Στις 23 Ιουλίου 1928 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» η ομιλία – κυβερνητικό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου, το οποίο εφαρμόσθηκε τη χρυσή τετραετία 1928-1932 με απώτερο στόχο τον Αστικό Εκσυγχρονισμό της χώρας. Σε αυτήν, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι «. . . αλλά θα στηρίξωμεν ακόμη αποτελεσματικώτερον το κοινωνικό καθεστώς δια της επιβαλλομένης αμέσου και ριζικής μεταρρυθμίσεως του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Εφ’ όσον εκατοντάδες σχολείων της κλασσικής λεγόμενης εκπαιδεύσεως εξακολουθούν να εξαπολύουν κατ’ έτος χιλιάδες νέων ατελέστατα συνήθως μορφωμένων, ανικάνων ουσιαστικώς δια κάθε παραγωγικήν εργασίαν, το μέλλον μας δεν ημπορεί παρά να είναι σκοτεινόν και το Κράτος εργάζεται προφανώς δια να παρασκευάσει τον μέλλοντα στρατόν της κοινωνικής ανατροπής». Ο εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και μετέπειτα υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου αναφερόταν το 1929 στο «προλεταριάτο του κολάρου» και στον «εσμό των θεσιθήρων», υπονοώντας ότι οι πλείστοι των αποφοίτων αυτών, λόγω έλλειψης επαγγελματικών προσόντων, θα κατέφευγαν στην με κάθε τρόπο εξασφάλιση μιας θέσης στο Δημόσιο (δείτε Γιώργος Μαυρογορδάτος «Μετά το 1922: η παράταση του διχασμού», σελ. 335-337). Το σημαντικό είναι ότι ο Βενιζέλος και οι υπουργοί του θεωρούσαν αυτό το φαινόμενο ως μία μορφή υπονόμευσης της αστικής δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1928-1932 μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των φοιτούντων στα Γενικά Γυμνάσια και στα Πανεπιστήμια (ΕΚΠΑ και ΑΠΘ) και Ανώτατες Σχολές (ΕΜΠ, ΑΣΟΕΕ, ΠΑΣΠΕ, Ανωτάτη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών, ΑΒΣΠ και ΑΒΣΘ), αλλά αυξήθηκε ο αριθμός των επαγγελματικών και τεχνικών σχολών, ιδιαίτερα αυτές, που είχαν σχέση με τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία και τα τρόφιμα.
Στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα, αντιθέτως, ιδρύθηκαν 24 πανεπιστήμια και 16 ΤΕΙ, τα οποία μειώθηκαν τελικώς σε 22 και 14, αντιστοίχως, αφού ιδρύθηκαν 5 νέα τμήματα (Σεπτέμβριος 2012). Σε μία ομιλία του στην Αθήνα το 2014 ο Σταμάτης Κριμιζής ανέφερε ότι η Ελλάδα παράγει 12πλάσιους δικηγόρους, 10πλάσιους γιατρούς και 6πλάσιους μηχανικούς από όσους θα χρειαζόταν μία κοινωνία των 11 εκατομμυρίων.
Αυτό είχε επισημανθεί και από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ανέφερε στον «Απολογισμό της Τετραετίας της Κυβερνήσεως Βενιζέλου», σελ. 189: «Όπως είναι γνωστόν, η χώρα μας υποφέρει από υπερπληθωρισμόν επιστημόνων. Όχι μόνον τα Γυμνάσια, αλλά και τα Πανεπιστήμιά μας εδημιούργουν κατ’ έτος εις χιλιάδας τους «εγγράμματους» και τους επιστήμονας, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι ή να μείνουν άνεργοι ή να κερδίζουν ελάχιστα».
Σήμερα, διαπιστώνουμε με τον πλέον τραγικό τρόπο τις επιπτώσεις αυτής της αβελτηρίας και του ασυγκράτητου λαϊκισμού, που άρχισε από όλες τις κυβερνήσεις μετά το 1985 και ολοκληρώνεται με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ. Ας πούμε, επιτέλους, την αλήθεια. Η μετανάστευση των 450.000 νέων επιστημόνων δεν οφείλεται μόνον στην χρεοκοπία της χώρας μετά το 2009. Οφείλεται, πρωτίστως, στη διαπίστωση του Σταμάτη Κριμιζή το 2014. Οφείλεται στην απραξία των κυβερνήσεων να διαπιστώσουν αυτήν την τραγική αλήθεια, την οποία περιέγραψα με παράθεση στοιχείων τον Φεβρουάριο 2010 σε μία τεκμηριωμένη μελέτη, η οποία κατατέθηκε στη Σύνοδο Πρυτάνεων και στην τότε υπουργό παιδείας. Οφείλεται στην απενεργοποίηση μίας σημαντικής διάταξης του νόμου Διαμαντοπούλου (ν. 4009/2011, άρθρο 8), βάσει της οποίας προβλεπόταν η κατάργηση και συγχώνευση ιδρυμάτων, βάσει ενός νέου Χωροταξικού Χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Οφείλεται στην υπονόμευση και υποβάθμιση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, η οποία δεν αναβαθμίζεται με την ένταξη τμημάτων ξυλουργών, βρεφονηπιοκόμων, οδοντοτεχνιτών και ανθοκόμων στα Πανεπιστήμια.
Όπως είχε επισημάνει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η εκπαίδευση περισσότερων από όσους χρειάζεται η χώρα γιατρών, δικηγόρων, θεωρητικών και μη επιστημόνων αφαιρεί πολίτες από την εκπαίδευσή τους και στη συνέχεια την επαγγελματική απασχόλησή τους σε επαγγέλματα χρήσιμα και παραγωγικά.
Στο συνέδριο «Η Ελλάδα Μετά», που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών (Ευάγγελος Βενιζέλος) τον Ιούνιο 2017, παρουσιάσθηκαν προτάσεις για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση στην Ανωτάτη Εκπαίδευση, οι οποίες πρέπει να είναι άμεσες, ώστε να δούμε την αλλαγή σε βάθος μιας δεκαετίας από σήμερα. Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο άρθρο του Ιουνίου 2017.
Όμως, ουδεμία ή πολύ χλιαρή αντίδραση υπήρξε από τον πολιτικό κόσμο, όταν καταργήθηκαν τα Πρότυπα Σχολεία, αυξήθηκε ο αριθμός εισακτέων στα ΑΕΙ, επανήλθαν 176.000 αιώνιοι φοιτητές, καταργήθηκε δια νόμου η αξιολόγηση κατ’ απαίτηση των συνδικάτων των δημοσίων υπαλλήλων, ο προαγωγικός βαθμός στην Μέση Εκπαίδευση μειώθηκε σε 9,5/20, επιτρέποντας 2/20 στα Μαθηματικά και 19/20 στα Θρησκευτικά, δύο ΤΕΙ προήχθησαν στο Πανεπιστήμιο Δυτ. Αττικής, ενώ τώρα προετοιμάζεται η ενσωμάτωση ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια (ΤΕΙ Ιονίων Νήσων στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ΤΕΙ Χαλκίδα και Θήβας στο ΕΚΠΑ, ΑΣΠΕΤΕ στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ.λπ.), ιδρύονται νέα τμήματα Νομικής (Πανεπιστήμιο Πατρών), Μηχανικών (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), Οικονομικών (Ιόνιο Πανεπιστήμιο) κ.α.
Έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί ότι είμαστε προτελευταίοι στην Τεχνολογική και πρώτοι στην Γενική και Θεωρητική Εκπαίδευση ανάμεσα στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ (Education at a Glance, OECD Indicators 2015). Όμως, όλοι κωφεύουν μπροστά στο δέλεαρ της θώπευσης των ώτων των μελλοντικών ψηφοφόρων.
Όλα αυτά τα φαινόμενα εντάσσονται στο πλαίσιο της βαθιάς πολιτισμικής κρίσης, η οποία μαστίζει την κοινωνία μας. Η αναλαμπή του 2000-2004 ήταν παροδική. Όπως παροδική ήταν και η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος στο χρονικό διάστημα 2009-2012. Είναι οι «Αναλαμπές», όπως θα έλεγε και ο Νίκος Θέμελης εάν ζούσε, σε μία συνεχιζόμενη πορεία Εθνικού Διχασμού. Ενός Διχασμού, ο οποίος διαρκεί από το 1915 έως σήμερα, με απειροστά διαστήματα διαλειμμάτων, και τρώει τα σωθικά της χώρας. Μιας χώρας στο ρόλο του νέου Προμηθέα.
Η κύρια ευθύνη για αυτό το ανοσιούργημα πέφτει στην κυβέρνηση, στους αμαθείς και ιδεοληπτικούς υπουργούς και στον ανιστόρητο πρωθυπουργό.
Μεγάλο μέρος της ευθύνης αναλογεί και σε εκείνους τους πρυτάνεις, οι οποίοι πέφτουν στην παγίδα του λαϊκισμού της κυβέρνησης, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα αυξήσουν την επιρροή και τη δύναμή τους.
Ευθύνες έχουν και οι καθηγητές αυτών των Ιδρυμάτων, οι οποίοι, αντί να υψώσουν το ηθικό και ακαδημαϊκό ανάστημα, που οφείλουν να έχουν, απεμπολούν και προδίδουν τις ακαδημαϊκές αξίες, ζώντας με τις ονειρώξεις της προσωπικής προσόδου.
Τέλος, δεν είναι άμοιρες ευθυνών οι πολιτικές δυνάμεις της Αντιπολίτευσης, οι οποίες, από φόβο μήπως και δυσαρεστήσουν τα πλήθη επιδόξων ψηφοφόρων, δεν καταγγέλλουν την γένεση αυτών των τεράτων, τα οποία ετοιμάζονται να κατασπαράξουν ό,τι απέμεινε από τη χώρα μας.