Πρόσφατα συζητήθηκε στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής η θέση της κυβέρνησης ως προς την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) για την δημιουργία «κακής» τράπεζας. Στόχος της πρότασης είναι η «κακή» τράπεζα να λειτουργήσει συμπληρωματικά στο σχέδιο Ηρακλής (τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων με τη συνδρομή κρατικής εγγύησης) που ενεργοποιήθηκε το 2020. Έτσι, θα επιταχυνθεί η πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκια τους από την προηγούμενη κρίση αλλά και αυτά που θα προκύψουν από την πανδημία. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών δήλωσε αισιόδοξη ότι το πρόβλημα των MEA θα αντιμετωπιστεί αποκλειστικά με το σχέδιο Ηρακλής και την επέκταση του. Σε ότι αφορά την πρόταση της ΤτΕ ανατέθηκε η αξιολόγηση της σε εξωτερικό σύμβουλο.
Για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την ύφεση του 8,2% του 2020 απαραίτητη προϋπόθεση πέρα από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική είναι η ανεμπόδιστη χορήγηση ρευστότητας από τις τράπεζες σε επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες και σε ιδιώτες, νοικοκυριά. Αν οι προβλέψεις της κυβέρνησης για την αποτελεσματικότητα του σχεδίου Ηρακλής στην αντιμετώπιση των ΜΕΑ επιβεβαιωθούν στην πράξη -χωρίς μεγάλες καταπτώσεις των εγγυήσεων του Δημοσίου που θα επιβαρύνουν τον Έλληνα φορολογούμενο- τότε αυτό θα είναι μια μεγάλη επιτυχία. Οι ελληνικές τράπεζες την επόμενη ημέρα θα βρεθούν απαλλαγμένες από την βαριά κληρονομία των δυο κρίσεων.
Στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών οφείλει πριν οριστικοποιήσει τις επιλογές της να εξετάσει τους πιθανούς κινδύνους που απορρέουν από μια πιθανή αποτυχία του προς υιοθέτηση σχεδίου. Αναφέρομαι στο γνωστό στους Αγγλοσάξωνες «what if». Οι κίνδυνοι από το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας της επέκτασης του σχεδίου Ηρακλής είναι οι εξής:
Το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής οικονομίας για το 2021 έχει εκτιμηθεί στα 15 δις. Σε μια τραπεζοκεντρική οικονομία όπως η ελληνική αν δεν επιλυθεί το πρόβλημα των ΜΕΑ η επανεκκίνηση της οικονομίας θα καθυστερήσει σημαντικά. Οι καθυστερήσεις αυτές ανεβάζουν το κόστος της πανδημίας σε εισοδήματα και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι επιθυμεί τη μόχλευση των 12 δις από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης. Προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου σε μια τραπεζοκεντρική οικονομία είναι η έγκαιρη εξυγίανση του ισολογισμού των τραπεζών. Διαφορετικά τίθενται σε κίνδυνο και τα σχέδια για αναδιάρθρωση της οικονομίας
Η Ελλάδα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης όσο δεν έχει αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό. Συμμετέχει κατ? εξαίρεση στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Όταν μελλοντικά αλλάξει νομισματική πολιτική η ΕΚΤ, αν το αξιόχρεο της Ελλάδας δεν έχει επανέλθει σε επενδυτική βαθμίδα, τότε οι ελληνικές τράπεζες θα χάσουν την πρόσβαση σε άφθονη ρευστότητα με χαμηλό κόστος και το Δημόσιο τη δυνατότητα να δανείζεται με χαμηλά επιτόκια.
Ένας από τους στόχους της ΕΕ μετά την κρίση του 2008-2012 ήταν να σπάσει η διασύνδεση δημοσίου χρέους και τραπεζικών διασώσεων με κρατικούς πόρους. Αν προχωρήσει ο Ηρακλής και η επέκταση του η διασύνδεση κράτους και τραπεζών θα γιγαντωθεί αφού στις υφιστάμενες εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου σε τραπεζικά δάνεια τόσο από το παρελθόν όσο και από τις δράσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης πανδημίας θα προστεθούν εγγυήσεις τιτλοποιήσεων ύψους 24 δις. Οι επόπτες των ελληνικών τραπεζών εκτιμούν ότι μέρος από αυτές τις εγγυήσεις θα καταπέσουν. Θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος το οποίο ήδη έχει φτάσει στο 205% του ΑΕΠ.
Ακόμα και εάν όλα κυλήσουν ομαλά στο σχέδιο Ηρακλής, εξακολουθεί να παραμένει το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογίας η οποία αποτελεί σημαντικό μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών. Αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην απρόσκοπτη λειτουργία τους και στην δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την ελληνική οικονομία και στο μέλλον θα πρέπει να προχωρήσουν σε ουσιαστικές κεφαλαιακές ενισχύσεις.
Οι παραπάνω κίνδυνοι δεν είναι αμελητέοι. Ο χρόνος είναι κρίσιμη παράμετρος στη διαδικασία επανεκκίνησης και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Είναι πιθανό η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών να έχει συνεκτιμήσει στις αποφάσεις της τους παραπάνω κινδύνους και τι συνεπάγονται για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Αν δεν το έχει κάνει τότε θα πρέπει να προετοιμαστούμε για τα κενά αέρος στα οποία θα βρεθεί το σκάφος της ελληνικής οικονομίας στο προσεχές διάστημα.
Πηγή: www.tanea.gr