Ακόμη και τώρα υπάρχει διέξοδος. Αν ο πρωθυπουργός αναλάμβανε μια σοβαρή πρωτοβουλία εθνικής συνεννόησης και δημιουργούταν ισχυρό εσωτερικό μέτωπο, η διαπραγματευτική θέση της χώρας θα βελτιωνόταν, η ελληνική αξιοπιστία θα ενισχυόταν και η διαδικασία αναζήτησης λύσης θα ξεκινούσε από πολύ πιο ευνοϊκό σημείο. Η δημιουργία συνθηκών πολιτικής συναίνεσης εκτός από εθνικά αναγκαία θα μπορούσε να είναι και επωφελής για τα κόμματα: Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί έχει την πολιτική κυριαρχία και θα ευνοούταν αν αναζητούσε συνεργασίες, η ΝΔ γιατί βρίσκεται στα τάρταρα και η ηγεσία θέλει οπωσδήποτε να αποφύγει εκλογές καταστροφής, το ΠΑΣΟΚ για τον ίδιο λόγο, το Ποτάμι επειδή σταθερά υποστηρίζει την ανάγκη διαλόγου και συμπράξεων. Ενώ, λοιπόν, λογικά, όλοι οι δρόμοι θα έπρεπε να οδηγούν εκεί, είτε σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας είτε σε διεύρυνση της στήριξης της παρούσας κυβέρνησης με αλλαγές που θα προέκυπταν στη βάση μιας συμφωνίας των φιλοευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων, συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί;
Η βασική αιτία είναι ότι ο διχασμός είναι εύκολος. Είναι μια επιλογή που επιτρέπει τον ετεροκαθορισμό (είσαι ό,τι δεν είναι ο άλλος) και επομένως δεν δημιουργεί διλήμματα ιδεολογικού, πολιτικού και αξιακού αυτοπροσδιορισμού παρά μόνο σε ρητορικό επίπεδο. Επίσης, αναδεικνύει σε κυρίαρχη τη θυμική διάσταση της πολιτικής διαδικασίας, γιατί η σύγκρουση με τον αντίπαλο προκαλεί συναισθηματική ένταση και εξάπτει πάθη, ενώ δεν αφήνει ψυχικό χώρο για ορθολογική ανάλυση της πραγματικότητας. Οταν βρίσκεσαι σε πόλεμο, στ αλήθεια ή στη φαντασία σου, δεν είσαι σε θέση να σκεφτείς και πολλά, η ενέργειά σου αναλώνεται στην επίθεση και στην άμυνα, είσαι διαρκώς σε μια κατάσταση άγχους και υπέρεντασης που δεν επιτρέπει νηφάλιες προσεγγίσεις, αμφιβολίες και αναθεωρήσεις.
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα διχασμών που η υπέρβασή τους, συνήθως, ερχόταν μέσα από τη λήθη και αφού τα τραύματα είχαν γίνει ανυπόφορα για όλους. Η εθνική συμφιλίωση ήταν το επόμενο βήμα μιας καταστροφής και πάλι παρουσιαζόταν ως αναπόφευκτη εξέλιξη, σαν φυσικό φαινόμενο, όχι ως συνειδητή απόφαση μετά από κατανόηση των αιτίων του κακού και μέσα από μια οδυνηρή αυτεπίγνωση – για να μη συμβεί ξανά.
Είτε ανατρέξει κανείς στον αλληλοσπαραγμό μετά την επανάσταση του 1821, είτε στη μικρασιατική καταστροφή, στον εμφύλιο, στις διώξεις των αριστερών που προηγήθηκαν, στη δικτατορία και τη σιωπή της πλειοψηφίας, δεν πρόκειται να βρει μια εθνική αφήγηση κάπως αντικειμενική, κυρίως κάπως ειλικρινή, και πάντως δεν θα τη βρει στα σχολικά βιβλία με τα οποία διαπαιδαγωγούνται οι μαθητές στα ψέματα και στην κατασκευή της συλλογικής συνείδησης. Πόσο μάλλον τώρα που, μετά από μια μακρά περίοδο ευημερίας και γραμμικής προόδου, η χώρα χρεοκόπησε και η κοινωνία έπεσε στο λάκκο έχοντας ξεμάθει τις δυσκολίες και έχοντας πλαδαρέψει από την κατανάλωση χωρίς παραγωγή.
Ηταν πολύ αναμενόμενο ότι θα ακολουθούταν ο εύκολος δρόμος: Απλοϊκή σκέψη, ανόητες εξηγήσεις της καταστροφής και μίσος, ασυγκράτητο μίσος, για τον άλλο και τον ξένο. Μνημόνιο/αντιμνημόνιο, εμείς και οι δανειστές, σύγκρουση ή υποταγή – τα διλήμματα και οι μανιχαϊσμοί κατασκευάστηκαν αμέσως και κάπου εκεί παραδέρνουμε ακόμη.
Μετά από πέντε χρόνια αποτυχίας και με δεδομένη την ελληνική εξαίρεση στο πλαίσιο της ευρωζώνης θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήρθε η ώρα να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή, αφού φτιάχνοντας σκιάχτρα και πετώντας πέτρες δεν βγάλαμε άκρη. Ομως, όχι. Παραμένει πολύ δύσκολη η εθνική συνεννόηση γιατί, αν βγει κανείς από τον κύκλο του διχασμού και περάσει στη σφαίρα του διαλόγου, θα πρέπει να έχει κάτι να πει. Η αντιπαράθεση, με τις φωνές και τη φασαρία, βοηθά να κρυφτεί η απουσία πρότασης, ιδεών, αρχών, σκέψης. Η σύγκλιση επιβάλλει τη συζήτηση επί της ουσίας. Ας πούμε ότι είναι τερατούργημα η πρόταση των πιστωτών και ότι είναι υφεσιακή η πρόταση της κυβέρνησης, υπάρχει κάποια αντιπρόταση, εκτός από την απόρριψη; Βλέπει κανείς (κόμμα, ηγεσία, πολιτικοί) κάτι που οι πολίτες δεν μπορούν να δουν;
Επειδή ποτέ δεν υπήρξε κάτι άλλο πέρα από τα μνημόνια, αυτά που κακοποιήθηκαν και εφαρμόστηκαν αποσπασματικά, αυτά που φτιάχτηκαν από νεοφιλελεύθερους και συντηρητικούς, επειδή ποτέ στη διαπραγμάτευση δεν γινόταν τίποτα άλλο πέρα από την απόκρουση πιέσεων/απαιτήσεων και μια αδιέξοδη αναζήτηση ισοδύναμων μέτρων, γι αυτό είναι πολύ πιο εύκολος ο διχασμός. Γιατί αν δημιουργηθεί ισχυρό εσωτερικό μέτωπο, τότε θα φανεί πως, είτε ενωμένοι είτε χωριστά, οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής δεν έχουν τίποτα να πουν πέρα από “όχι” και “ναι” στις προτάσεις των ξένων. Και μπορεί η ενότητα να είναι εθνικά ωφέλιμη, όμως για τα κόμματα θα φέρει την οδυνηρή αποκάλυψη της γύμνιας, ενώ ακόμη έχουν πάνω τους, λιγότερο ή περισσότερο, πολύχρωμα κουρέλια.