Η επίκαιρη σκέψη του Παύλου Μπακογιάννη

27 Σεπ 2017

Χθές (26/9) συμπληρώθηκαν 27 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη. Για τις «φωνές, σε συλλογικό μάλιστα επίπεδο, που δικαιώνουν τους δολοφόνους του» έγραψε στην Καθημερινή ο Ηλίας Μαγκλίνης, ο οποίος στο κείμενό του υπενθύμισε και τη στάση των τότε ηγετών της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, του Χαρίλαου Φλωράκη και του Λεωνίδα Κύρκου.

Δεν πρέπει —και δεν γίνεται— λοιπόν να ξεχνάμε ότι ο Παύλος Μπακογιάννης υπήρξε το αδικοχαμένο θύμα βάρβαρης τρομοκρατικής δολοφονίας. Ωστόσο, ούτε πρέπει η μνήμη του Μπακογιάννη να συρρικνωθεί στον θρήνο για το θύμα και στην καταδίκη για τη δολοφονία: αφενός, γιατί στο πρόσωπό του οι αυτόκλητοι τιμωροί τής «17ης Νοέμβρη» δολοφόνησαν το —τόσο αναγκαίο για τη χώρας μας— έμπρακτο και ειλικρινές παράδειγμα της πολιτικής συναίνεσης· αφετέρου, διότι επρόκειτο για έναν σημαντικό πολιτικό επιστήμονα, στη σκέψη και στο έργο του οποίου αξίζει τον κόπο να επιστρέψουμε, αναζητώντας ερμηνείες και απαντήσεις για το σήμερα.

Ακολουθούν δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Παύλου Μπακογιάννη: Ανατομία της ελληνικής πολιτικής — Γένεση και παρακμή του ελληνικού πολυκομματισμού (εκδόσεις Παπαζήση, 1977), από το κεφάλαιο 14, με τίτλο: «Ο ρόλος των κομμάτων στο πολιτικό σύστημα». Τα αποσπάσματα μεταφέρονται αυτούσια, με ελάχιστες διορθώσεις επικαιροποίησης της ορθογραφίας και της στίξης. Οι τίτλοι των δύο αποσπασμάτων έχουν επιλεγεί από το dim/art.

bakog-book

Η παρακαπιταλιστική διασύνδεση οικονομίας και πολιτικής

[…]

Ενώ στις βιομηχανικά αναπτυγμένες κοινωνίες η κυριαρχία αποτελεί αντικείμενο ανταγωνισμών οργανωμένων ή με κοινά συμφέροντα δεμένων ελίτ, στην Ελλάδα ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται ανάμεσα σε πρόσωπα. Η παρακαπιταλιστική διασύνδεση οικονομίας και πολιτικής αποτελεί το προεξέχον χαρακτηριστικό της νεοελληνικής κοινωνίας. Έτσι εξηγείται γιατί η πολιτική διαδικασία συγκεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από άμεσα οικονομικά συμφέροντα ξεχωριστών ατόμων. Παραστατική απόδειξη αυτής της πρακτικής αποτελούν οι ονομαζόμενοι «φωτογραφικοί νόμοι», που φέρνουν αυτό το όνομα επειδή οι διατάξεις τους αναφέρονται με τόση ακρίβεια σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι που μπορεί να διαγνώσει κανείς εύκολα για ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο πρόκειται. Η κατάσταση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικότερη έκφραση της μορφής της νεοελληνικής κοινωνίας, απ’ ότι η διαφθορά ή φαυλότητα που επαναλαμβάνεται συνεχώς. Δεν μπορεί να παίρνει κανείς το φαινόμενο της διαφθοράς (corruption) με την έννοια που εμφανίζεται αυτό στα βιομηχανικά αναπτυγμένα κράτη και να θέλει να το χρησιμοποιήσει ως χαρακτηριστικό των ελληνικών δομών. Περισσότερο ταιριαστή είναι η σύγκριση με το σύστημα των αργομισθιών και προνομίων, όπως επικρατούσε πριν από την αστική επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη. Γι’ αυτό, το πολιτικό σύστημα που εκφράζεται και διαμορφώνεται οικονομικά με αυτό τον τρόπο, δεν θεωρείται από το λαό ως άμεση κυριαρχία, αλλά ως ένα είδος μηχανισμού με το οποίο πραγματοποιεί κανείς την οικονομική του πρόοδο. Τα κόμματα δεν μπορούν να ξεπεράσουν το σύστημα αυτό, γιατί αποτελούν τα όργανά του και η μορφή που αυτά παρουσιάζονται σήμερα και η λειτουργία που επιτελούν μέσα στο πολιτικό σύστημα αποτελεί έκφραση και αντανάκλαση των συνθηκών αυτών. Το πρόβλημα που παρουσιάζει το ελληνικό σύστημα μπορεί να παρομοιαστεί με ένα circulus vitiosus, που ήταν σχεδόν αδύνατον να διασπαστεί, αφού αποτελούσε «κλειστό σύστημα».

