Η απάντηση στο ερώτημα για την πιθανότητα κατάρρευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δρομολογεί έντονο προβληματισμό σχετικά με την δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να διαχειρισθεί και να ολοκληρώσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονται, εάν συνυπολογισθούν και τα παγκόσμιας εμβέλειας προβλήματα, τα οποία προστίθενται και αυξάνουν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ ταυτοχρόνως απειλούν τις πλανητικές ισορροπίες.
Αρκεί να ληφθούν υπόψη η κλιματική αλλαγή και οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών σε συνδυασμό με τις ανάγκες ηλικιακής ανανέωσης, που δημιουργεί η γήρανση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και θα γίνουν ορατές οι ανισορροπίες, που προκαλούνται (αδυναμία πολιτισμικής ενσωμάτωσης σε λειτουργικό χρονικό διάστημα λόγω έλλειψης επεξεργασμένης πολιτικής, ξενοφοβία ρατσισμός, εσωστρέφεια κ.λ.π.).
Ήδη ενισχύεται και γίνεται πολύ αισθητή η πολιτική παρουσία του λαϊκιστικού εθνικισμού σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα την ευδοκίμηση του ευρωσκεπτικισμού γενικότερα τόσο στον πολιτικό διάλογο όσο και στην κοινωνική στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική.
Δεν είναι τυχαία η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Alternative fur Deutschland (Εναλλακτική πρόταση στην Γερμανία, AfD) ή η χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από πολιτικούς και ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ως «αποδιοπομπαίου τράγου» για όλα τα δεινά, που συνεπάγεται η ελληνική κρίση.
Ανάλογες εξελίξεις καταγράφονται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, από την Αυστρία και την Ιταλία μέχρι την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Είναι σχήμα οξύμωρο, από το ένα μέρος να γίνεται αναφορά στον σχεδιασμό ευρωπαϊκών πολιτικών και από το άλλο μέρος να μην υπάρχει επαρκής διάθεση συνεργασίας.
Ακόμη και για τα ευρωπαϊκής και πλανητικής εμβέλειας προβλήματα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετακίνηση πληθυσμών, δεν αναπτύσσεται σε ικανοποιητικό βαθμό συνεργασία για την αντιμετώπιση τους.
Ενώ είναι πολύ αισθητές οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε όλη την Ευρώπη από τον Νότο μέχρι τον Βορρά με τα ακραία καιρικά φαινόμενα (π.χ. ξηρασίες, πλημμύρες, υπερβολική θερμοκρασία) με πολύ οδυνηρές παρενέργειες (συχνές πυρκαγιές, αδυναμία επιβίωσης ψαριών στα ποτάμια της Γερμανίας, μείωση δασικών εκτάσεων κ.λ.π.), οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών συνεχίζουν να λειτουργούν με βάση τις εθνικές παρωπίδες, που τους επιβάλλει η εθνική αναφορά της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Αυτό δε συμβαίνει, αν και γνωρίζουν πολύ καλά, ότι ο βαθμός ρύπανσης της ατμόσφαιρας σε μια χώρα έχει επιπτώσεις και στις άλλες.
Ακόμη πιο τραγική για την βιωσιμότητα του ανθρώπου είναι η πρακτική της μεταφοράς στο απώτερο μέλλον των απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αν και γνωρίζουν άπαντες, ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα περιορισθεί η άνοδος της θερμοκρασίας σε ανεκτά όρια. Συνεχίζεται η χρήση του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ρύπανση της ατμόσφαιρας και την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ δεν αξιοποιούνται άμεσα και επαρκώς οι δυνατότητας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Ο παραλογισμός και η μη συνειδητοποίηση των ευθυνών του πολιτικού συστήματος για την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος είναι ακατανόητα, όταν το ηλιακό και το αιολικό δυναμικό αλλά και άλλες ΑΠΕ σε ευρωπαϊκό επίπεδο εγγυώνται την επαρκή παραγωγή καθαρής ενέργειας. Απλά είναι αναγκαία η αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των κρατών-μελών στον ενεργειακό τομέα. Και αυτό επιβάλλεται να πραγματοποιηθεί σε όλους τους χώρους δραστηριοποίησης των κοινωνιών.
Με ανάλογη ευρωπαϊκή λογική πρέπει να γίνει η διαχείριση των προσφυγικών ροών και η αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων στις χώρες προέλευσης των προσφύγων.
Πολύ ενδιαφέρον επίσης έχει η αντίφαση μεταξύ της επίκλησης σε επικοινωνιακό επίπεδο της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών και του τρόπου, με τον οποίο την αντιλαμβάνεται η πολιτική ηγεσία του κάθε κράτους-μέλους.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Jurgen Habermas επισημαίνει στο άρθρο του «Sind wir noch gute Europaer?» (Είμαστε ακόμη καλοί Ευρωπαίοι;) στην Zeit online (4 Ιουλίου 2018), ότι η «Γερμανία ταυτίζει την αλληλεγγύη με την υπακοή». Είναι δηλαδή εφικτή μόνο κάτω από προϋποθέσεις, που θέτει η Γερμανία. Δυστυχώς σε αυτή την περίπτωση κυριαρχεί η λογική του εθνικού συμφέροντος και της συναλλαγής με βάση την αποκόμιση οφέλους σε διάφορους τομείς, με πιο σημαντικούς τον οικονομικό και τον πολιτικό.
