Δεν πίστευα στα μάτια μου, όταν ανέλαβα να συντάξω υπόμνημα εγκαλουμένων δημοσιογράφων, για το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ.
Διότι, από τα πρακτικά του προέκυπτε ότι εκεί περιφρονούν τα αυτονόητα του πολιτισμού: Και πρώτα απ’ όλα, την αρχή «nullum crimen, nulla poena sine lege». (Κανένα έγκλημα, καμία ποινή, χωρίς προηγούμενο νόμο). Κάτι που θεσμοθετείται συνεχώς από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και το Σύνταγμά μας, που ορίζει: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της».
Πρόκειται για την θεσμική άμυνα της δημοκρατίας απέναντι σε κάθε είδους ολοκληρωτική ή αυταρχική αντίληψη, που θέλει να επινοεί «αδικήματα», χωρίς προηγούμενο νόμο.
Περιφρονώντας λοιπόν τα δημοκρατικά αυτονόητα, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ κάλεσε μέλη της να «απολογηθούν», άλλους για «παράβαση» «απαγορεύσεων» μαρτυρίας σε δικαστήριο και άλλους για παράβαση «κανόνων» διοίκησης οργανισμών ενημέρωσης. Και αυτό, διότι επινόησε ως «πειθαρχικά αδικήματα» τα εξής:
Την μαρτυρία δημοσιογράφου σε δίκη, όχι γιατί ψευδόρκησε, αλλά επειδή σ’ αυτήν ήταν διάδικος συνάδελφός του!
Ενώ δεν υπάρχει στο νομικό μας σύστημα, τέτοιου είδους απαγόρευση μαρτυρίας. Και δεν θα μπορούσε να υπάρχει, για λόγους σοβαρότητας!
Ή, τον μη αρεστό στην ΕΣΗΕΑ τρόπο διοίκησης δημοτικής επιχείρησης, που διαθέτει Ρ/Σ!
Ενώ, επίσης δεν προβλέπεται «υπερδιοίκηση» της ΕΣΗΕΑ σε οποιονδήποτε φορέα, με αιτία ότι σ’ αυτόν ανήκουν μέσα ενημέρωσης. Και θα ήταν αδιανόητο να υπάρχει, πάλι για λόγους σοβαρότητας.
Άλλωστε, για την διοίκηση των δημόσιων και δημοτικών φορέων, η οποία μάλιστα πάντοτε σχετίζεται και με την διαχείριση δημόσιου χρήματος, η λογοδοσία δεν γίνεται στο πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, αλλά αποκλειστικά στα όργανα που ορίζει ο νόμος.
Επειδή λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να θεσπιστούν νόμιμα τέτοια παράδοξα και παράλογα, το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ έκανε θαύμα! Τα θεσπίζει το ίδιο «στην πράξη»!
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, πριν από το να είναι Πειθαρχικό Συμβούλιο, αυτοορίστηκε σε αυτόκλητο νομοθέτη!
Και το ριζικά παράλογο: Για τη νομιμοποίηση της παρανομίας του επικαλείται, ως πηγή δικαίου, προηγούμενη παρανομία του! Το γεγονός δηλαδή ότι το «ξανάκανε» και σε άλλους!
Όπως λένε οι μεγάλοι μας δάσκαλοι, το κίνητρο της ζωής στις αρχαϊκές κοινωνίες ήταν η τιμή. «Το υψηλότερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο δεν είναι η απόλαυση μιας ήσυχης συνείδησης, αλλά η απόλαυση της τιμής, της δημόσιας εκτίμησης», γράφει ο E.R. Dodds στο «Οι Έλληνες και το παράλογο». Γι’ αυτό δεν μπορούσε κανείς να ζήσει μέσα στην ντροπή, στην οποία οδηγούσε η απουσία τιμής. Πρόκειται δηλαδή για τις κοινωνίες και τον πολιτισμό της ντροπής.
Η ομηρική όμως αρχαϊκή κοινωνία, είναι οριστικό παρελθόν. Μάλιστα, έκτοτε η πρόοδος είναι θεαματική. Αφού πλέον μιλάμε για τις κοινωνίες της συνείδησης, της ενοχής ή της ευθύνης – δηλαδή τις κοινωνίες των πολιτών – όπου πια «λογοδοτείς», πρώτα απ’ όλα, στη δική σου συνείδηση. Πλην εξαιρέσεων. Οι οποίες παλινδρομούν πίσω και από την κοινωνία της ντροπής: Στον χώρο του παραλόγου.
Γι’ αυτό και ο τίτλος του κειμένου: Η ΕΣΗΕΑ και το παράλογο!