Σε ένα μόνο σημείο του άρθρου του στο Protagon έχει δίκιο ο φίλος μου ο Γιώργος Λακόπουλος: όταν λέει ότι δεν πολυασχολούμαστε με το Κυπριακό και έτσι πέρασε απαρατήρητη η αναφορά του Κώστα Σημίτη ότι «μια από τις μεγαλύτερες παθογένειας της στρατηγικής του ελληνισμού ήταν η απουσία ρεαλιστικής αντίληψης καθώς και το έλλειμμα κατανόησης της σημασίας του χρόνου.». Δυστυχώς, θα πρόσθετα. Γιατί αν παρακολουθούσαμε καλύτερα τις προειδοποιήσεις του πρώην πρωθυπουργού για την οικονομία μετά το 2004 και εάν αντί να παραδώσουμε την κυβέρνηση στον χωρίς πρόγραμμα αλλά με περίσσευμα λαϊκισμού Καραμανλή στηρίζαμε τις αναγκαίες εκσυγχρονιστικές τομές, η χώρα θα ήταν σε καλύτερη μοίρα. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πάθος με το οποίο στρέφονται εναντίον του Σημίτη, την ώρα που ο χρόνος τον δικαιώνει στα περισσότερα.
Εν προκειμένω για το Κυπριακό η εμμονή στο λάθος δεν αντέχει σε κριτική. Είναι εντυπωσιακό ότι μετά 40 (!) χρόνια δεν μπορούν κάποιοι να καταλάβουν ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν λάθος και αυτό κρίθηκε τελεσίδικα εκ του αποτελέσματος. Ότι η διχοτόμηση έχει εδραιωθεί επί του εδάφους, ότι ο χρόνος έτρεξε σε βάρος μας, ότι η στρατηγική της μη λύσης ήταν ολέθρια, ότι αποφεύγοντας τον συμβιβασμό στην πράξη αποδεχθήκαμε τα τετελεσμένα της εισβολής, ότι το Κυπριακό έχει πλέον εξαφανιστεί από την ατζέντα της διεθνούς κοινότητας. Όλα αυτά βέβαια είναι προφανή σε όσους πίστευαν ότι η λύση βρίσκεται σε μια διζωνική, δικοινοτική ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ και όχι σε ένα ενιαίο κράτος με μια τουρκοκυπριακή μειονότητα στο εσωτερικό του. Αυτό το είχαμε το 1960 με τις συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου αλλά δεν μας άρεσε. Η υπερπατριωτική υπεροψία της Δεξιάς και η συνηγορία της Αριστεράς σε αυτή την αδιέξοδη γραμμή οδήγησαν στον διαχωρισμό και έστρωσαν τον δρόμο στην Τουρκία, που αξιοποίησε την ευκαιρία που της έδωσε η επίσης υπερπατριωτική χούντα του Ιωαννίδη με την ένοπλη συνδρομή της επίσης υπεπατριωτικής ΕΟΚΑ Β. Πολλοί σε Ελλάδα και Κύπρο νομίζουν (μάλλον θέλουν να νομίζουν) ότι το Κυπριακό ξεκινάει το 1974 και ότι μέχρι τότε η ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν άμοιρη ευθυνών.
Μετά το 1974 επιβεβαιώνοντας την κακή μας σχέση με τον χρόνο και την αρχή του «κάθε πέρυσι και καλύτερα» (δηλαδή κάθε νέο σχέδιο που διαπραγματευόμασταν ήταν χειρότερο από αυτό που είχαμε απορρίψει) φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα, ο ΟΗΕ τον οποίο επικαλούμασταν τριάντα χρόνια, η ΕΕ στην οποία η Κύπρος είχε γίνει μέλος με την υπόσχεση ότι θα κάνει παράλληλα κάθε προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού ζήτησαν από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκυπρίους να στηρίξουν τον ρεαλιστικό συμβιβασμό που αποτυπώθηκε στο σχέδιο Ανάν. Η συνέχεια είναι γνωστή. Να θέσω ένα ερώτημα στους πολυάριθμους απορριπτικούς υπερπατριώτες. Αν κάποτε η διεθνής κοινότητα αποφασίσει να ασχοληθεί ξανά με το Κυπριακό υπάρχει έστω και μια πιθανότητα στις χίλιες το νέο σχέδιο να απέχει από το σχέδιο Ανάν; Φοβάμαι ότι το ερώτημα είναι ρητορικό γιατί η διεθνής κοινότητα έχει πλέον άλλες προτεραιότητες και η στρατηγική σημασία της Κύπρου με την εξαφάνιση του ανατολικού μπλοκ έχει επίσης εκλείψει. Αλλά πέραν αυτού, γιατί να είναι επισπεύδουσα η διεθνής κοινότητα ή οποιοσδήποτε τρίτος όταν αποδεδειγμένα οι δύο κοινότητες δεν θέλουν να συμβιώσουν με αμοιβαίους συμβιβασμούς σε μία Ομοσπονδία; Γιατί τώρα και οι Τουρκοκύπριοι που στήριξαν με την ψήφο τους στο δημοψήφισμα τον συμβιβασμό, απογοητευμένοι από την απουσία προόδου την περίοδο της Προεδρίας Χριστόφια και Ταλάτ ισχυροποίησαν πάλι τα εθνικιστικά κόμματα. Η σημασία του χρόνου, που λέει και ο Σημίτης.
