Η απόφαση για την Κύπρο του Eurogroup της Δευτέρας έχει ένα ιδιαίτερα σημαντικό «τεχνικό» κομμάτι. Επιχειρείται όσο πιο καθαρά γίνεται η διάρρηξη του φαύλου κύκλου δημόσιου χρέους – τραπεζών. Η εξυγίανση του τραπεζικού τομέα γίνεται αναλώμασι των ιδίων των τραπεζών. Η ζημία επιμερίζεται στους μετόχους, δανειστές και μεγαλοκαταθέτες. Η παρέμβαση περιορίζεται στις «προβληματικές» τράπεζες μόνον. Δεν χρησιμοποιούνται δημόσιοι ή κοινοτικοί πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση. Η εγγύηση των καταθέσεων μέχρι €100.000 επιβεβαιώνεται. Ο διαχωρισμός δημόσιου χρέους – τραπεζών απαιτεί δυστυχώς και την ανάληψη των υποχρεώσεων προς το ευρωσύστημα, τα €9,2 δισ. του ELA προς τη Λαϊκή Τράπεζα. Το πάγωμα της απαίτησης και η εγγύηση της ρευστότητας από την ΕΚΤ είναι οι αποφασιστικές κινήσεις Ντράγκι που εντάσσουν το πρόγραμμα εξυγίανσης των κυπριακών τραπεζών στη φιλοσοφία τής (μελλοντικής – από το 2014) ενοποιημένης τραπεζικής αγοράς. Η έκταση του προβλήματος των δύο τραπεζών, Λαϊκής και Κύπρου, είχε συνέπεια το κούρεμα των καταθέσεων πάνω από €100.000 και την αμφίβολης αξίας υποχρεωτική μετατροπή καταθέσεων σε μετοχές. Το πάγωμα των καταθέσεων στην Τράπεζα Κύπρου μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, εκτός από την αβεβαιότητα στο βάθος του κουρέματος, προκαλεί σειρά δυσάρεστων προφανών παρενεργειών. Δεν είναι σαφές σε πόσο καλύτερη θέση θα βρεθούν τελικά οι μεγαλοκαταθέτες της Τράπεζας Κύπρου που διεσώθη έναντι αυτών της Λαϊκής που σπάει σε καλή και κακή τράπεζα. Η εξυγίανση δεν είναι δυνατόν να γίνει αναίμακτα – θύματα θα υπάρξουν. Το σημαντικό εν προκειμένω είναι η αποφυγή εγγραφής στον κρατικό προϋπολογισμό του τραπεζικού χρέους.
Η αναδιάρθρωση και η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου θα έχουν βαριές επιπτώσεις στους πολίτες της χώρας. Η συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού τομέα στο ΑΕΠ της χώρας ήταν περίπου 42%. Η συρρίκνωση των τραπεζών και η αναμενόμενη εκροή κεφαλαίων θα έχουν αποτέλεσμα σημαντική μείωση του ΑΕΠ. Παράπλευρη απώλεια θα είναι ο κατασκευαστικός τομέας, άμεσα εξαρτώμενος από το τραπεζικό σύστημα. Το άμεσο μέλλον διαγράφεται ζοφερό για τους κύπριους πολίτες, με την ανεργία αλλά και τη διαφαινόμενη συντριβή της επερεκτεθειμένης σε τραπεζικό δανεισμό μεσαίας τάξης να είναι οι εφιάλτες της κοινωνίας. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές που θα εφαρμοσθούν.
Αντίθετα με την επικρατήσασα άποψη, πιστεύουμε πως το στοίχημα του «χρηματοπιστωτικού κέντρου» δεν έχει χαθεί – παραμένει στοίχημα. Η χαμηλή, και μετά την αύξηση, φορολογία του 12,5% εξακολουθεί να είναι κίνητρο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στο νησί, ακόμη και μετά το κούρεμα των εταιρικών διαθεσίμων. Η αποφυγή φορολόγησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι κίνητρο μεταφοράς κεφαλαίων προς και από τη ζώνη του ευρώ. Η αποκατάσταση της σταθερότητας και αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος και η εγγυημένα αυστηρή εποπτεία είναι προϋποθέσεις για τη διατήρηση ενός σημαντικού μέρους των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.
Αμεση προτεραιότητα της κυπριακής κυβέρνησης είναι η εκπόνηση, σε συνεργασία με την τρόικα, του κυπριακού Μνημονίου. Πρέπει να βγουν όλοι οι σκελετοί από τα ντουλάπια και να σταματήσει το κρυφτούλι με τις αποκρατικοποιήσεις, τα επιδόματα, την προστασία πελατειών. Η διατήρηση του ύψους της δανειακής διευκόλυνσης στα €10 δισ., χωρίς την υποχρέωση ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, δίνει μια ανάσα (εάν οι συνθήκες δεν έχουν διαφοροποιηθεί δραματικά τις τελευταίες εβδομάδες) και ένα μαξιλάρι περί τα €3 δισ. το οποίο μπορεί να κατευθυνθεί για την αναθέρμανση της οικονομίας.
Αντίθετα με τις ανευθυνότητες περί ηρωικής εξόδου από το ευρώ ή τις σοφιστείες τύπου «εντός ευρώ, εκτός τρόικας», η κυπριακή κυβέρνηση κατάφερε να επιτύχει – με τεράστιο κόστος, αναμφίβολα – τον πιο σημαντικό στόχο: την παραμονή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη. Εκτός των υπερεθνικών κοινοτήτων, το ακόμη διαιρεμένο νησί διακινδύνευε όχι το βιοτικό επίπεδο που κατακτήθηκε τα τελευταία 38 χρόνια, αλλά την ίδια την ύπαρξή του. Ούτε καν ο υποθαλάσσιος πλούτος που (ελπίζουμε ότι όντως) έχει βρεθεί είναι σίγουρο πως θα μπορούσε να καταλήξει να είναι ο εθνικός πλούτος που φανταζόμαστε. Το ζήτημα είναι εάν θα αντέξει η κυπριακή κοινωνία τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις. Ολοι ευχόμαστε ο Πρόεδρος, η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Από μιας αρχής, το μόνο σίγουρο ήταν πως η επόμενη ημέρα θα ξημέρωνε. Η επόμενη ημέρα ήλθε και 700.000 άνθρωποι έχουν να ζήσουν τη ζωή τους σε νέες συνθήκες.
Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia