Σε όλα τα τηλεοπτικά στούντιο του κόσμου, κάποιος φροντίζει να πηγαίνει νερό στον (καλωδιωμένο και ακίνητο) παρουσιαστή, που εύκολα νοιώθει το στόμα του να στεγνώνει ή κινδυνεύει να πνιγεί. Στην ΕΡΤ, πολλές φορές το κάνει ο κλητήρας, από την καλή του διάθεση. Μπορεί να το κάνει και κάποιος από το (πρόθυμο στις περισσότερες περιπτώσεις) προσωπικό του πλατώ – χειριστές κάμερας, floor manager, φωτιστές κλπ. ή ακόμα και ο αρχισυντάκτης.
.
Αν όμως ο παρουσιαστής αμελήσει, μέσα στην ένταση του, να φέρει μαζί του ένα πλαστικό μπουκαλάκι (τα γυάλινα ποτήρια είναι μόνο για τους καλεσμένους) και αποφύγει να τρέξει τελευταία στιγμή, λαχανιασμένος (το χειρότερο πριν το δελτίο) στο μπαρ, τότε μπορεί και να βρεθεί χωρίς νερό. Ψάχνοντας ποιού ακριβώς δουλειά είναι να φέρει ένα ποτήρι νερό, μπορεί να πέσεις σε ένα ελληνικό “catch 22”: “Μήπως είναι υπεύθυνος ο floor manager”; Όχι. “Μήπως είναι ο διευθυντής παραγωγής;” Όχι. “Ε, τότε ποιός είναι, βρε παιδιά;” “Ο φροντιστής στούντιο”. “Και πού είναι αυτός;” “Δεν υπάρχει. Δεν έχει πληρωθεί ποτέ αυτή η ειδικότητα”….
.
Έτσι, λοιπόν, με την αναλυτική (και συνδικαλιστική) περιγραφή αρμοδιοτήτων, ένα απλό ζήτημα που θα είχε λυθεί σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί, σε μια δημόσια τηλεόραση των νοτίων Βαλκανίων ανάγεται σε σοβαρό πρόβλημα χωρίς άλλη λύση, παρά μόνο με το φιλότιμο και τον “πατριωτισμό των Ελλήνων” – ενδεικτικό των στρεβλώσεων που επιφέρει η δημοσιοϋπαλληλική νοοοτροπία, η οποία αναπτύχθηκε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τα χρόνια της (βαθιάς) μεταπολιτευτικής φούσκας.
.
Έχω γράψει κι άλλες φορές για διάφορα ευτράπελα και στρεβλά, που πηγάζουν από το τοπίο που διαμορφώθηκε σε έναν ραδιοτηλεοπτικό φορέα, που ως ΑΕ με μοναδικό μέτοχο το ελληνικό δημόσιο, θα έπρεπε να είναι απολύτως ανεξάρτητη στη λειτουργία της – κι όχι μια (ακόμα) ΔΕΚΟ. Αντιθέτως, για λόγους πολιτικής χειραγώγησης, πελατειακού κράτους και συνδικαλιστικής αμετροέπειας, η ΕΡΤ έχει συσσωρεύσει πολλές από τις παθογένειες, που χαρακτηρίζουν την οργανωμένη κοινωνία μας: Δημοσιογράφοι, τεχνικοί και διοικητικοί υπάλληλοι εμπίπτουν συλλήβδην στον “δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα”, με όλους τους ασύμβατους για το επάγγελμα περιορισμούς, που απορρέουν από “οργανικές θέσεις” και “κανονισμούς”, την ώρα που οποιοσδήποτε μπορεί ακόμα και τώρα να προσλαμβάνεται και να πληρώνεται ανεξέλεγκτα, μέσω της ανάθεσης μιας εξωτερικής παραγωγής, με την ιδιωτική εταιρεία να τον αμείβει, όπως αναπόφευκτα επιτάσσει η φύση του επαγγέλματος.
.
