Η θετική ανταπόκριση του Σ. Θεοδωράκη στην πρόσκληση της Φ. Γεννηματά για την συνένωση των δυνάμεων του τρίτου πόλου της κεντροαριστεράς, σοσιαλδημοκρατίας και του προοδευτικού κέντρου, δημιούργησε εκ νέου ελπίδες.
Ο κατακερματισμός των δυνάμεων του χώρου προκαλεί άλλωστε, απογοήτευση και καχυποψία στους πολιτες ως προς την αφετηρία των πραγματικών προθέσεων όλων.
Η προοπτική της συνένωσης των υφιστάμενων κοινοβουλευτικών ομάδων της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και του Ποταμιού, δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα κοινοβουλευτικά προοπτική -εάν ληφθεί υπόψη ότι θ’ αποτελεί την τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη-. Θα σηματοδοτεί την επιτυχή κατάληξη των συζητήσεων που ξεκινούν, με στόχο την δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα, ως συνασπισμό των υφιστάμενων κομμάτων και κινήσεων.
Το πραγματικό διακύβευμα της όλης προσπάθειας ωστόσο, δεν μπορεί να έχει σχέση με την αριθμητική, το άθροισμα δηλ, των μικρών υφιστάμενων εκλογικών ποσοστών των υπαρχόντων κομμάτων, ή ακόμη με τους ρόλους και τη διάσωση στελεχών. Η αλήθεια είναι ότι η διαφαινόμενη οργανωτική προοπτική «ενός νέου Σύριζα», υποκρύπτει έναν συμβιβασμό ο οποίος, προφανώς είναι αναγκαίος προκειμένου να υπάρξει η υπέρβαση των όποιων προσωπικών στρατηγικών.
Την ίδια ώρα όμως, ο εν λόγω συμβιβασμός -ας είμαστε ειλικρινείς- «βολεύει» άπαντες ως προς τις μεσοπρόσθεσμες εκλογικές τους σκοπιμότητες, καθώς είναι προφανές ότι, η ενότητα του χώρου μπορεί ακόμη και σήμερα να έχει εκλογικές επιδόσεις πολιτικής διάσωσης όλων. Η ενότητα του χώρου, προκύπτει ουσιαστικά εξ’ ανάγκης, από τη «θέση ασφάλειας» των συμμετεχόντων – προσώπων και κομμάτων-, που εξασφαλίζει και την αυθύπαρκτη παρουσία τους και τον μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο τους.
Η εν λόγω παραδοχή ως αφετηρία της προσπάθειας που καταβάλλεται για την ενότητα των δυνάμεων του χώρου, προφανώς δεν μπορεί αντικειμενικά ν’ αφορά την πλειοψηφική προοδευτική βάση της κοινωνίας των πολιτών, εάν δεν συνοδευτεί από συγκεκριμένο μεταρρυθμιστικό πολιτικό περιεχόμενο και αξιόπιστα πρόσωπα ως φορείς υλοποίησης.
Οι γενικόλογές διακηρύξεις και προθέσεις δεν αρκούν. Το πραγματικό διακύβευμα είναι η προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών, σε μία πραγματική μεταρρυθμιστική πολιτική πρόταση που θα εκφράζουν οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Τούτο σημαίνει πρωτίστως ειλικρίνεια και αλήθεια, ξεβόλεμα και αλλαγή νοοτροπίας χρόνων. Σημαίνει αποδοχή της αρχής ότι δεν μπορεί στ’ όνομα του πολιτικού κόστους να μην γίνεται το σωστό.
Η λαϊκή αποδοχή ενός συγκεκριμένου εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης, που δεν συνοδεύεται από τα φαινόμενα παθογένειας του πελατειακού κράτους του χθες, του χαϊδέματος των αυτιών κοινωνικών ομάδων με επιρροή και δύναμη, αποτελεί το κλειδί για την επιτυχία του εγχειρήματος μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής προσπάθειας, που θα εμπνέει και θα δίνει εκ νέου ελπίδα στους πολίτες.
Η αλήθεια σε συνθήκες κρίσεις βεβαίως, σε μια χώρα από την οποία απουσιάζει μεταξύ πολλών άλλων η φορολογική συμμετοχική συνείδηση του πολίτη, δεν αρκεί από μόνη της για να δημιουργήσει εμπιστοσύνη και για να εμπνεύσει χαρακτηριστικά λαϊκότητας και αποδοχής. Η επίκληση της αλήθειας άλλωστε από πολλούς –με πρώτη τη «κυβέρνηση της αριστεράς»- ακόμη και σήμερα, χρησιμοποιείται με όρους λαϊκισμού και υφαρπαγής της εμπιστοσύνης και της ελπίδας των πολιτών.
Απαιτείται εξειδίκευση και συγκεκριμένες απαντήσεις επί των πραγματικών προβλημάτων και διλημμάτων της οικονομίας, των θεσμών, του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Απαιτείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, όπου όμως είναι προφανές ότι αυτοί που θα κληθούν να το υλοποιήσουν, έχουν απόσταση με όσα χθες ή προχθές σημάδεψαν αρνητικά τις προοδευτικές δυνάμεις του τόπου και τη διακυβέρνησή τους. Το καινούργιο δεν προκύπτει επειδή κιόλας πάλιωσε αυτό που επικαλέστηκε την ελπίδα και την αριστερά. Το καινούργιο είναι καινούργιο καθώς πρωτίστως τα λόγια και οι πράξεις συμβαδίζουν. Η ανικανότητα των λαϊκιστών που ενσάρκωσαν την ελπίδα, δεν δικαιώνει το παλιό που επιχειρεί να διασωθεί φτιασιδώνοντας τον λόγο του, ενώ υποκριτικά συνεχίζει να υπηρετεί το λάθος μοντέλο πολιτικού συστήματος και διακυβέρνησης του τόπου.
Ο κίνδυνος λοιπόν η ευφορία της συνένωσης των δυνάμεων του προοδευτικού κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας και η πιθανή ασφάλεια τακτοποίησης ρόλων που αυτή δημιουργεί, να αποπροσανατολίσει από το πραγματικό διακύβευμα της χώρας, υπάρχει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσπάθεια που ξεκίνησε δεν πρέπει να στηριχθεί. Το πλαίσιο αρχών μιας συγκεκριμένης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, είναι και η προϋπόθεση επώασης της προσωπικότητας και των στελεχών που θα ενσαρκώσουν την μεταρρυθμιστική ελπίδα της χώρας. Το ερώτημα που τίθεται, δεν είναι εάν η σοσιαλδημοκρατία και το προοδευτικό κέντρο θα συνθλιβεί από τον παραπαίοντα Σύριζα και τη «μεταρρυθμιστική» ΝΔ , αλλά εάν θα μπορέσει σύντομα η σοσιαλδημοκρατία να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες ώστε να είναι ο πραγματικός δεύτερος πόλος εξουσίας στη χώρα.
Οι αναλύσεις περί νομοτέλειας αναγέννησης του χώρου σε βάθος χρόνου και μόνον μετά την επικράτηση της ΝΔ έπειτα από μία πολωτική αναμέτρηση με τον Σύριζα, λησμονούν μία κρίσιμη παράμετρο. Οι ψηφοφόροι του Συριζα που σύμφωνα με τη τελευταία δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας σε ποσοστό 57% είναι απογοητευμένοι από τη κυβέρνηση του Σύριζα, είναι οι ψηφοφόροι μέχρι χθες της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Είναι οι πολίτες που γύρισαν τη πλάτη, που ένιωσαν προδομένοι και προφανώς είναι αυτοί που δεν βρέθηκαν στον Σύριζα, ως μετακινούμενο κοπάδι αναζήτησης πελατειακών ωφελημάτων, αλλά ως αγωνιούντες προοδευτικοί πολίτες για το μέλλον της χώρας και των οικογενειών τους. Οι εν λόγω πολίτες λοιπόν, όπως και πολίτες της αποχής και της αμφισβήτησης, μαζί με τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις που άντεξαν, είναι οι αυστηροί κριτές και εκείνοι που μπορούν υπό προϋποθέσεις να δώσουν την εμπιστοσύνη τους και την δεύτερη ευκαιρία που δικαιούται η προοδευτική παράταξη της χώρας.