Η απόφαση 460/2013 της Ολομέλειας του ΣτΕ για την ιθαγένεια επιβεβαίωσε τελικά τις διαρροές και έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις που επέτρεπαν την απόκτηση της ιθαγένειας από παιδιά αλλοδαπών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή από παιδιά αλλοδαπών που έχουν ολοκληρώσει επιτυχώς τουλάχιστον έξι τάξεις ελληνικού σχολείου. Στην πρώτη περίπτωση ο νόμος έθετε ως προϋπόθεση και οι δύο γονείς να διαμένουν νόμιμα και μόνιμα επί τουλάχιστον πέντε συνεχή έτη, στη δεύτερη να διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα. Σε αντίθεση με την απόφαση του Τμήματος που είχε προηγηθεί και η οποία προσήπτε στον νομοθέτη ότι δεν έθετε προϋποθέσεις που τεκμηριώνουν την ένταξη των αλλοδαπών στο ελληνικό έθνος, η απόφαση της Ολομέλειας προσάπτει τη μη τήρηση ουσιαστικών κριτηρίων τα οποία τεκμηριώνουν τον γνήσιο δεσμό αυτών προς την ελληνική κοινωνία. Θα προσπαθήσω να δείξω ότι πρόκειται για την έσχατη πλάνη, που δεν είναι πολύ καλύτερη της πρώτης.
Είναι γνωστό ότι το Σύνταγμα δεν θέτει ρητά κανέναν περιορισμό στον νομοθέτη για τις προϋποθέσεις απόκτησης ιθαγένειας. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, ο νομοθέτης είναι μεν κατ? αρχήν ελεύθερος να προσδιορίζει τις προϋποθέσεις κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, «υπόκειται, όμως, σε τυχόν προκύπτοντες από άλλες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περιορισμούς». Ποιοι περιορισμοί προκύπτουν από άλλες συνταγματικές διατάξεις; Η απόφαση της Ολομέλειας επαναλαμβάνει και αυτή όλες τις διατάξεις που περιέχουν τη λέξη «έθνος», αλλά δεν προχωρεί στη σκέψη ότι αυτές απαιτούν τεκμηρίωση δεσμού του αλλοδαπού με το έθνος. Οι διατάξεις αυτές θέτουν «ελάχιστο[…] όρο[…] και όριο των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων για την απονομή της ελληνικής ιθαγένειας [… την] ύπαρξη γνησίου δεσμού του αλλοδαπού προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία.» (Στο σημείο αυτό ανθίσταμαι στον πειρασμό να σχολιάσω τις σχετικές περιγραφές για το αν το κράτος και η κοινωνία είναι ή όχι «ασπόνδυλοι οργανισμοί» ή «δημιουργήματα εφήμερα»).
Ο δεσμός λοιπόν με την ελληνική κοινωνία και το κράτος είναι αυτή τη φορά το αποφασιστικό κριτήριο. Η απόφαση βέβαια τον θέλει να είναι και «γνήσιος», χαρακτηρισμός που δεν είναι σαφές ούτε τι ακριβώς σημαίνει ούτε από πού προκύπτει. Βοηθάει όμως τους δικαστές της πλειοψηφίας να προχωρήσουν στο επόμενο αποφασιστικό βήμα: «Κατ? απόκλιση του δικαίου καταγωγής (ius sanguinis), μπορεί ο νομοθέτης να προβλέψει τρόπους απόκτησης βάσει του δικαίου εδάφους (ius solis) και περαιτέρω να θεσπίζει για τις περιπτώσεις αυτές και τυπικά κριτήρια, όπως είναι η νόμιμη παραμονή στη χώρα και η διάρκεια αυτής, αλλά θα πρέπει να τα συνδυάζει και με ουσιαστικά κριτήρια, ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ο γνήσιος δεσμός του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία, δηλαδή η ενσωμάτωση του αλλοδαπού προς την ελληνική κοινωνία». Με απλά λόγια, ο γνήσιος δεσμός είναι κατά βάση το δίκαιο καταγωγής και οι αποκλίσεις από αυτόν επιτρέπονται μόνον αν τεκμηριώνεται παραπλήσιος δεσμός. Η συνέχεια της σκέψης είναι ότι η τεκμηρίωση ενός τέτοιου δεσμού, με τη σειρά της, προϋποθέτει εκτός από τα τυπικά κριτήρια να προβλέπονται και ουσιαστικά.