Οι πολιτικές ηγεσίες και οι διοικήσεις “φουσκώνουν” κατά καιρούς το προσωπικό και τις αμοιβές, προσαρμόζοντας αντίστοιχα και τις φιλοδοξίες τους για επιπλέον κανάλια και παραγωγές, που αναδεικνύουν το έργο ή ενισχύουν και το πορτοφόλι κάποιων. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αρνούνται λυσσαλέα την πολλαπλή αξιοποίηση των εργαζομένων σε διάφορα μέσα και τον όποιον εξορθολογισμό, καθώς όσο περισσότεροι οι υπάλληλοι, τόσο περισσότεροι και οι ψήφοι. Πάνω απ’ όλα, κάθε είδους συμφέροντα, πολιτικά, ανταγωνιστικά ή της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς συνωθούνται για να επιβάλουν το ρουσφέτι τους, είτε είναι διευθυντής, είτε παρουσιαστής, είτε εκπομπή – την ώρα που η ΕΡΤ συστηματικά “τρώει τα παιδιά της” και αρνείται να αναδείξει και να υποστηρίξει τα πρόσωπα που πραγματικά την τιμούν. Κάθε είδους πολιτικός σχηματισμός (και πρόσωπο), σύλλογος, οργανισμός πιέζει για να καλυφθεί η εκδήλωση του στις ειδήσεις, η Βουλή για να μεταδίδονται οι συνεδριάσεις της (παρά το γεγονός ότι υπάρχει ειδικό κανάλι, χωρίς όμως πανελλήνια εμβέλεια), τα ιδιωτικά κανάλια για να πάρουν τζάμπα το υλικό που τους εξασφαλίζει (νόμιμα ή παράνομα) η ΕΡΤ (που υποχρεούται να καλύψει κάθε πολιτική εκδήλωση), χωρίς φυσικά να της εκχωρούν το δικαίωμα να παίζει στα ίσα στη διαφημιστική αγορά ή στην εξασφάλιση αθλητικών μεταδόσεων. Η ΕΡΤ είναι ένα πεδίο πλουτισμού κι ένας σάκος του μποξ, για όλους.
.
Πολλές από τις παθογένειες αποτελούν πια παρελθόν: Οι σκανδαλώδεις αμοιβές που σόκαραν το πανελλήνιο στο τέλος της εποχής Καραμανλή και Ρουσόπουλου περιορίζονται εδώ και τρία χρόνια από ένα πλαφόν-κέρβερο, των 4 χιλιάδων ευρώ μεικτά, που αγγίζεται μόνο από λίγα, πολύ υψηλόβαθμα στελέχη. Οι αργόμισθοι δημοσιογράφοι είναι πια περιορισμένοι σε κάποιες πολύ ιδιαίτερες ή γραφικές περιπτώσεις. Το προσωπικό μόνο πλεονάζον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς οι στρατιές των εκατοντάδων συμβασιούχων έχουν εκλείψει και εκατοντάδες επίσης έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης. Πολλές λειτουργίες έχουν εξορθολογιστεί, οι ισολογισμοί είναι πλέον πλεονασματικοί (εις βάρος φυσικά των αμοιβών που είναι εξευτελιστικοί για κάποιες ειδικότητες, όπως του παρουσιαστή), οι δραστηριότητες της ΕΡΤ στις νέες τεχνολογίες και στην τεκμηρίωση επεκτείνονται, με θεαματικά αποτελέσματα. Εξακολουθούν να υπάρχουν η λουφαδόρα μακιγιέζ, δακτυλογράφος ή ηχολήπτρια που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά της, ο θρασύς, απροετοίμαστος και αγράμματος δημοσιογράφος, η περιφερόμενη αισθητική προσβολή, οι απαράδεκτοι προϊστάμενοι και διευθυντές, οι λάθος αποφάσεις. Πολλά μένει ακόμα να διορθωθούν – και μπορούν.
.
