—της Ειρήνης Βεργοπούλου—
Έμιλυ Ντίκινσον (10 Δεκεμβρίου 1830 – 15 Μαΐου 1886)
Η δαγκεροτυπία που τραβήχτηκε το 1846, όταν η δεκαεξάχρονη Emily σπούδαζε για λίγο στην αυστηρή σχολή του Holyoke. Eίναι το πιο αυθεντικό πορτραίτο της ποιήτριας που υπάρχει μέχρι σήμερα. Το πρωτότυπο βρίσκεται στα αρχεία του Amherst College.
“Mr Higginson, are you too deeply occupied to say if my Verse is alive?”
[κ. Χίγκινσον, Θα σας ήταν πολύ κουραστικό να μου πείτε αν ο Στίχος μου είναι ζωντανός;]
Στο ερώτημα αυτό της ανήσυχης δημιουργού προς τον στρατιωτικό και συγγραφέα Thomas Wentworth Higginson, το οποίο του απηύθυνε σε επιστολή της το 1862, όταν εκείνος έκανε πρόσκληση μέσω του περιοδικού Atlantic Monthly σε νέους συγγραφείς να πάρουν θάρρος και να βγουν προς τα έξω, η απάντηση, όχι μόνο του ίδιου, αλλά όλου του λογοτεχνικού κόσμου, ενάμισι αιώνα μετά, είναι ένα βροντερό «ναι, είναι ζωντανός».
Η Emily Elizabeth Dickinson κατέχει σημαντικότατη θέση σε όλη την αγγλόφωνη γραμματεία. Οι καιροί καθώς περνούν δεν της γυρνούν την πλάτη, όπως γίνεται για πάμπολλους άλλους καταξιωμένους, στην εποχή τους, ξεχασμένους όμως μετά. Αντίθετα, αγκαλιάζουν περισσότερο τη γεμάτη κρυφά νοήματα, λεκτικούς ακροβατισμούς, μυστικιστικούς συμβολισμούς και παύλες, πολλές παύλες, ποίησή της. Η απομονωμένη του Amherst, κάτι σαν τοπικός θρύλος στη γειτονιά της όσο ζούσε, αλλά γνωστή τότε πιο πολύ ως φυσιοδίφης παρά ως ποιήτρια, κάθεται ήρεμα εκεί, στα σαλόνια του λογοτεχνικού ουρανού, μαζί με τις Μπροντέ, με την Ώστεν, τον Έμερσον και τον Πόου και τα λένε.
Κόρη του νομικού και πολιτικού Edward Dickinson και της Emily Norcross, μεγάλωσε σε εξέχουσα οικογένεια της Μασαχουσέτης. Είχε δυο αδέλφια, τον William Austin, που θα γινόταν ταμίας του Amherst College, και την Lavinia. Η οικογένεια ζούσε στην έπαυλη The Homestead, στο κέντρο της πόλης Amherst, ενώ όταν αργότερα ο αδελφός της παντρευόταν θα έμενε στο ακριβώς διπλανό κτίριο, στο The Evergreens. [Από το 2003 τα δυο κτίρια πέρασαν στην ιδιοκτησία του Amherst College και έχουν μετατραπεί σε Μουσείο Emily Dickinson, όπου εκτίθενται στο κοινό τα προσωπικά της αντικείμενα, ενώ διοργανώνονται πολλά αφιερώματα και δραστηριότητες για την ποιήτρια]
Η Emily ήταν ένα ήσυχο, καλότροπο παιδί, και της άρεσε πολύ η βοτανολογία. Ασχολούνταν πολύ με τη φύση, με τα λουλούδια, τα οποία εμφανώς της έδωσαν έμπνευση για τα ποιήματά της. Κορίτσι ακόμα, 14 χρόνων, έφτιαξε με μεγάλη επιμέλεια ένα λεύκωμα φυτολογίας με αποξηραμένα άνθη, λεπτομερώς καταγεγραμμένα από την ίδια. Το λεύκωμα αυτό φυλάσσεται με προσοχή στη Βιβλιοθήκη Houghton του πανεπιστημίου Harvard, όπου βρίσκονται πολλά χειρόγραφά της επίσης. Το Πανεπιστήμιο έχει εκδώσει πρόσφατα ένα πανομοιότυπο αντίτυπο του φυτολογίου της.
Η Emily και η αδελφή της Lavinia εστάλησαν για σπουδές στην Ακαδημία του Κολεγίου του Amherst, που μόλις είχε ανοίξει και για κορίτσια. Εκεί η Emily έμεινε για επτά χρόνια και σπούδασε, μεταξύ άλλων, λογοτεχνία, φιλοσοφία και Λατινικά. Μετά, για λίγους μήνες, φοίτησε στην στο Mount Holyoke, αλλά έφυγε γρήγορα — ίσως επειδή δεν της άρεσε ο υπερβολικός συντηρητισμός εκεί ή επειδή υπήρχαν λόγοι υγείας. Ο αδελφός της Austin την έφερε πίσω στο πατρικό τους και από εκεί και έπειτα η Dickinson αφοσιώθηκε στα οικιακά, στην φροντίδα της οικογένειας, στη μαγειρική, στο σπίτι και στον κήπο.
Στα δεκαοκτώ της ένας νεαρός δικηγόρος, ο Benjamin Franklin Newton, που εργαζόταν για τον πατέρα της, την μυεί στις γραφές του Wordsworth και του Emerson. Η Dickinson δεν θα είχε ποτέ δεσμό με άντρα στη ζωή της, αλλά θα ένιωθε σαν φίλους της και μέντορές της μερικούς σημαντικούς για αυτήν ανθρώπους, και ο πρώτος θα ήταν ο Newton. Λίγο πριν πεθάνει από φυματίωση ο Newton, της έστειλε επιστολή όπου έλεγε ότι θα ήθελε να ζήσει και να τη δει να μεγαλουργεί. Με τους φίλους και τις φίλες της, έναν μεγάλο αριθμό στη διάρκεια της ζωής της, θα κρατούσε επαφή βασικά με αλληλογραφία, αφού άλλωστε σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο απρόσιτη στον έξω κόσμο.
Μια σειρά από άκαιρους θανάτους στο ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, οι απώλειες ατόμων που αγαπούσε, όπως της ξαδέλφης της Sophia Holland και του νεαρού διευθυντού της Ακαδημίας του Amherst, του Leonard Humphrey, άρχισαν να επηρεάζουν τον ιδιαίτερο ψυχισμό της και να της προκαλούν μελαγχολίες, Η θεματική του θανάτου αρχίζει να εμφανίζεται στα γραπτά της και κατέχει σημαντική θέση σε όλο το βάθος της ποιητικής παραγωγής της. Στη ζωή της ταξίδεψε ελαχιστότατα. Το 1855 ταξίδεψε μόνο για τρεις εβδομάδες στην Ουάσινγκτον επειδή ο πατέρας της ήταν Γερουσιαστής της Μασαχουσέτης, και λίγο στη Φιλαδέλφεια, όπου και γνωρίστηκε με τον ιερέα Charles Wadsworth με τον οποίο θα κρατούσαν αλληλογραφία μια ζωή.
Η συνέχεια εδώ