Η αλληλεγγύη όμως προϋποθέτει εμπιστοσύνη, η οποία υπερβαίνει τα εθνικά όρια και άπτεται του συστήματος κοινωνικών αξιών, οι οποίες είναι παράγωγα της προσέγγισης και όσμωσης των πολιτισμικών αναφορών κοινωνιών με διαφορετική ιστορική διαδρομή.
Αυτό όμως στον ευρωπαϊκό χώρο ακόμη δεν έχει αρχίσει να γίνεται, διότι το πολιτικό σύστημα δεν διευρύνει τον πολιτικό του ορίζοντα και σε αυτό τον τομέα. Γι’ αυτό εύκολα αναδύονται στην επιφάνεια τα αρνητικά στερεότυπα του παρελθόντος μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων (π.χ. οι Γερμανοί είναι …, οι Έλληνες είναι …, οι Ιταλοί είναι…).
Η πολιτική ηγεσία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όμως δεν έχει άλλα περιθώρια για την συνέχιση αυτής της πρακτικής, εάν πράγματι δεν επιθυμεί την ευρωπαϊκή κατάρρευση.
Η αργή διαχείριση του χρόνου, η οποία εκτρέπει την ευρωπαϊκή πορεία από την ενοποίηση και την ολοκλήρωση του εγχειρήματος και η λογική του «εθνικού συμφέροντος» οδηγούν στην ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού και στην ενίσχυση του λαϊκιστικού εθνικισμού, με κατάληξη την σταδιακή κατάρρευση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Δεν αρκεί η καλλιέργεια αυταπατών για το μέλλον ως υποκατάστατο της έλλειψης βούλησης από το πολιτικό σύστημα για την επιτάχυνση των ανύπαρκτων μέχρι τώρα διαδικασιών για την καλλιέργεια ευρωπαϊκής συνείδησης και την δημιουργία ενός συνεκτικού κοινωνικού μορφώματος.
Οι πολίτες των κρατών-μελών αισθάνονται όλο και περισσότερο την κόπωση από την αργή πορεία προς το μέλλον, διότι βιώνουν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα ως ένα αντιφατικό μόρφωμα, το οποίο δεν έχει προοπτική για τους ίδιους και τις επόμενες γενιές.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η κλιματική αλλαγή και η διαχείριση των προσφυγικών ροών. Αντί να εξειδικευθεί ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την προστασία του περιβάλλοντος με την παραγωγή καθαρής ενέργειας, την συστηματική ευαισθητοποίηση των πολιτών και την αναμόρφωση των δασών με την δημιουργία μίγματος ανθεκτικών δέντρων (οξιές, βελανιδιές κ.λ.π.), κυριαρχεί η εύκολη «έκφραση συμπαράστασης» για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από τις πυρκαγιές και τις επιπτώσεις στον ανθρώπινο παράγοντα.
Η ακολουθούμενη πρακτική από το πολιτικό σύστημα δύσκολα κατανοείται, εάν ληφθεί υπόψη κείμενο ομάδας επιστημόνων από διάφορα κράτη στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings (6.8.2018) της Αμερικανικής Ακαδημίας των Επιστημών (PNAS), το οποίο παρουσιάζει ακόμη και την πιθανότητα κατάρρευσης του κλίματος και την αύξηση της θερμοκρασίας από 4 έως 5 βαθμούς με παράλληλη άνοδο της επιφάνειας της θάλασσας από 10 έως 60 μέτρα, ακόμη και αν επιτευχθούν οι στόχοι της συμφωνίας για το κλίμα, που υπέγραψε η παγκόσμια κοινότητα στο Παρίσι.
Σε σχέση με την διαχείριση των προσφυγικών ροών η κατάσταση είναι απαράδεκτη και εγγίζει τα όρια της έλλειψης ανθρωπισμού. Παράλληλα δεν αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, ενώ δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Με αυτά τα δεδομένα ο προβληματισμός για την βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος αυξάνεται και τα ερωτήματα δεν απαντώνται θετικά, εάν η ευρωπαϊκή πολιτική συνεχίσει την αντιφατική πορεία, που ακολουθεί μέχρι τώρα.
Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που έχει τώρα, είναι ανεπαρκές και δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Είναι δε λυπηρό, διότι ουδεμία χώρα, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν μπορεί να κινηθεί σε γεωπολιτικό επίπεδο, όπως η πραγματικά ενωμένη Ευρώπη, η οποία στηρίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη χωρίς προϋποθέσεις, στην ισόρροπη ανάπτυξη και στην ευημερία του συνόλου των ευρωπαίων πολιτών.
Η εποχή, που διανύουμε, είναι δύσκολη και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα και πολυπλοκότητα. Εάν η Ενωμένη Ευρώπη ολοκληρωθεί και ως ενιαία οντότητα παίζει τον γεωπολιτικό ρόλο, που της αναλογεί, θα ωφελούνται τόσο οι ευρωπαίοι πολίτες όσο και η πλανητική πραγματικότητα.