Διαβάζω ή δέχομαι κι εγώ συχνά την αυστηρή κριτική κατά της ΕΡΤ και τις κραυγές για το κλείσιμο της. Η ρητορική συνήθως βασίζεται στα όσα μικρά ή μεγάλα “εγκλήματα” έχουν κατά καιρούς γίνει – και είναι κατά τη γνώμη μου άδικη. Άδικη, γιατί ξεχνάει το πόσο εξαιρετικά αποτελέσματα μπορεί να έχει όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, όταν το πλαίσιο λειτουργεί σωστά. Άδικη, γιατί βασίζεται στην ιδέα ότι οι ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες δεν πρέπει να παρέχονται από δημόσιο φορέα – κι ότι “το κράτος δεν βελτιώνεται”. Λάθος, κατά τη γνώμη μου, καθώς το ευρωπαϊκό μοντέλο με τις αρκετές εξαιρετικές δημόσιες τηλεοράσεις, που καθορίζουν την αγορά και “σέρνουν” τον ανταγωνισμό στην ποιότητα, είναι το επιθυμητό (δεν είναι “κουτόφραγκοι” οι Ευρωπαίοι) – και πολύ καλύτερο από το αμερικανικό, όπου υπάρχει μόνο η προαιρετική ενίσχυση της “public tv”.
.
Κυρίαρχο σημείο κριτικής είναι βεβαίως το υποχρεωτικό ανταποδοτικό τέλος των 50 ευρώ το χρόνο, κάτι που θεωρείται “αφαίμαξη” της αγοράς, ειδικά σε περίοδο κρίσης, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη οικονομική αντίληψη. Πράγματι, θα ήταν ευχής έργο να επιβάλλεται το τέλος, μόνο σε όσους έχουν τηλεόραση ή ραδιόφωνο, αντιστοίχως με ότι γίνεται στη Βρετανία – οι μηχανισμοί όμως απουσιάζουν στην Ελλάδα και τα φοροκλεπτικά ήθη δεν θα το επέτρεπαν ποτέ. Αυτό που δεν ξέρουν όσοι κατηγορούν ότι “η ΕΡΤ σπαταλάει κάθε χρόνο 300 εκατομμύρια” είναι ότι το ανταποδοτικό τέλος πολύ συχνά δεν πηγαίνει ολόκληρο στην ΕΡΤ (ώστε να μπορούσε να μειωθεί με χρηστή διοίκηση και περιορισμό δραστηριοτήτων), αλλά το πλεόνασμα επιχειρείται συχνά να εξυπηρετήσει τις τρύπες του κρατικού προϋπολογισμού, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
.
Οι υποστηρικτές αυτών των απόψεων, ξεχνούν επίσης να βάλουν στη ζυγαριά το πόσο εξισορροπούν τον (τόσο υποβαθμισμένο) δημόσιο διάλογο και την ενημέρωση σε αυτή τη χώρα, τα δελτία ειδήσεων που είναι πραγματικά πολυσυλλεκτικά δελτία – και όχι “τηλεκαφενεία” που επιδιώκουν τις κοκορομαχίες, με απαράδεκτα σπικάζ και μουσικές επενδύσεις στα ρεπορτάζ, διεθνείς ειδήσεις περιορισμένες στο τέλος του δελτίου και φουλ κιτρινισμό. Επίσης, ξεχνούν την πλειάδα αξιόλογων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών πάσης φύσεως (με έμφαση στην ενημέρωση) που προσφέρει η ΕΡΤ, ακόμα κι αν δεν χαίρουν πολλές φορές υψηλής θεαματικότητας και ακροαματικότητας – που δεν είναι όμως το μόνο κριτήριο για την κοινωνική χρησιμότητα τους και την προσφορά τους στον πολιτισμό. Ξεχνούν ότι ευρωπαϊκή χώρα χωρίς σταθμό κλασσικής μουσικής (και χωρίς τζαζ σταθμό θα προσέθετα), δε νοείται. Ότι ο (μοναδικός στη world μουσική) πολυπολιτισμικός και αντιρατσιστικός Kosmos 93,6, μέχρι την απόσυρση της ΕΡΤ από τις μετρήσεις, κατείχε δεσπόζουσα θέση στον χώρο των μουσικών ραδιοφώνων, με περίπου 7%. Ότι η ΕΡΤ παρέχει στήριξη και υπηρεσίες προς μετανάστες και απόδημους, προάγει τη σοβαρή μουσική με ορχήστρες και χορωδία, υποστηρίζει την κινηματογραφική παραγωγή και εμπλουτίζει συνεχώς το ραδιοτηλεοπτικό αρχείο της χώρας, πολύτιμο για την ιστορία της. Κι όλα αυτά με τα 50 ευρώ ετησίως, ανά λογαριασμό, που ακόμα σε συνθήκες κρίσης, δεν είναι πολλά.
.
Ξεχνούν επίσης ότι ο πολίτης-καταναλωτής πληρώνει και τα ιδιωτικά κανάλια, μέσω του διαφημιστικού προϋπολογισμού των προϊόντων – στον οποίο θα μπορούσε να βασιστεί και η ΕΡΤ (που εξασφαλίζει μόνο το 10% των εσόδων της από τη διαφήμιση), αν προχωρούσε η εξυγίανση της στρεβλής διαφημιστικής και ραδιοτηλεοπτικής αγοράς, που πολύ συχνά παίζει “κάτω από το τραπέζι”, όταν τα διαπλεκόμενα συμφέροντα δεν πιέζουν για το ολοκληρωτικό κλείσιμο της ΕΡΤ, το οποίο βεβαίως θα ευνοούσε τα συμφέροντα τους και θα τους άφηνε ελεύθερο το πεδίο, σε μια ολοένα και συρρικνούμενη αγορά. Γι αυτό και θεωρώ ότι ήταν λάθος η σκέψη της κυβέρνησης Παπανδρέου να αποσυρθεί η ΕΡΤ από τη διαφήμιση – αντιθέτως, οι προσπάθειες πρέπει να κινηθούν προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, την κατεύθυνση της μείωσης του τέλους και της ελάφρυνσης της κοινωνικής επιβάρυνσης.
.
Κάποιες φωνές, όπως αυτή του δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη, αμφισβήτησαν ακόμα και τη χρησιμότητα της ύπαρξης της ΕΡΤ, κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας του περασμένου χειμώνα, δείχνοντας πόσο αγνοούν τη ραδιοτηλεοπτική πραγματικότητα (κάκιστα βεβαίως ο Μανδραβέλης παραπέμφθηκε από συνδικαλιστικούς εκπροσώπους της ΕΡΤ για τα άρθρα του και κακώς καταδικάστηκε από το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, για την έστω λανθασμένη κριτική του). Μάλιστα, σε μια συζήτηση που είχαμε στο twitter, o ίδιος μου προέβαλε το πιο αταίριαστο για τις ιδέες του, παλαιοκομματικό επιχείρημα: “Μα διαμαρτυρήθηκε κανείς, μαζεύτηκαν υπογραφές, που δε λειτουργεί η ΕΡΤ;” Μόνο που το ραδιοτηλεοπτικό κοινό στη σύγχρονη εποχή δεν λειτουργεί ως “συνδικαλιστικός φορέας”, για να διαμαρτυρηθεί με αυτόν τον τρόπο. Αντιθέτως, το μέτρο είναι η απήχηση των ραδιοτηλεοπτικών προϊόντων, όταν αυτά εκπέμπονται.
.
Το κοινό βέβαια έχει δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί για υπηρεσίες που δεν λαμβάνει, αν κρίνει ότι αυτό που του “επιστρέφεται” δεν είναι επαρκώς καλό ή ότι οι απεργιακές κινητοποιήσεις ξεφεύγουν από το μέτρο – όπως και πολλοί δημοσιογράφοι της ΕΡΤ διαμαρτυρηθήκαμε για τον ίδιο λόγο. Οι πολίτες όμως σε αυτή τη χώρα είναι πολύ πιο έξαλλοι για το απίστευτο φαγοπότι των αμοιβών των 25 και 30 χιλιάδων ευρώ το μήνα, που μοίρασαν και έλαβαν μέχρι το 2009 (άκρως υπερτιμημένα) στελέχη, τα οποία σήμερα έχουν βρει φιλόξενο καταφύγιο στο σταθμό του Φαλήρου, πρωταγωνιστώντας στις επικρίσεις κατά της ΕΡΤ – και τους οποίους ο Πάσχος Μανδραβέλης, ως ομόσταυλος, φυσικά δεν μπορεί να επικρίνει.
.
Ωσάν η ζωή να έφερε μόνη της την απάντηση στη σωστή στιγμή, η απήχηση της (τηλεοπτικής τουλάχιστον) ΕΡΤ πολλαπλασιάστηκε θεαματικά το τελευταίο τρίμηνο πριν την καλοκαιρινή ανάπαυλα, στη διάρκεια των προεκλογικών αναμετρήσεων και ως το τέλος Ιουνίου – ακριβώς δηλαδή την κρίσιμη στιγμή, που ένας δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός καλείται να υπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο και το αγαθό της ενημέρωσης. Οι λόγοι πολλοί και ουσιαστικοί: Κρατώντας αποστάσεις από όλους και παρά τις (αέναες) παρεμβάσεις, οι δημοσιογράφοι της ΕΡΤ συνέθεσαν ένα πολυσυλλεκτικό τοπίο προσέγγισης της πολιτικής αντιπαράθεσης, χωρίς να υποστηρίζουν ή να αδικούν κανένα, στον τελικό απολογισμό. Με αλλεπάλληλες εκπομπές, κουραστικά ωράρια και υπερπροσπάθεια του μηχανισμού, έδωσαν βήμα (εξαντλητικά) σε όλους. Με την κινητοποίηση όλου του ανθρώπινου δυναμικού (που έτσι απέδειξε την αξία των πολλών κόντρα στην ανεπάρκεια των λίγων), τα πρόσωπα της ΝΕΤ που έχαιραν της εκτίμησης του κοινού (όλως τυχαίως αυτά που πολέμησε κι όχι αυτά που προσπάθησε να επιβάλει η κομματική μετριοκρατία, όσο κι αν προσπαθεί να επωφεληθεί εκ των υστέρων από την επιτυχία) έκαναν αλλεπάλληλες εκπομπές και δελτία με ζηλευτά σκορ, που έφταναν και τους 700 χιλιάδες τηλεθεατές (7% μικρό νούμερο, για όσους ξέρουν να διαβάζουν τηλε-μετρήσεις), φτάνοντας και πάλι τα επίπεδα της επιτυχίας της “χρυσής εποχής” του 2003, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ. Και πάνω από όλα, εκμεταλλευόμενη και την απέχθεια του τηλεοπτικού κοινού για τη χειραγώγηση και το στυλ ιδιωτικών καναλιών, η ΕΡΤ (αυτή η “κρατική τηλεόραση”, στην οποία αναφέρονται με τόση περιφρόνηση) πέρασε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρώτη σε θεαματικότητα, στη διάρκεια της εκλογικής βραδιάς, σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο τεστ για την εμπιστοσύνη του τηλεοπτικού κοινού. Το κοινό απάντησε με σαφήνεια ότι επιθυμεί όχι μόνο την ύπαρξη, αλλά και την πρωτιά της ΕΡΤ.
.
Μπροστά στο ζοφερό τοπίο της περαιτέρω συρρίκνωσης της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς (που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε συγχωνεύσεις ή και κλείσιμο άλλοτε κραταιών καναλιών και ραδιοφώνων), αλλά και στις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις (που δεν θα εγκαταλείψουν τη χώρα μας πιθανώς για πολλά χρόνια), ο ρόλος της ΕΡΤ ξεπροβάλλει, ακόμα μια φορά, ιδιαίτερα σημαντικός και πρωταγωνιστικός. Αν δεν γίνουν κεφαλαιώδη λάθη από τη νέα διοίκηση (και δυστυχώς από την πολιτική ηγεσία που καθορίζει τα πράγματα), είναι και πάλι η ώρα της ΕΡΤ να ανταποκριθεί έμπρακτα στην πρόκληση και να φανεί αντάξια των προσδοκιών του κοινού, που την χρηματοδοτεί (και στο οποίο ανήκει).
.