[…]

Τύπος, κόμματα και αυταρχική δημοκρατία

[…]

Ύστερα από τη μεταπολίτευση του 1974, ο Τύπος δείχνει τάσεις ανεξαρτητοποίησης και αποκόλλησης από τα κόμματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κόμματα, αν και αυτά που βρίσκονται στην αντιπολίτευση είναι σε μειονεκτική θέση. Η επιρροή των εκδοτών των εφημερίδων στα κόμματα δεν ασκείται πια στο παρασκήνιο, με τη μορφή και την ένταση που γινόταν πριν από την 21η Απριλίου 1967, αλλά σε ένα μεγάλο μέρος στο προσκήνιο, με την προβολή δηλαδή απόψεων που δεν ακολουθούν τη γραμμή του κόμματος με το οποίο συνδέεται η εφημερίδα. Παρ’ όλα αυτά, ο Τύπος βρίσκεται ακόμα μακριά από την αποστολή που πρέπει να έχει σε μια δημοκρατία, τη συμβολή, δηλαδή, στο σχηματισμό της γνώμης και στη διαμόρφωση της θέλησης των πολιτών. Παράλληλα με τα μειονεκτήματα αυτά σημειώνεται και στην Ελλάδα η ανάλογη εξέλιξη του συγκεντρωτισμού και της «τυποποίησης» του προϊόντος, σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς που έχει διαμορφωθεί στις άλλες χώρες.  Ελευθερία έκφρασης γνώμης σημαίνει πια στην Ελλάδα ελευθερία για έξυπνους εκπροσώπους και για ένα επίσης μικρό αριθμό κυβερνητικών στελεχών που ελέγχουν το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Οι συνθήκες αυτές υποθάλπουν το στοιχείο της δημαγωγίας που παρατηρείται έντονο στις πολιτικές διαμάχες, καθώς και μια τάση υπερβολής που διακρίνει όλες τις πλευρές. Σ’ αυτό οφείλεται και η αυξημένη επιρροή που έχουν οι opinion leaders στην Ελλάδα, αλλά και οι κομματάρχες. Ο ρόλος τους και ο ρόλος του Τύπου γίνεται ακόμα μεγαλύτερος εξαιτίας της απάθειας των πολιτών που βρίσκονται συνέχεια σε μια κρίση συνείδησης, προσπαθώντας να εννοήσουν ορισμένες συναρτήσεις από τη μονόπλευρη και παραποιημένη προβολή των γεγονότων από τα κυβερνητικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις υπερβολές του Τύπου.

Σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι ο χαρακτήρας των πολιτικών ηγετών που διαμορφώνει το σύστημα, αλλά το σύστημα είναι εκείνο που διαμορφώνει τα πλαίσια της συμπεριφοράς τους. Έτσι, ο πολιτικός αναγκάζεται να προσαρμοστεί και γίνεται όργανο εκείνων των δυνάμεων που ελέγχουν στην πραγματικότητα όλο το σύστημα.

Είναι δύσκολο στην Ελλάδα να διαπιστώνει κανείς τα κέντρα δύναμης και τα κέντρα αποφάσεων. Ούτε οι ομάδες πίεσης λειτουργούν όπως σε μια αναπτυγμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, ούτε τα κόμματα εκπροσωπούν ή εκφράζουν ορισμένες τάξεις ή κοινωνικές ομάδες. Πρόκειται για κόμματα που, με λίγες εξαιρέσεις, απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες. Αυτό είναι ένα βασικό θέμα για να κατανοήσει κανείς το όλο πρόβλημα. Χαρακτηριστικό για την ορθότητα της παρατήρησης αυτής είναι η κομματικοποίηση του συνδικαλισμού. Δεν είναι ένα το κόμμα που απευθύνεται στο εργατικό κίνημα, ούτε το εργατικό κίνημα αισθάνεται ότι εκπροσωπείται από ένα μόνο κόμμα. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις αποτελούν στο βάθος αντανακλάσεις των κομματικών ή τουλάχιστον διαφόρων συνδυασμών τους. Αυτό αποδείχνει επίσης ότι δεν υπάρχουν ταξικά κόμματα στην Ελλάδα, αφού λείπουν οι διαφοροποιημένες τάξεις και η ταξική συνείδηση.

Εξαιτίας της προσωποίησης της πολιτικής, αλλά και του προσωποπαγούς χαρακτήρα των κομμάτων, προσωποποιείται στην Ελλάδα και η δύναμη. Η προσωπική δύναμη, εξαιτίας της οικονομικής βάσης, του κοινωνικού κύρους, της πνευματικής προβολής ή των προσωπικών, πολιτικών και κοσμικών σχέσεων, είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη των οργανωμένων ομάδων, συνδικαλιστικών ή άλλων οργανώσεων, πολλές φορές ακόμα και του κόμματος ως συνόλου.

Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η δύναμη και η επιρροή προσώπων από τον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο σημερινός πρωθυπουργός [Κωνσταντίνος Καραμανλής] και διοικούν τα κόμματά τους οι αρχηγοί της ΕΔΗΚ [Γεώργιος Μαύρος] και του ΠΑΣΟΚ [Ανδρέας Παπανδρέου]. Ένας κλειστός κύκλος έμπιστων τους περιβάλλει, οι ίδιοι έχουν περισσότερη εμπιστοσύνη σε πρόσωπα-δορυφόρους παρά σε συλλογικά όργανα, σε προτάσεις επιτροπών ή ακόμα και σε μελέτες ειδικών, που βρίσκονται έξω από την τροχιά στην οποία κινούνται οι δορυφόροι. Αυτό έχει δυο συνέπειες:

Διαπιστώνεται μια εξέλιξη σε μια αυταρχική πρωθυπουργική δημοκρατία, που έχει επιπτώσεις στη συμπεριφορά και τη θέληση των εκλογέων. Οι εκλογές παίρνουν μια μορφή δημοψηφισματική, η Βουλή και η κοινή γνώμη συνηθίζουν στον αυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης και εμποδίζεται κάθε διαδικασία διαμόρφωσης γνήσιων και πραγματοποιήσιμων εναλλακτικών λύσεων.

Σύγχρονα, δημιουργείται μια ελίτ —κάστα θα ήταν ίσως πιο δόκιμος όρος— από την κορυφή των κρατικών λειτουργών και ορισμένα πρόσωπα που διαλέγει το κόμμα που κυβερνάει για τη διοίκηση των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων, που ως κύρια ιδιότητα πρέπει να έχουν την ολοκληρωτική υποταγή σε αυτόν που τα διορίζει και φυσικά σ’ αυτούς που βρίσκονται πίσω και γύρω απ’ αυτόν.

[…]

dimartblog 26/9/2016