Η Εξωτερική Πολιτική της Μεταπολίτευσης

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 07 Δεκ 2020

* Η εξωτερική πολιτική της μεταπολίτευσης (1974 - σήμερα) υπήρξε συνολικά πετυχημένη.  Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν είχε στρατηγική στην εξωτερική της πολιτική δεν ευσταθεί. Η Ελλάδα εκπλήρωσε  μια σειρά από κεντρικούς, στρατηγικούς στόχους που είχε θέσει με αποτέλεσμα να ενισχύσει το ρόλο και επιρροή της στο περιφερειακό και ευρύτερο διεθνές σύστημα ως χώρα ειρήνης, σταθερότητας και συνεργασίας. Είναι η πρώτη περίοδος στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους που η εξωτερική πολιτική ασκήθηκε με σταθερότητα προσανατολισμού και χωρίς τις μεγάλες πολιτικές διχογνωμίες του παρελθόντος. Οι πολιτικές δυνάμεις (με την εξαίρεση του ΚΚΕ) αποδέχτηκαν τον προσανατολισμό της χώρας προς την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα παρά τις αρχικά αντίθετες θέσεις που είχε διατυπώσει το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ.  Έτσι οι γενικοί στόχοι της εξωτερικής πολιτικής απέκτησαν συναινετική πολιτική υποστήριξη με αποτέλεσμα η εξωτερική πολιτική “να βγει” από το πεδίο (agenda) της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης όπως ήταν στο παρελθόν. 

Τα κύρια επιτεύγματα της μεταπολιτευτικής εξωτερικής πολιτικής μπορούν να συνοψισθούν στα παρακάτω δέκα: 

1. Ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/ Ένωση (1981)

2. Ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση – ΟΝΕ (2000)

3. Ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004) 

4. Θέσπιση Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων – ΜΟΠ (1985) 

5. Θέσπιση της Ρήτρας Αμοιβαίας Συνδρομής στη Συνθήκη της ΕΕ (2002-2003)

6. Άνοιγμα της Διαδικασίας Ένταξης των Χωρών των Βαλκανίων στην ΕΕ (2003)

7. Κανονικοποίηση των Σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ

8. Ενίσχυση των Σχέσεων με το Ισραήλ

9. Ανάπτυξη των Σχέσεων με την Κίνα

10. Ανάδειξη Ελλάδας ως Χώρας Σταθεροποιητικής Επιρροής και Συνεργασίας.  


Ωστόσο παρά τη συνολική επιτυχία της, η μεταπολιτευτική εξωτερική πολιτική διέπραξε ορισμένα σημαντικά στρατηγικά λάθη. Χαρακτηρίζονται ως “στρατηγικά” καθώς είχαν διαχρονικές συνέπειες για τη χώρα. Πέντε είναι  τα  κύρια στρατηγικά λάθη:


1. Η αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1974)

2. Η εγκατάλειψη των ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών (2004)

3. Το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας (σε Βόρεια Μακεδονία, 1991-218)

4. Η μη επίλυση του Κυπριακού προβλήματος (2004, 2017)

5. Η συμμετοχή της Ελλάδας στις τριμερείς συμπράξεις με χώρες της Αν. Μεσογείου. 

Παρά τα αξιοσημείωτα επιτεύγματα, η εξωτερική πολιτική της χώρας θα αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις στο μέλλον οι οποίες θα απαιτήσουν προσαρμογές και επανακαθορισμούς καθώς μια σειρά “σταθερές” πάνω στις οποίες στηρίχθηκε αλλάζουν. Η μόνη ισχυρή “σταθερά” παραμένει η συμμετοχή της χώρας στο κέντρο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και η ίδια η Ένωση αλλάζει (Brexit, κλπ.).  Στο πλαίσιο αυτό θα  πρέπει να διαμορφώσει τη νέα εξωτερική πολιτική και να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις. Οι άλλες “σταθερές” έχουν κλονισθεί ή καταρρεύσει.  Πρώτα απ όλα το πολυμερές διεθνές σύστημα και αυτό που αποκαλείται Δύση έχει υπονομευθεί   και ως εκ τούτου δυσλειτουργεί λόγω κυρίως της εχθρότητας προς αυτό που έχουν επιδείξει οι Ην. Πολιτείες κάτω από την προεδρία του Ντ. Τραμπ. Έτσι κεντρικοί θεσμοί όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά για τη διαφύλαξη της σταθερότητας και ειρήνης. Παράλληλα οι ΗΠΑ έχουν αποσυρθεί από το ρόλο της ηγέτιδας δύναμης του παγκόσμιου συστήματος ενώ αντίθετα Κίνα και Ρωσία επεκτείνουν την επιρροή τους. Οι ΗΠΑ π.χ. έπαυσαν να διαδραματίζουν τον κεντρικό ρόλο στις υποθέσεις της Αν. Μεσογείου και  Μ. Ανατολής (χωρίς να είναι απούσες)  περιλαμβανομένης και της διαχείρισης της σχέσης Ελλάδας – Τουρκίας. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί για την Ελλάδα νέες αβεβαιότητες (π.χ. ενώ στο παρελθόν οι ΗΠΑ διαμεσολαβούσαν μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, ο ρόλος αυτός φαίνεται τώρα να έχει περάσει σε άλλους παράγοντες όπως τη Γερμανία).  

Από την άλλη μεριά, η αστάθεια και συγκρουσιακή δυναμική επικρατούν στην περιοχή της Αν. Μεσογείου, Μ. Ανατολής. Η Τουρκία με πρόεδρο τον Ταγίπ Ερντογάν μετά τον αποκλεισμό της από ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2007) έχει υιοθετήσει μια στρατηγική ανάδειξής της σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη (νεο-οθωμανική αυτοκρατορία) στηριζόμενη και στην αξιοποίηση του Ισλάμ και σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης. Στην επιδίωξή της αυτή προκαλεί προβλήματα στους περισσότερους από τους γείτονές της, πρωτίστως την Ελλάδα.  

Παράλληλα η ευρύτερη περιοχή της Μ. Ανατολής, Β. Αφρικής γνωρίζει υψηλά επίπεδα αστάθειας με χώρες όπως Συρία, Λιβύη Υεμένη σε εμφύλια σύγκρουση. Η αστάθεια και οι συγκρούσεις επιτρέπουν την επέμβαση ξένων δυνάμεων (Ρωσίας, κ.α.) στην περιοχή εντείνοντας τη ρευστότητα και αβεβαιότητες στον περίγυρο της Ελλάδας. Ένας πρόσθετος αστάθμητος παράγοντας είναι η αβεβαιότητα γύρω από το ρόλο και επιρροή της Κίνας στο παγκόσμιο σύστημα και το πρότυπο σχέσεων που τελικά θα αποκρυσταλλωθεί (μεταξύ Ευρώπης και Κίνας). Ενώ η πανδημία του κορωνοϊού (covid-19), η τεχνητή νοημοσύνη, η κλιματική αλλαγή δημιουργούν απροσδιόριστες αβεβαιότητες για το διεθνές σύστημα αλλά και τη συνέχεια ή μη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης. 

Μέσα σ αυτό το ασταθές, αβέβαιο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον υποβάθρου, η Ελλάδα θα πρέπει μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις, όπως:

(i)   Τη διαχείριση της παγκόσμιας αστάθειας και αβεβαιότητας με τρόπο που να διασφαλίζει τη διεθνή θέση της (και συμφέροντά της) ως χώρα δημοκρατίας και “ανοιχτών οριζόντων” ικανή να απαντά στις ανακατατάξεις και ιστορικές τάσεις (μεταναστευτικές ροές, κλπ.).

(ii)     Την εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης με θέσεις και προτάσεις για τη διαμόρφωση της Ευρώπης που θα ανταποκρίνεται στο όραμά της και τη διατήρηση της θέσης της στον εσωτερικό πυρήνα – κέντρο λήψης αποφάσεων. Ιδιαίτερα για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής άμυνας η Ελλάδα θα μπορούσε να θέσει ως στόχο την εγγύηση από πλευράς Ένωσης των εξωτερικών συνόρων της.

(iii) Την πρόκληση της Τουρκίας ως αναδυόμενης ισχυρής περιφερειακής δύναμης, κάτι που προϋποθέτει αφ ενός την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων αλλά και τη μεγαλύτερη πρόσδεση της Τουρκίας με την ΕΕ μέσω μιας ειδικής σχέσης. 

(iv) Την πρόκληση της “ισχυρής Ελλάδας”, κάτι που συνεπάγεται όχι μόνο την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας αλλά και την ισχυρή, αναπτυγμένη οικονομία, συνεκτικό κοινωνικό ιστό, ισχυρό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, ψηφιακό μετασχηματισμό, κλπ. 

(v)   Την υποβοήθηση της όσο το δυνατόν γρηγορότερης ενσωμάτωσης όλων των χωρών των Δ. Βαλκανίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προϋπόθεση για σταθερότητα στην περιοχή. 

Η μακροχρόνια ωστόσο ικανότητα της Ελλάδας να απαντήσει σ όλες τις προκλήσεις έχει ως κεντρική προϋπόθεση την αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός θεμελιακού κοινωνικού προβλήματος: τη δημογραφική συρρίκνωση της χώρας.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Τ. Γιαννίτση: 


«Το 1970 Ελλάδα και Τουρκία είχαν, αντίστοιχα, 8,8 και 35,3 εκατομμύρια πληθυσμό. Το 1990 τα μεγέθη αυτά είχαν φτάσει στα 10,2 και 55,1 εκατομμύρια αντίστοιχα και το 2018 στα 10,7 και 81,4 εκατομμύρια. Μεταξύ 1970 και 2018 στην Ελλάδα ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1,9 εκατομμύρια και στην Τουρκία κατά 46,1 εκατομμύρια. 

  Ο πληθυσμός ηλικίας πάνω από 65 ετών αντιπροσώπευε το 1970 στην Ελλάδα το 11,1% του συνόλου και διπλασιάστηκε στο 21,9% το 2018. Τα αντίστοιχα μεγέθη για την Τουρκία ήσαν 4,4% και 8,7%. Η διαφορά των 6,7 ποσοστιαίων μονάδων του 1970 έγινε 13,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2018. 

  Προοπτικά, οι εκτιμήσεις είναι ότι το 2050 ο πληθυσμός στην Ελλάδα και Τουρκία, αντίστοιχα, θα είναι 8,9 και 104,6 εκατομμύρια, δηλαδή η διαφορά θα έχει αυξηθεί στα 96 εκατομμύρια σχεδόν. Τα ποσοστά των ηλικιών πάνω από 65 ετών θα είναι, αντίστοιχα, 20,1% και 36,5% του συνόλου, με τη διαφορά να έχει επιδεινωθεί σε βάρος της Ελλάδας».  


* Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Π.Κ.Ιωακειμίδη «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης» που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις «Θεμέλιο»