Ευρισκόμενος κι εγώ, όπως όλοι στην ΕΡΤ, για μια ακόμη φορά μπροστά στη διαδικασία αλλαγής διοίκησης και διευθυντών, ομολογώ ότι έχω κουραστεί να είμαι στο ίδιο έργο θεατής. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσουν δια παντός οι προσπάθειες πολιτικών παραγόντων (και πρώην συναδέλφων “της σφαλιάρας”) να επιβάλουν προσωρινά (γιατί μόνιμα δεν μπορούν) τους ανθρώπους τους ή και τους ίδιους τους εαυτούς τους, στο πρόγραμμα της ΕΡΤ. Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει η άνευ καμίας αξιολόγησης τοποθέτηση (ή διατήρηση) ανθρώπων σε κάποιες θέσεις – και σε αυτό πρέπει επιτέλους να συναινέσουν εργαζόμενοι και συνδικαλιστές, μόνο και μόνο για το συμφέρον των άξιων και των εργατικών, που προσβάλλονται βαθύτατα από την αναξιοκρατία (δίνοντας έτσι και απάντηση σε όσους επικρίνουν όλους τους εργαζόμενους ως αποτέλεσμα ρουσφετιού – που δεν είναι). Και κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει η τοποθέτηση “κολλητών” και “κηφήνων”, που συνωθούνται στα κομματικά γραφεία για μια “αρπαχτή”, χωρίς αξία ή γνώση της δημοσιογραφικής και ραδιοτηλεοπτικής δουλειάς, σε κρίσιμες θέσεις. Όλα αυτά δεν είναι «προνόμιο» της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, συμβαίνουν κατά κόρον και στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά η ΕΡΤ δεν είναι ούτε των κυβερνητικών διοικήσεων (που έρχονται και παρέρχονται, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια), ούτε των συνδικαλιστικών ηγεσιών (που παγίως θέλουν να συνδιοικούν), είναι για να δίνεται η δυνατότητα οι πιο άξιοι να αποδίδουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το κοινωνικό σύνολο.
.
Κάποια στιγμή, η ΕΡΤ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί και να επενδύσει στο σταθερό της δυναμικό – το επιβάλλουν μόνο και μόνο οι κρίσιμες πολιτικές διαμάχες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Υπάρχει ήδη έτοιμο ένα εργαλείο, η μελέτη της επιτροπής Αλιβιζάτου, για το πώς η Ελλάδα θα αποκτήσει έναν ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, με ανεξάρτητη τοποθέτηση του Διοικητικού Συμβουλίου και χωρίς ομφάλιους λώρους με κόμματα και συμφέροντα, που θα προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό, συμμάζεμα και χρηστή διαχείριση, εξάλειψη της σπατάλης και κυρίως αξιολόγηση και αξιοκρατία. Η κρίση και η συγκυβέρνηση είναι ευκαιρία, που δεν πρέπει να χαθεί.
.
Στο βιβλίο του, “Το ημερολόγιο της κρίσης”, ο Παύλος Τσίμας περιγράφει πώς η ελληνική κοινωνία, (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έπρεπε να ξέρουν, των δημοσιογράφων), αγνοούσε τους κινδύνους για την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, μετά την κατάρρευση των Lehman Brothers και την χρεοκοπία της Ουγγαρίας. Το επιβεβαιώνουν η επικρατούσα ειδησεογραφία της εποχής, αλλά και οι πολιτικοί συντάκτες, που δεν καταλάβαιναν γιατί το πρώτο ταξίδι του τότε νεοεκλεγέντος πρωθυπουργού, το 2009, προγραμματίστηκε για τη Βουδαπέστη. Η αμεριμνησία μιας ολόκληρης κοινωνίας έχει σχέση και με την πληροφόρηση που (επιθυμεί να) δέχεται. Και η ενημέρωση στην Ελλάδα, που ακόμα κατά κύριο λόγο περνάει από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, πρέπει να αποκτήσει τη διεθνή ματιά που είχε πάντοτε η ΝΕΤ – και όχι την εσωστρεφή που προήγαγαν πάντοτε τα ιδιωτικά μέσα. Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο, να βγούμε από την κρίση – και να μην ξαναβρεθούμε μπροστά σε μια επόμενη…
.
O Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com