Με βάση την παραπάνω «κατασκευή», η Ολομέλεια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες διατάξεις δεν τεκμηριώνουν γνήσιο δεσμό με την ελληνική κοινωνία. Κρίνει ότι αυτές εισάγουν τυπικά μόνο κριτήρια για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας, τα οποία μάλιστα θεωρεί ως επισφαλή. «Ειδικότερα στην πρώτη περίπτωση το κριτήριο της διαμονής των γονέων επί πενταετία δεν τεκμηριώνει την ουσιαστική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, αφού δεν συνδυάζεται και με άλλα στοιχεία που θα προσέδιδαν στη διαμονή ουσιαστικά χαρακτηριστικά εντάξεως». Επιπλέον, κατά την απόφαση, το κριτήριο είναι «επισφαλές» λόγω του τρόπου που έγιναν οι νομιμοποιήσεις παραμονής των γονέων. «Στη δεύτερη περίπτωση», συνεχίζει η απόφαση, «ο νομοθέτης χρησιμοποιεί επίσης κριτήριο μη δυνάμενο να τεκμηριώσει την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ουσιαστική ένταξη στην ελληνική κοινωνία του ανηλίκου τέκνου αλλοδαπών γονέων, αφού μόνη η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο, και μάλιστα μόνον επί μία εξαετία δεν εγγυάται την επιζητούμενη ένταξη, δεδομένου ότι ο νόμος δεν αξιώνει και μία ουσιαστική σχέση των γονέων με τη χώρα, οι οποίοι γονείς είναι αρμόδιοι να αποφασίσουν για την απόκτηση ή μη της ιθαγένειας από το ανήλικο τέκνο τους».
Παρέθεσα αυτολεξεί το συμπέρασμα γιατί είναι, κατά τη γνώμη μου, αποκαλυπτικό μεγάλης εννοιολογικής σύγχυσης. Η πιο εμφανής σύγχυση είναι η αναφορά και στην ένταξη των γονέων, ενώ η ιθαγένεια αφορά μόνο τα τέκνα των αλλοδαπών. Η πιο σημαντική όμως σχετίζεται με τον διαχωρισμό των κριτηρίων σε τυπικά και ουσιαστικά. Το κριτήριο της εξαετούς φοίτησης σε ελληνικό σχολείο είναι προφανώς ένα ουσιαστικό κριτήριο. Ο νομοθέτης εκτίμησε ότι το γεγονός της εξαετούς επιτυχούς φοίτησης σε ελληνικό σχολείο τεκμηριώνει ουσιαστικά τον δεσμό του παιδιού με την ελληνική κοινωνία και δίνει το δικαίωμα στο ίδιο ή στους γονείς του αν διαμένουν νόμιμα στη χώρα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Ο καθένας ασφαλώς δικαιούται να αμφιβάλει για την ορθότητα ή μη αυτής της εκτίμησης, αλλά δεν επιτρέπεται να την εκλαμβάνει ως τυπική. Οι ίδιοι οι δικαστές που ανήγαγαν την εξαετή φοίτηση σε τυπικό κριτήριο, σε άλλο σημείο της απόφασης θεωρούν ότι η εννεαετής φοίτηση θα ήταν ουσιαστικό: «Εγγυημένο βαθμό εντάξεως θα πιστοποιούσε, κατ? αρχήν, η επιτυχής φοίτηση σε όλο το φάσμα της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως με λήψη του αντίστοιχου τίτλου σπουδών».
Πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι όλα τα κριτήρια που έθεταν οι επίμαχες διατάξεις αποτελούσαν την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη δεσμού του αλλοδαπού τέκνου με την ελληνική κοινωνία, ικανού για την απόκτηση της ιθαγένειας. Εκτός από την εξαετή φοίτηση, και το γεγονός της γέννησης στην Ελλάδα παιδιού αλλοδαπών γονέων που αμφότεροι διαμένουν τουλάχιστον πέντε χρόνια στη χώρα μας, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση για τον δεσμό του με την ελληνική κοινωνία. Εκτιμάται ότι θα μεγαλώσει σε αυτήν και, εφόσον οι γονείς του σχεδιάζουν την ένταξή του και την επιθυμούν, αποτελεί ουσιαστικό κριτήριο που τεκμηριώνει την ύπαρξη δεσμού με την ελληνική κοινωνία και, κατά συνέπεια, δικαιολογεί την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.
