Με την ευκαιρία της επίσκεψης Ομπάμα στην Αθήνα πολλοί θυμήθηκαν την αντίστοιχη επίσκεψη Κλίντον το 1999 και βεβαίως την στάση τότε της Αριστεράς και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ.
Κι όμως από τότε κάποιοι είχαν διαφορετική αντίληψη για το ρόλο των Αμερικανών και τις σχέσεις τους με Ελλάδα και Ευρώπη.
Ως βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ έγραφα τότε στην Ελευθεροτυπία στις 23/11/1999, υπό τον τίτλο «Ο αντι-αμερικανισμός σήμερα (ιδεοληψίες και πλάνες)» μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Η ένταση και η φόρτιση, που συσσωρεύονταν πάνω από τον ουρανό της Αθήνας τις μέρες της αναμονής του προέδρου των ΗΠΑ στη χώρα μας, επόμενο και φυσικό ήταν, να εκτονωθεί. Εξελίσσονταν σαν χρονικό ενός δράματος προαναγγελθέντος κι ήταν ρομαντικό να φανταζόμαστε άλλη κατάληξη απ’ αυτήν που είχε. […]
Μια κοινωνία βαθιά πολιτικοποιημένη, όπως η ελληνική, με ευρύτατα διαδεδομένη την αντίληψη πως διαθέτει, μόνη αυτή, τη σφραγίδα δωρεάς, άνωθεν και παλαιόθεν, ταγμένη άρα για ρόλο ξεχωριστό, «ανάδελφον έθνος» πανταχόθεν βαλλόμενο, είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει από τα απλουστευτικά σχήματα που καλλιεργεί η γοητεία των συμβολισμών. Κι όταν καλείται να επαναπροσδιορίσει τη στάση και τη θέση της σε μια πραγματικότητα που ξεπερνά την αναγνωρίσιμη βεβαιότητα του παρελθόντος, καταφεύγει σε βολικά στερεότυπα και δοξασίες για Μεσσίες και Διαβόλους. Η επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ, του «πλανητάρχη» όπως συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε, που εξ αντικειμένου ενσαρκώνει την αλαζονεία του παγκόσμιου μονοκράτορα, είναι φυσικό να συμπυκνώνει τη μέγιστη πρόκληση, να δοκιμάζει και να βασανίζει τα αντανακλαστικά των πολιτικών δυνάμεων και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τη σχέση τους με την ικανότητα προσδιορισμού και προώθησης της αυριανής Ελλάδας. […]
Η συνάντηση -μοιραία πάντα- της παραδοσιακής αντιδυτικής προπαγάνδας ενός μέρους της Αριστεράς, με τον εθνικοπατριωτικό λαϊκισμό, δημιουργούν ένα νέο ασφυκτικό κλίμα για τον ορθό λόγο και την ψύχραιμη προσέγγιση των αναγκών του καιρού μας. Οι πολιτικές δυνάμεις της σύγχρονης Αριστεράς δείχνουν ανέτοιμες (ή και ανίκανες σε προεκλογικό σκηνικό να υπερβούν τα τετριμμένα σύνδρομα, που συναντώνται πια μόνον σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, ανεπιτήδευτο κληροδότημα των παπανδρεϊκών δογμάτων για τη χώρα μας.[…]
Δεν φαίνεται να γίνεται κατανοητό, ότι η χειραφέτηση της Ελλάδας και της Ευρώπης απέναντι ή και ενάντια στις αμερικανικές επιλογές περνά από άλλους δρόμους, λιγότερο δραματικούς και θυμικούς. Για τούτο και ήταν διάχυτη η σύγχυση και οι αντιφατικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν για το ταξίδι του Προέδρου των ΗΠΑ στη χώρα μας. […]
Είδαμε υπεύθυνους πολιτικούς να καταγγέλλουν –δικαίως- τον ιμπεριαλιστικό παρεμβατισμό και την ίδια στιγμή να υφαίνουν την προσδοκώμενη απογοήτευση από την απουσία της παρέμβασής του υπέρ των εθνικών μας θεμάτων. Ο ρόλος του θεωρείται θεμιτός και επιζητείται η παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα ως μοχλού επίλυσης των προβλημάτων με τη γείτονα χώρα, ενώ την ίδια στιγμή νιώθουμε επαναστάτες, αντιαμερικανοί, αντιευρωπαίοι, μοναχικοί ήρωες. […]
… ας ενδιαφερθούμε και για τα όσα κερδίσαμε από τα εσωτερικά γεγονότα, μήπως και γίνουμε σοφότεροι, όσοι τουλάχιστον από μας δεν θεωρούν τους εαυτούς τους μεσσιανικού τύπου πολιτικούς και οιονεί εκφραστές του λαϊκού αισθήματος. […]
Εν κατακλείδι και όσον μας αφορά, σημειώνω για μια ακόμη φορά, πως είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πως η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων του τόπου για τον σχεδιασμό και την από κοινού εξυπηρέτηση των στόχων της εξωτερικής μας πολιτικής, δεν είναι ούτε καπρίτσιο της αντιπολίτευσης, ούτε πολυτέλεια της κάθε κυβέρνησης.