Η δραματική απόφαση αυτής της εβδομάδας να κλείσει η ΕΡΤ απαντά ένα ερώτημα το οποίο οι πολιτικοί αρχηγοί της Ελλάδας -κυβερνητικοί και εξωκυβερνητικοί- δεν επιθυμούσαν να αντιμετωπίσουν εδώ και μία γενιά. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η κίνηση έχει πολιτικό χαρακτήρα: ήταν μια απρόσμενη, μονομερής χειρονομία με στόχο τον εντυπωσιασμό της τρόικας, αφού η πώληση της ΔΕΠΑ κατέληξε σε αποτυχία. Η «θρασύτητα» αυτής της επιλογής προκάλεσε τις αναμενόμενες διαμαρτυρίες – οι επιθέσεις στα ΜΜΕ γίνονται πάντοτε πρωτοσέλιδα σε όλον τον κόσμο. Αλλά οι εν λόγω διαμαρτυρίες είναι δικαιολογημένες ώς ένα σημείο, σε ό,τι αφορά αυτή την ανακοίνωση που προκάλεσε «σοκ και δέος»: έγινε χωρίς την κατάλληλη διαβούλευση, χωρίς την έγκριση της Βουλής και χωρίς ένα ολοκληρωμένο σχέδιο.
Υπάρχει, επίσης, μια δικαιολογημένη ανησυχία εξαιτίας αυτής της πρωτοβουλίας σχετικά με τη δημοκρατία και τη σημασία του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού τομέα. Είναι αλήθεια πως η ΕΡΤ, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, δεν διατήρησε υψηλά επίπεδα πολιτικής ανεξαρτησίας, αν και κράτησε κάποια ποιότητα στο πρόγραμμά της. Διαδοχικές κυβερνήσεις τη στελέχωσαν με τους πιστούς υποστηρικτές τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στη δεκαετία του 1980 τους παρουσιαστές του δελτίου της ΕΡΤ να παλεύουν να διαβάσουν το κείμενο από τον τηλε-υποβολέα, ο οποίος στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε χρόνια αργότερα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Οι παρουσιαστές έμοιαζαν αποσβολωμένοι, σαν να μην τους επιτρεπόταν πλέον να βλεφαρίσουν, και ο τηλεθεατής δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσαν να πουν αυτά τα «ρομπότ».
Αλλά μια οικονομία της αγοράς, χωρίς δημόσια τηλεόραση, διακινδυνεύει να αντιμετωπίσει τη διαστρέβλωση του δημοσίου διαλόγου και την υπονόμευση του δημοσίου συμφέροντος. Τελικά, το επιχείρημα για την ΕΡΤ είναι ίδιο με αυτό για το BBC, ανεξάρτητα από τη διαφορά τους σε ποιότητα. Κάποια ελληνικά ιδιωτικά κανάλια σήμερα δύσκολα δημιουργούν τη βεβαιότητα ότι δεν θα επιδιώξουν τη «φθηνή», εντυπωσιακή δημοσιογραφία, ακόμα και δίχως να έχουν βλέψεις συμφέροντος ή εξυπηρέτησης της πολιτικής των εταιρειών τους.
Ανακύπτει, ωστόσο, ένα μεγαλύτερο και βαθύτερο ζήτημα στην κίνηση αυτή εναντίον της ΕΡΤ. Είναι ένα θέμα που οι πολιτικοί όλου του ιδεολογικού φάσματος πρέπει να προσέξουν. Αναγνωρίζοντας ότι το κράτος πρέπει να αποτελεί τον κύριο χρηματοδότη των σημαντικών δημόσιων υπηρεσιών, πώς πρέπει να τις διαχειριστεί όταν γίνουν δυσλειτουργικές; Στην Ελλάδα, όλοι πρέπει να αποδεχθούν ότι γινόταν κακή διαχείριση της ΕΡΤ για χρόνια. Δεν είναι μόνο ζήτημα ευνοιοκρατίας: είναι, επιπροσθέτως, απόδειξη της σπατάλης πόρων, του πλεονάζοντος αριθμού εργαζομένων και του «βυζαντινού» λογιστικού συστήματος. Αυτές οι αδυναμίες έγιναν ανεκτές για πολύ καιρό – απόρροια της επιείκειας που δείχνει η παλαιού τύπου πολιτική διαχείριση, που υποσκάπτει την πορεία της Ελλάδας.
Η ιδανική κατάσταση θα ήταν να υπάρξει μια διαδικασία μεταρρύθμισης, περιεκτικής και καλά ενημερωμένης, ώστε να δημιουργηθεί ένα σχέδιο για την αναδιαμόρφωση των τομέων εκείνων του Δημοσίου που χρήζουν εκσυγχρονισμού. Αλλά μια τέτοια μεταρρύθμιση βρίσκεται εδώ και καιρό εκτός συζήτησης: τα εργατικά συνδικάτα και το πολιτικό κόστος ενόψει εκλογών την κατέστησαν θέμα-ταμπού μέχρι την έλευση της τρόικας. Υστερα από τέσσερα χρόνια «εντός» της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης της Ελλάδας εν καιρώ ειρήνης, έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στη μεταρρύθμιση της διοίκησης, πόσω μάλλον του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αφού ο κρατικός μηχανισμός δεν προχωρεί σε αλλαγές και οι πολιτικοί υπερασπίζονται κάθε θέση εργασίας στο Δημόσιο, η τρόικα επιμένει σε επίπονες οριζόντιες περικοπές. Οι πολιτικοί διαφωνούν, η τρόικα αποχωρεί και επιστρέφει συνεχίζοντας τα μέτρα λιτότητας. Στο μεταξύ, το ζήτημα της αναδιαμόρφωσης αποκρύπτεται.
Με αυτά τα δεδομένα, μια αιφνίδια ανακοίνωση κλεισίματος της ΕΡΤ γίνεται πιο κατανοητή. Μιμείται μερικώς τις τακτικές που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν για την Ολυμπιακή Αεροπορία: επέλεξαν να την κλείσουν και να ξεκινήσουν ξανά με μία άλλη, πιο περιορισμένη εταιρεία. Δυνητικά, είναι μια στρατηγική που μπορεί να εφαρμοσθεί και σε άλλα τμήματα του δημόσιου τομέα – ως απάντηση σε ένα σχεδόν ακατόρθωτο εγχείρημα. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι η καλύτερη λύση για την ΕΡΤ. Πάντως, το παράδειγμα της Ολυμπιακής υποδηλώνει τους κινδύνους που υπάρχουν για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αφού αναδιαρθρώθηκε και πουλήθηκε, η Ολυμπιακή αποδείχθηκε ακόμη οικονομικά αδύναμη, εξ ου και η προσφορά εξαγοράς που δέχθηκε από την πλευρά της Aegean. Εδώ ενυπάρχει ακόμα ένα μάθημα: η αναδιάρθρωση των δημοσίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να γίνει αγνοώντας τη βιωσιμότητά τους.
Η υπόθεση της ΕΡΤ μας διδάσκει ότι πρέπει να γνωρίζουμε τα προβλήματα του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα. Με τον αποκλεισμό της προοπτικής σοβαρού σχεδιασμού, μια τέτοια δραματική κίνηση μπορεί να αποτελέσει τελικά τη λιγότερο κακή λύση. Εάν η πρωτοβουλία, τελικά, δεν ευοδωθεί, τι θα συμβεί με την αναγκαία γενικότερη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα;