Μου
είναι παντελώς άγνωστος ο γέροντας σ? εκείνο το παγκάκι στο παρκάκι κοντά στο
σπίτι μου, που το περπατάω σχεδόν καθημερινά. Κάθεται στο ίδιο πάντα σημείο,
σαν τους κουρασμένους ναυτικούς του Τσαρούχη, μόνο που εκείνοι έδειχναν πάντα νέοι
και αιωνίως ωραίοι… Θαρρείς και είναι γνώριμη η φυσιογνωμία του, μέσα από
πολλούς ζωγράφους που κατέγραψαν με μολύβια, χρωστήρες και χρώματα μοναχικούς
κουρασμένους γέροντες, ξερακιανούς, δίχως να μπορείς να προσδιορίσεις τις ηλικίες
τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπω μια τέτοια εικόνα στην πραγματικότητα, αλλά στην
συγκεκριμένη υπάρχει μια λεπτομέρεια που δεν πρέπει να την παραλείψω: ο… δικός
μου γέροντας έχει μαζί του πάντα ένα μπουκάλι μπύρα. Ίσως αυτό να μην είναι
κάτι σπουδαίο αλλά μου συμπληρώνει το στοιχείο του πιοτού.
Το βλέμμα του απλανές, ποιος ξέρει πού να ταξιδεύει; Σε ποιους νοητούς ή και
πραγματικούς τόπους και χρόνους; Σε ποιες περασμένες χαρές αλλά και πόσες
κακοτυχίες τον οδήγησαν σ? αυτή την δύσκολη θέση να κάθεται, τώρα εδώ, σ? αυτό
το παγκάκι, μόνος κι έρημος, με άδειο βλέμμα, αμίλητος κι ίσως εγκαταλειμμένος…
Δεν είναι επαίτης και δεν έχει ενοχλήσει ποτέ κανέναν. Την αίσθηση πως αισθάνεται
τόση μοναξιά την συνάγω από την στάση του σώματός του, σαν ριγμένο σακάκι σε
καρέκλα, από το ταλαιπωρημένο και ρυτιδιασμένο του πρόσωπο κι από την ερημιά,
που σχεδόν αναβλύζει από τα υγρά του μάτια, κι όλο αυτό έρχεται σε αντίθεση με
τις χαρούμενες φωνές των οικογενειών, οι οποίες διασχίζουν το παρκάκι, ψωνίζουν
δώρα και χαίρονται τις ημέρες των εορτών. Αυτό το γεγονός μού δημιουργεί την
εντύπωση πως ο γνωστός άγνωστος ζει και βιώνει την καθημερινότητά του μέσα σε βασανιστική
μοναξιά… Ίσως η μπύρα είναι το… καθοριστικό στοιχείο που ολοκληρώνει την εικόνα
της μοναχικότητας.
Δεν ξέρω το όνομά του, πού κατοικεί, με ποιους γείτονες επικοινωνεί, τέλος, εάν
επικοινωνεί με οποιονδήποτε! Σκέφτομαι πως, παρόλη την μοναχική παρουσία,
μπορεί να είναι οικογενειάρχης, ένας άνθρωπος με παραφορτωμένη ζωή, με
περισσότερο βάρος από εκείνο που αντέχει ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Μάλλον,
υποθέτω ότι οι θύμησές του δεν είναι ευχάριστες, επειδή το απλανές του βλέμμα, το
σκαμμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο, η σιωπή του, η μπύρα, η παντελής αδιαφορία
για τους άλλους, τους περαστικούς, ως φαίνεται, είναι γι? αυτόν επιλογή και
«τρόπος ζωής».
Όταν τον προσπέρασα για πρώτη φορά, τον καλημέρισα δίχως να μου απαντήσει. Μετά
ξανά το ίδιο, ώσπου σταμάτησα να τον χαιρετώ.
Σκέφτηκα, κάποια στιγμή, ακόμα και να πάω να του πιάσω συζήτηση, έτσι, περί
ανέμων και υδάτων, για τον καιρό ή για κάποια ποδοσφαιρική ομάδα. Αδιάφορα
πράγματα όταν θέλεις να ασχοληθείς με τον… κοπανιστό αέρα, όμως, ένιωσα πως ο
άνθρωπος αυτός καθόταν εκεί, για να βιώνει μια μοναξιά που την είχε ανάγκη. Η
δική μου η παρέμβαση θα τον αποπροσανατόλιζε και ίσως θα διατάραζε αυτή του την
ανάγκη. Ένιωσα δηλαδή σαν να επιχειρούσα να παραβιάσω ένα κάστρο, όπου μέσα κατοικούσαν
φιλήσυχοι και ειρηνικοί άνθρωποι.
Ο γνώριμος άγνωστος έχει μετασχηματιστεί μέσα μου σε…
αίνιγμα. Δεν ξέρω αν έχει ανάγκη κάποια βοήθεια, ηθική ή υλική. Έχει γίνει παρουσία
απλησίαστη και μυστηριώδης. Μερικές φορές, έχω ψάξει, στο Χαλάνδρι, στα λιγοστά
στέκια των αστέγων, καθώς και εκείνων που σιτίζονται από τον δήμο ή την
εκκλησία και δεν τον έχω συναντήσει. Έχει γίνει έγνοια μου, μόνιμη, σχεδόν
καθημερινή σκέψη και αυτό το διάστημα που δεν τον βλέπω στο παγκάκι του, μένω
με την αγωνία μήπως και (μου) έπαθε τίποτα, αυτός ο, γνώριμος άγνωστος, μυστηριώδης
άνθρωπος και χάσω την εικόνα του, μια παρουσία που φέρνω πάντα στο μυαλό μου,
αφού, από πολύ παλιά, συμπαθούσα υπερβολικά τους γέροντες, τις γερόντισσες και
όλους τους αδύναμους της Οικουμένης.
Τον γνώριμο άγνωστο εν τέλει, τον ταυτίζω με αυτή την συναισθηματική μου ανάγκη
και η απώλειά του, ακόμα και η ενδεχόμενη, σας εξομολογούμαι πως θα με
ενοχλήσει.
Ίσως και γιαυτό συνδυάζω αυτήν την σκέψη μου για τον γνώριμο άγνωστο γέροντα,
με την… εορταστική ανάγκη των ημερών, να σκεφτόμαστε τους αδύναμους και τους
κατατρεγμένους…