Ας σταματήσει τουλάχιστον η υποκρισία. Ας πούμε καθαρά ότι θέλουμε δυο κράτη σε ένα διχοτομημένο νησί. Και ας σταματήσουν οι αφελείς και αποδεδειγμένα ανέφικτες προσεγγίσεις του τύπου: πρώτα θα αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής και μετά θα συζητήσουμε για λύση βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ. Ο ΟΗΕ πρότεινε λύση και με βάση αυτήν θα είχαν απομείνει σήμερα στην Κύπρο λιγότεροι από 1.000 Τούρκοι στρατιώτες (από τους 40.000 που παραμένουν μετά το υπερήφανο Όχι) και ισάριθμοι Έλληνες. Εμείς θέλαμε όλα ή τίποτε. Πήραμε το τίποτε. Και όσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι σε σχετικά ήρεμα νερά η παράταση του status quo δεν ενοχλεί. Δεν σας πειράζουμε, δεν μας πειράζετε και κρύβουμε το πρόβλημα κάτω από το χαλί. Είναι μια εξαιρετικά κοντόθωρη τακτική γιατί όπως έδειξε η πορεία του Κυπριακού, όσο αυτό δεν επιλύεται ο κίνδυνος μιας ξαφνικής επιδείνωσης ελλοχεύει με απρόβλεπτες συνέπειες. Μέχρι στιγμής δε οι συνέπειες ήταν αρνητικές για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Τώρα θα μου πείτε γιατί να ασχολούμαστε με υποθετικές επιπλοκές όταν είναι σε εξέλιξη η επικών διαστάσεων σύγκρουση στο περιφερειακό Συμβούλιο Αττικής ανάμεσα σε Στάθη Παναγούλη, Δημήτρη Τσουκαλά και Γιάννη Σγουρό; Ποιος έχει την πολυτέλεια να ασχοληθεί με το Κυπριακό; Αν, ο μη γένοιτο, ξεσπάσει κρίση με αφορμή το Κυπριακό, τότε όλοι θα ζητάνε ευθύνες. Από όλους εκτός από τον πάντα αθώο εαυτό τους.
Τελειώνοντας σκέφτομαι ότι ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς πρέπει να έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος και με ευχαριστίες προς τους αντιπάλους του. Το όνειρό του ήταν η διχοτόμηση του νησιού. Πραγματοποιήθηκε. Ήταν κατά των Συμφωνιών Ζυρίχης Λονδίνου γιατί έφτιαχναν ενιαίο κράτος. Είδε τον Μακάριο να καταγγέλλει στην πράξη με τα 13 σημεία του τη συμφωνία και να του δίνει την ευκαιρία να μετατραπεί εκ του ασφαλούς σε όψιμο υποστηρικτή των Συμφωνιών. Έψαχνε τρόπο να διαχωρίσει τους Τουρκοκυπρίους από τους Ελληνοκύπριους και είδε με χαρά τον Γρίβα και τον Σαμψών να παίζουν το παιγνίδι του, εκκαθαρίζοντας τουρκικά χωριά και περιορίζοντας τους Τουρκοκύπριους σε θυλάκους, στο έλεος του Ντενκτάς και της ΜΙΤ. Το ?74 είδε την ελληνική χούντα και τους Κύπριους συνεργάτες της να ανατρέπουν τον Μακάριο, να παραβιάζουν τις συνθήκες και να δίνουν το πρόσχημα στην Τουρκία για την εισβολή και την κατοχή. Μετά επί χρόνια έβλεπε με ικανοποίηση την ελληνοκυπριακή πλευρά να απορρίπτει όλα τα σχέδια για επίλυση του Κυπριακού ενώ αυτός εδραίωνε την εξουσία του και αξιοποιούσε τον χρόνο φέρνοντας εποίκους στη θέση των Τουρκοκυπρίων. Μόνο μια φορά είδε το έργο της ζωής του να κινδυνεύει όταν παρά την αντίθεσή του οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν μαζικά υπέρ του Σχεδίου Ανάν. Τον έσωσαν πάλι οι αντίπαλοί του.