισμό» ή για «Φούχτολο», δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των σχέσεων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Και τούτο συμβαίνει, διότι στις σύγχρονες κοινωνίες του θεάματος αναπτύσσονται γενικευτικοί μηχανισμοί σε σχέση με την προσέγγιση της πραγματικότητας, οι οποίοι την παραμορφώνουν και ενεργοποιούν επικίνδυνα στερεότυπα. Επιτέλους πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους, ότι στον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο, καμιά κοινωνία δεν επιβιώνει μόνη της. Ιδιαιτέρως δε οι ευρωπαϊκές, λόγω του φαινομένου της γήρανσης, σε συνδυασμό και με την μαζική εισροή μεταναστών στο πλαίσιο της μετακίνησης πληθυσμών, είναι οι πιο εκτεθειμένες.
Τέλος το μεγάλο πρόβλημα, που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, είναι η αντιμετώπιση των πολιτών από τις κυβερνήσεις ως φορείς ρόλων στο πλαίσιο ενός συστήματος, οι οποίοι δραστηριοποιούνται μόνο για την αναπαραγωγή του. Οι πολίτες ως άνθρωποι, μπορούν, ή καλύτερα επιτρέπεται να διαμορφώνουν ανάγκες στο πλαίσιο της συστημικής λειτουργίας τους. Εάν το σύστημα το οποίο υπηρετεί μια κυβερνητική πλειοψηφία απαιτεί απολύσεις εργαζομένων για την αντιμετώπιση συστημικών δυσκολιών ή ανισορροπιών, τότε το δικαίωμα στην εργασία και κατ’ επέκταση την απλή επιβίωση, δεν λαμβάνεται υπόψη. Το τραγικό δε, είναι ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, η διόγκωση της δημόσιας διοίκησης, για παράδειγμα, οφείλεται στο πολιτικό σύστημα και την πελατειακή λογική, την οποία αυτό επέτρεψε και καλλιέργησε.
Συμπερασματικά, τα χρονικά περιθώρια για τις αναγκαίες υπερβάσεις και τομές στην πορεία αντιμετώπισης των κακοτεχνιών και αστοχιών, ή ακόμη και πολιτικών ανεπαρκειών και οικοδόμησης της Ευρώπης του μέλλοντος, στενεύουν απειλητικά. Τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Το ευρωπαϊκό μοντέλο του μέλλοντος, επείγει να μπει σε τροχιά πραγματοποίησης. Στις πρώτες προτεραιότητες πρέπει να είναι η λειτουργία μιας κοινοβουλευτικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας με ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, η λειτουργία ενός ευρωπαϊκού κοινοβουλίου με ουσιαστικό περιεχόμενο και ρόλο, το οποίο θα ελέγχει την ευρωπαϊκή κυβέρνηση, καθώς και η δημιουργία πραγματικών ευρωπαϊκών κομμάτων. Αυτά τα πρώτα βήματα αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις στο πολιτικό επίπεδο για την μετάβαση στην πραγματική Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπάρχει όμως και το κοινωνικό επίπεδο. Σε αυτό, είναι αδήριτη ανάγκη η δημιουργία ευρωπαϊκών δομών στο χώρο της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα συμβάλλουν στην διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης και συνείδησης. Σε αυτήν την πορεία, η ευρωπαϊκή διανόηση πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες και να ενεργοποιηθεί άμεσα.
Το ευρωπαϊκό όραμα είναι ανάγκη να αποκτήσει σύγχρονη αναφορά, εάν επιθυμούμε να μετασχηματισθεί σε ρεαλιστική ουτοπία. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες πρέπει να κινηθούν άμεσα προς αυτήν την κατεύθυνση, ώστε οι νέες γενιές να αρχίσουν πάλι να κάνουν όνειρα για το μέλλον, ένα μέλλον βιώσιμο και αειφορικό.