Στη διάρκεια της πολύμηνης προεκλογικής περιόδου, είχαμε να διαλέξουμε ανάμεσα στην καταγγελία του μνημονίου (Τσίπρας), την επαναδιαπραγμάτευση (Σαμαράς), την αναθεώρηση (Βενιζέλος) και την απαγκίστρωση (Κουβέλης). Η ελληνική κοινωνία επέλεξε το ήπιο σενάριο, ως πιο ασφαλές για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Αλλά και πάλι, επέλεξε το μικρότερο ψέμα.
Η μετεκλογική ψευδαίσθηση για τις καλύτερες μέρες που έρχονται, κράτησε λίγο. Η μετάβαση στην πραγματικότητα έγινε απότομα, με μια δήλωση του υπουργού Οικονομικών στους Financial Times. Ο κ. Γ. Στουρνάρας είπε την αλήθεια που χάθηκε μέσα στον προεκλογικό λαϊκισμό, ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε τίποτα πριν να επανέλθει σε τροχιά το πρόγραμμα προσαρμογής. Τις επόμενες μέρες, από το βήμα της Βουλής, έγινε ακόμη πιο σαφής: Δεν μπορούμε να επαναδιαπραγματευτούμε, εξαναγκάζοντας τους πιστωτές. Πρώτα θα εφαρμόσουμε τα μέτρα του μνημονίου που ψηφίστηκε την άνοιξη και στη συνέχεια θα ζητηθεί η επιμήκυνση του χρόνου εκπλήρωσης των δημοσιονομικών στόχων.
Η κυβέρνηση τρικομματικής συνεργασίας δρομολογεί ένα επιθετικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων προκειμένου να κατευνάσει εταίρους και δανειστές και να μπορέσει να αφήσει πίσω κάποιες από τις δεσμεύσεις που έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, όπως είναι η μείωση αποδοχών για τα ειδικά μισθολόγια, η επανεξέταση των επικουρικών και των εφάπαξ.
Είναι προφανές ότι αν σημειωθούν καλές επιδόσεις από την ελληνική πλευρά στον τομέα των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων, θα δοθεί χρόνος και χρήμα από τους εταίρους. Είναι πολύ πιθανό ότι στο τέλος του χρόνου θα επεκταθεί η απόφαση της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της ΕΕ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας από τα ευρωπαϊκά ταμεία, χωρίς αύξηση του δημόσιου χρέους. Αυτό θα σημαίνει για την Ελλάδα απαλλαγή από 50 δις ευρώ χρέους, που έτσι μπορεί να γίνει βιώσιμο. Αλλά πώς φτάνουμε μέχρι εκεί;
Το μεγάλο πρόβλημα που έχουν να λύσουν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, είναι η διαχείριση της κοινής γνώμης, η οποία εκπαιδεύτηκε συστηματικά να πιστεύει ότι αφού το μνημόνιο “δεν βγαίνει”, είναι θέμα διαπραγματευτικού ταλέντου και πολιτικής τεστοστερόνης η ακύρωσή του. Τα κόμματα διεκδίκησαν δύο φορές την ψήφο του λαού, με την υπόσχεση πλήρους αλλαγής σκηνικού. Αλλά το σκηνικό θα μένει ίδιο όσο υπάρχει έλλειμμα και όσο η χώρα θα είναι εξαρτημένη από τα φιλικά δάνεια των άλλων μελών της ευρωζώνης.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Μόντι και ο Ισπανός ομόλογός του Ραχόι, που ανάγκασαν την Γερμανίδα καγκελάριο Μέρκελ να υποχωρήσει για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η κρίση, το 2008, επέστρεψαν στην πατρίδα τους θριαμβευτές και παρόλα αυτά προώθησαν νέα μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Ο Γάλλος πρόεδρος Ολάντ, ο ισχυρότερος στην ΕΕ κήρυκας της ανάπτυξης και των επεκτατικών πολιτικών, δρομολογεί περικοπές για το 2013. Και η Ιρλανδία βγήκε με επιτυχία στις αγορές έχοντας εφαρμόσει με επιτυχία το δικό της μνημόνιο από το οποίο προσπάθησε να απαλλαγεί χωρίς να το δαιμονοποιεί.
Από τη στιγμή που η νομισματική ένωση προχώρησε χωρίς πολιτική ολοκλήρωση, με δεδομένες τις δύο ταχύτητες στο εσωτερικό της ευρωζώνης και με φόντο τη βαθιά κρίση του καπιταλισμού, που οφείλεται στην απόλυτη αυτονόμηση και ισχυροποίηση των αγορών, η άδικη ταλαιπωρία των ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι αναπόφευκτη.
Η πορεία προς την ομοσπονδιοποίηση είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κρίση χωρίς να υποφέρουν τόσο οι άνθρωποι. Εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η πορεία, στο τέρμα της οποίας υπάρχει η από κοινού διαχείριση χρέους (ευρωομόλογο), είναι πιθανό ότι θα σταθεροποιηθούν οι οικονομίες και θα γίνει λιγότερο ανυπόφορη η θηλιά της λιτότητας. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή την πορεία θα την ακολουθήσουν και θα την ολοκληρώσουν όλοι. Ενιαία οικονομική διακυβέρνηση, σημαίνει υπερεθνικός έλεγχος των προϋπολογισμών, κοινοί κανόνες στο φορολογικό και το ασφαλιστικό, ασφυκτική εποπτεία στη διαχείριση των δημόσιων δαπανών.
Στη δική μας περίπτωση, αυτό θα σημαίνει στην πράξη -πέρα από όλα τα άλλα- ταφόπλακα για το πελατειακό σύστημα και για τους παρασιτικούς μηχανισμούς της ελληνικής οικονομίας. Θα σημαίνει επίσης σπάσιμο διαχρονικών μονοπωλίων και τέλος για την ασυλία των μεγαλοφοροφυγάδων, που παρακολουθούν το εθνικό δράμα από το ιδιωτικό τους σκάφος, το οποίο δήλωσαν ως επαγγελματικό, αν δεν ανήκει σε κάποια off shore.
Στο ερώτημα αν θέλουμε και μπορούμε να φτάσουμε ως το τέλος του δρόμου, να είμαστε εκεί όταν η νομισματική ένωση γίνει οικονομική και πολιτική ένωση, η απάντηση δεν είναι για όλους αυτονόητη.
.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος