Προσωπικά είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός με την ανακίνηση του θέματος των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, το θέμα τέθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών χωρίς να έχει προηγηθεί -σύμφωνα με δήλωσή του- γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους, την οποία και αναμένουμε. Το θέμα τίθεται 70 χρόνια μετά, σε μια περίοδο που η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με βαθύτατη οικονομική ύφεση, όπου κυριολεκτικά ζει και αναπνέει από τη χρηματοδότηση που της παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Υποπτευόμαστε επίσης ότι η γερμανική πλευρά δεν επιθυμεί να ανοίξει ξανά το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων – επανορθώσεων, ανεξαρτήτως του δίκαιου ή μη αιτήματος της Ελλάδας, γιατί αυτό θα αποτελούσε την αχίλλειο πτέρνα για τη διεύρυνση των διεκδικήσεων από τρίτες χώρες, που έχουν υποστεί επίσης υλικές και ανθρώπινες καταστροφές, ίσως πολύ μεγαλύτερες από τη χώρα μας. Θα πρέπει λοιπόν να εικάσουμε ότι η περίπτωση συναινετικής επίλυσης των διαφορών, είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Εξ όσων έχουν δημοσιευθεί, προκύπτει ότι η χώρα μας ουδέποτε έχει παραιτηθεί από τη διεκδίκηση του αναγκαστικού κατοχικού δάνειου. Από το 1950 και μετέπειτα, το θέμα αυτό έχει τεθεί αρκετές φορές από όλα τα πολιτικά κόμματα, κυρίως όταν βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, υποχωρούσε όμως ως αίτημα όταν τα ίδια κόμματα γίνονταν κυβέρνηση. Δεν θέλω να πιστέψω ότι ουδεμία από τις κυβερνήσεις αυτές δεν επιθυμούσε να υπηρετήσει το εθνικό συμφέρον. Έκριναν μάλλον με διαφορετική υπευθυνότητα -ως κυβέρνηση- τις πραγματικές γεωπολιτικές ισορροπίες και τις ουσιαστικές δυνατότητες διεκδίκησης που είχαν.
Η νομική διεκδίκηση του κατοχικού δανείου είναι περίπλοκη. Εύκολα αναγράφεται από ορισμένους στον τύπο «περί προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης». Στην προκειμένη περίπτωση, λησμονούν ότι μέχρι το 2008, η προσφυγή προϋπέθετε τη σύμφωνη γνώμη και των 2 μερών. Από το 2008 και μετέπειτα, υπάρχει η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής μιας χώρας, ωστόσο η κάθε συμβαλλόμενη χώρα διατηρεί το δικαίωμα της εξαίρεσης της εκδίκασης συγκεκριμένων περιπτώσεων. Το δικαίωμα αυτό, που άσκησε και η Ελλάδα όπως και πολλές άλλες χώρες, άσκησε και η Γερμανία ζητώντας την εξαίρεση της εκδίκασης όλων των υποθέσεων που αφορούν τη δράση των γερμανικών στρατευμάτων. Τούτο σημαίνει ότι, σε περίπτωση ελληνικής προσφυγής, κατά πάσα πιθανότητα το δικαστήριο της Χάγης θα δηλώσει αναρμοδιότητα. Ακόμη και αν αυτό δεν συμβεί, είναι αμφίβολο αν μια τέτοια νομική διαμάχη, για όσα έλαβαν χώρα πριν από 70 χρόνια, θα τελεσφορήσει ποτέ υπέρ της Ελλάδας.
Επιπλέον, δεν γνωρίζω εάν στη συμφωνία του Λονδίνου του 1953, που ρύθμισε μεγάλο μέρος των διεκδικήσεων μεταξύ των εμπόλεμων μερών, προβλέπεται κάποιος μηχανισμός επίλυσης διαφορών. Αλλά ακόμη και αν αυτή η περίπτωση ισχύει, η επίλυση θα υπαγορεύεται από το πνεύμα της εποχής εκείνης, όπου οι νικήτριες δυνάμεις ελαχιστοποίησαν τις απαιτήσεις τους από τη Γερμανία, προκειμένου να επιτευχθεί η οικονομική ανόρθωση της Δυτικής Γερμανίας. Ως αντάλλαγμα τότε, ζητήθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση και αυτή ανέλαβε το κόστος συντήρησης των κατοχικών στρατευμάτων των συμμάχων στο έδαφός της (έως το 1990, οπότε και πραγματοποιήθηκε η γερμανική ενοποίηση).
Εύχομαι η διεκδίκηση αυτή που επανάφερε η ελληνική κυβέρνηση να έχει αίσιο τέλος. Παρακολουθώντας όμως τη χθεσινή (24.4.2013) συζήτηση στη Βουλή για το θέμα αυτό και τους ενθουσιώδεις τόνους με τους οποίους διεξάχθηκε ο διάλογος, προτού καν υπάρξει νομική τεκμηρίωση των αξιώσεών μας, φοβάμαι ότι διατρέχουμε τον κίνδυνο να εισέλθουμε πάλι σε μια αδιέξοδη εσωτερική αντιπαράθεση, όπου θα απουσιάζει ο ρεαλισμός και θα κυριαρχεί η φθηνή δημαγωγία. Αυτό όμως μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε μια νέα αλυτρωτική αφήγηση, ικανή να δικαιολογήσει την ενδεχόμενη διπλωματική και οικονομική περιθωριοποίηση μιας πτωχής, πλην όμως «εθνικά υπερήφανης» Ελλάδας.