Αν διαγράψει κανείς τον διαχωρισμό μεταξύ τυπικών και ουσιαστικών κριτηρίων, αυτό που μένει τελικά είναι η αμφισβήτηση της εξουσίας του νομοθέτη να εκτιμά τη σκοπιμότητα του μέτρου. Η μειοψηφία στην απόφαση (αποτελούμενη από 13 δικαστές) έχει απόλυτο δίκιο όταν επισημαίνει ότι η πλειοψηφία στην πραγματικότητα αμφισβητεί ανεπίτρεπτα την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη και την ορθότητα της επιλογής του. «Δεν μπορεί […] να θεωρηθεί, αντικειμενικά και λογικά, ότι η, κατ? εξοχήν, πολιτική αυτή εκτίμηση του νομοθέτη είναι εσφαλμένη και μάλιστα καταδήλως εσφαλμένη και άρα παράλογη, ούτε ότι τα ανωτέρω κριτήρια είναι απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με τις επίμαχες ρυθμίσεις σκοπού και μάλιστα προδήλως απρόσφορα, όπως απαιτείται προκειμένου να κριθούν από το Δικαστήριο οι σχετικές διατάξεις αντισυνταγματικές».
Η απόφαση του Τμήματος έκρινε τις διατάξεις αντισυνταγματικές επικαλούμενη ως προϋπόθεση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας την ανάγκη ύπαρξης εθνικού δεσμού. Αυτή η ερμηνεία ήταν εξαιρετικά χονδροειδής για να σταθεί. Εκτός των άλλων, έθετε ολωσδιόλου εκτός νόμου το ius solis στις περιπτώσεις που κάποιο Σύνταγμα προέβλεπε ότι η εξουσία πηγάζει ή ασκείται υπέρ του έθνους. Σύμφωνα με αυτήν, το βελγικό Σύνταγμα π.χ. που ορίζει ότι όλη η εξουσία πηγάζει από το Εθνος (άρθρο 33) δεν θα μπορούσε να επιτρέψει την απονομή ιθαγένειας σε παιδιά αλλοδαπών που γεννιούνται στο Βέλγιο. Η Ολομέλεια του ΣτΕ δεν θέλησε να ακολουθήσει το σκεπτικό της απόφασης του Τμήματος. Εγκατέλειψε το κριτήριο της ανάγκης ύπαρξης εθνικού δεσμού και υιοθέτησε την ανάγκη ύπαρξης δεσμού με την ελληνική κοινωνία. Ετσι, όμως, βρέθηκε χωρίς κανένα συνταγματικό έρεισμα για την κρίση των επίμαχων διατάξεων και κατέληξε να εκφέρει κρίσεις για τις πολιτικές επιλογές του νομοθέτη.
Η αμφισβήτηση των επιλογών του νομοθέτη είναι ασφαλώς απολύτως θεμιτή από οποιονδήποτε πολίτη. Μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι μόνο με την προϋπόθεση μετάγγισης αίματος πρέπει να επιτρέπεται σε αλλοδαπό να πάρει την ελληνική ιθαγένεια. Δεν έχει παρά να ψηφίσει αναλόγως ελπίζοντας ότι το νομοθετικό σώμα θα υιοθετήσει τις απόψεις του. Νομίζω ότι το ίδιο ακριβώς, να ψηφίσει αναλόγως, πρέπει να κάνει και ο δικαστής ως πολίτης όταν διαφωνεί με τις πολιτικές επιλογές του νομοθέτη. Αυτό που δεν επιτρέπεται να κάνει κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του έργου είναι να εμφανίζει τις πολιτικές διαφωνίες του ως συνταγματικές επιταγές και να υποκαθιστά τον νομοθέτη.
Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών