Κι ενώ το email Βαρουφάκη μοιάζει να έγινε αποδεκτό, με κάποιες εύλογες επιφυλάξεις, από τους «θεσμούς» (θα μου επιτρέψετε τα εισαγωγικά για ευνόητους λόγους), αναρωτιέται κανείς, τι μέλλει γενέσθαι τους επόμενους μήνες στη χώρα μας; Το να προβεί κανείς σε εκτιμήσεις είναι αντικειμενικά δύσκολο – η ελληνική κρίση στη μέχρι τώρα διάρκειά της μετράει τόσα u-turns, τόσους αστάθμητους παράγοντες, τόση πολιτική ελαφρότητα και καιροσκοπισμό, που καθίσταται πρακτικά αδύνατη η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τις βραχυπρόθεσμες (κι ακόμη παραπάνω τις μακροπρόθεσμες) εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Κι όμως, εντοπίζει κανείς κάποιες σταθερές.
Μια από αυτές – ιδιαιτέρως ανησυχητική στην παρούσα συγκυρία – είναι πως η φύση απεχθάνεται το κενό. Κατά τη γνώμη μου, ο Αλέξης Τσίπρας έχει αυτή τη στιγμή αθετήσει το λόγο του, κάτι που δημιουργεί ένα σημαντικό πολιτικό κενό. Δεν είναι ο πρώτος (ούτε κι ο τελευταίος) πολιτικός που άλλα λέει προεκλογικά και άλλα μετεκλογικά, απλά καθυστέρησε λίγο τη μεταστροφή του, καλλιεργώντας μια ψευδαίσθηση γενικευμένης ευφορίας και αισιοδοξίας στους ψηφοφόρους του, εκτιμώντας ενδεχομένως ότι η πίεση του ελληνικού λαού θα λειτουργούσε ως άλλο ένα χαρτί στη διαπραγμάτευση. Έπεσε έξω στην εκτίμησή του αυτή (οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες δεν κερδίζονται με συλλαλητήρια) και αναγκάστηκε να «συνθηκολογήσει», αποδεχόμενος μια σειρά από πράγματα που μέχρι χθες δήλωνε πως δεν υπήρχε περίπτωση να αποδεχτεί. Αυτή είναι η πραγματικότητα, τη γνωρίζει και ο ίδιος και τα στελέχη του κόμματός του, και σιγά σιγά, θα την καταλάβει και ο κόσμος του οποίου τις προσδοκίες είχε μέχρι πρότινος υψώσει στους ουρανούς.
Το κενό όμως που δημιουργεί η πολιτική μετατόπιση μιας δύναμης, δεν αργεί να καλυφθεί από μια άλλη, είτε μέσα από το υπάρχον πολιτικό φάσμα, είτε με την ανάδειξη νέων πολιτικών φορέων. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι είναι αυτό που θα πάρει τη θέση του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Βλέπω δύο πιθανές εκδοχές – η πρώτη είναι λιγότερο πιθανή αλλά πιστεύω αποτελεί τη μόνη ελπίδα να βγούμε από το τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε τα τελευταία χρόνια, η δεύτερη είναι σημαντικά πιθανότερη και ενδέχεται να έχει εξαιρετικά δυσάρεστες επιπτώσεις στο σύνολο του ελληνικού λαού.
Σε μια άλλη χώρα, το να αθετείς το λόγο σου θα έβαζε τους ψηφοφόρους σου αυτομάτως σχεδόν σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης. Μήπως ο περίφημος «τρίτος δρόμος» είναι μη ρεαλιστικός αν θέλουμε να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη; Μήπως μας τα είπαν όλα αυτά για να κερδίσουν την ψήφο μας, ενώ ήξεραν πως δεν μπορούσαν να τα εφαρμόσουν; Μήπως ήταν η κυβερνητική απειρία που τους έκανε τόσο αισιόδοξους; Μπουχτισμένοι από εύκολα λόγια οι ψηφοφόροι αυτοί θα γίνονταν λίγο πιο καχύποπτοι απέναντι σε κάθε λογής υποσχέσεις, θα ζητούσαν και θα επιβράβευαν την αλήθεια, θα σταματούσαν να περιφρονούν τους αριθμούς που με αμείλικτη ακρίβεια ξεμπροστιάζουν κάθε μικρή και μεγάλη απατεωνιά. Θα καταλάβαιναν πως ο μόνος σύμμαχος στον οποίο μπορούν να βασιστούν είναι η κοινή τους λογική.
Στη δική μας όμως χώρα, όπου η συλλογική μνήμη έχει αποδειχθεί μάλλον αδύνατη, τα πράγματα δεν αποκλείεται να πάρουν άλλη τροπή. Πολύ φοβάμαι πως η πραγματικότητα θα λειτουργήσει μεν ως χαστούκι στους ανθρώπους που πίστεψαν και αγκάλιασαν τις αντιμνημονιακές υποσχέσεις, αλλά αντί η απογοήτευσή τους να βρει δημιουργική εκτόνωση, ή να τους κάνει να αναζητήσουν πιο ειλικρινείς πολιτικές προσεγγίσεις, θα τους στρέψει στα άκρα. Συμμερίζομαι έτσι τον φόβο του Μανώλη Γλέζου ότι ο κίνδυνος να αναπτυχθούν ακραίες δυνάμεις «υπάρχει και θα εκραγεί αν η κυβέρνηση αποδειχθεί μη ικανή να κρατήσει τον λόγο της». Στην πορεία της ιστορίας έχουμε άλλωστε δει ξανά και ξανά να γίνεται η απόγνωση εργαλείο στα χέρια όλο και πιο ακραίων φωνών, οι οποίες – χωρίς το αντίβαρο της κριτικής σκέψης – με ευκολία παραλαμβάνουν την «αντισυστημική» σκυτάλη.
Ένα κομμάτι του κόσμου θα στραφεί χωρίς αμφιβολία σε ό,τι βρεθεί (ή υπάρχει ήδη) αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ – δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ίδιο το ΚΚΕ (τον ισχυρότατο μηχανισμό του οποίου ουδείς πρέπει να υποτιμά) διοργάνωσε ήδη συλλαλητήριο «κατά της συμφωνίας», ερχόμενο σε πλήρη σύγκρουση με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην ιστορία της χώρας. Η απόγνωση όμως δεν γνωρίζει πολιτική ιδεολογία, έτσι δεν αποκλείεται μια μερίδα του κόσμου να στραφεί εκ νέου σε κόμματα εκ δεξιών των Ανεξάρτητων Ελλήνων, όπως η Χρυσή Αυγή, ένα σενάριο ακόμη πιο τρομακτικό. Γιατί στην περίπτωση αυτή, οι διαφωνίες στη δημόσια σφαίρα δεν θα εξαντλούνται στο αν οι ιδιωτικοποιήσεις είναι καλό ή κακό πράγμα, αν οι αιώνιοι φοιτητές αξίζουν άλλη μια ευκαιρία ή όχι, και στο βαθμό στον οποίο το κράτος οφείλει να επεμβαίνει στην ελεύθερη αγορά. Στο στόχαστρο μπορεί να βρεθούν πολύ πιο ουσιαστικά κεκτημένα και αξίες, πράγματα που ο ελληνικός λαός θεωρεί αυτονόητα από τη μεταπολίτευση και μετά. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στη σύσταση της σημερινής Βουλής για να αντιληφθεί ότι ένα τέτοιο σενάριο δεν πρέπει να υποτιμάται.
Μόνο αντίδοτο στις πιθανές παραπάνω εξελίξεις μπορεί να είναι μια άλλου τύπου επανάσταση, αυτή της κοινής λογικής. Μπορεί να μην είναι το ίδιο γοητευτική ή ελκυστική με τις προηγούμενες, αλλά αποτελεί τη μόνη ουσιαστική προστασία μας απέναντι στη δημαγωγία. Ας ελπίσουμε να της δώσουμε επιτέλους μια ευκαιρία.