Όταν -εδώ και χρόνια- διάβασα τον πρόλογο του Α. LALANDE στην 5η έκδοση του μνημειώδους έργου του «Λεξικό της Φιλοσοφίας», επηρεασμένος από όσα εκεί παραθέτει, αναρωτήθηκα: «Δηλαδή, αν αποκαθιστούσαμε κοινό νόημα στις λέξεις, θα τέλειωναν ακόμη και οι πόλεμοι;»
Το ίδιο ερώτημα μου επανερχόταν έκτοτε συχνά με διάφορες
παραλλαγές, ανάλογα με τα εκάστοτε «διακυβεύματα» που απασχολούσαν την επικαιρότητα. Τώρα όμως, το ίδιο ερώτημα είναι καθημερινό, επίμονο και βασανιστικό. Διότι αφορά στην πιο πολυχρησιμοποιημένη λέξη των ημερών. Το περίφημο «μνημόνιο».
Εκείνο λοιπόν που γνωρίζω ως προς το νόημα της λέξης, είναι ότι αναφέρεται σε μία δανειακή σύμβαση, η οποία, όπως όλες οι δανειακές συμβάσεις, περιγράφει τους όρους υπό τους οποίους θα χορηγηθεί δάνειο στη χώρα μας.
Στο δημόσιο διάλογο, διαμορφώθηκαν δύο «αναγνώσεις» της ίδιας λέξης: Η μία που δέχεται τα παραπάνω αυτονόητα, αλλά δεν τολμάει καν να τα ψελλίσει και η αντίθετή της – «αντιμνημονιακή» αυτοαποκαλείται αυτάρεσκα και «αντιστασιακά» – που όμως κυριάρχησε και δημιούργησε την κοινή αντίληψη περί του «μνημονίου».
Πέτυχε λοιπόν η «αντιμνημονιακή» ανάγνωση να αφαιρέσει από τον όρο το νόημά του -ότι πρόκειται δηλαδή για δανειακή σύμβαση- και να του προσδώσει δαιμονική σημασία. Συνέπεια της επικοινωνιακής αυτής «νίκης», ήταν να επικρατήσει στην κοινή αντίληψη η πεποίθηση ότι το «μνημόνιο», δεν είναι μια δανειακή σύμβαση με αντικείμενο τη λήψη δανείου για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά ότι αντίθετα, είναι η αιτία της κρίσης. Και όχι μόνον, αλλά ότι πρόκειται για ένα «δαιμονικό κατασκεύασμα», το οποίο επινόησαν κάποιοι «εγχώριοι προδότες», ή, το χειρότερο, κάποιοι ξένοι επίβουλοι του πλούτου μας και το αποδέχτηκαν οι «εγχώριοι προδότες». Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλες τις κινητοποιήσεις ακούγεται το σύνθημα: «Πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω» και πουθενά «πάρτε τα λεφτά σας και φύγετε από δω».
Ενώ λοιπόν, με αφορμή την κρίση, ήταν επιτακτικό να αναπτυχθεί ένας σοβαρός και υπεύθυνος διάλογος με όρους πραγματικότητας, ήτοι με αποκλειστικό αντικείμενο τις ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ που είναι αναγκαίες για τη σωτηρία της χώρας, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: Υποκαταστάθηκε ο διάλογος με τη δεισιδαιμονία.
Και επειδή η δεισιδαιμονία επιβιώνει μόνον αν ακολουθείται από νέα δεισιδαιμονία, μπήκαμε σε ένα φαύλο κύκλο, μέσω του οποίου κυριαρχεί στο δημόσιο θέαμα όποιος εκστομίσει τη μεγαλύτερη τρέλα, ή την πιο ακραία δημοκοπία. Αυτό -με όρους φυσικής αναγκαιότητας- επέφερε δραματική αλλαγή ακόμη και στις σημασίες του γλωσσικού μας κώδικα.
Έτσι λοιπόν, η ορθολογική στάση ονομάζεται «ενδοτισμός», η συμμόρφωση με διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας ονομάζεται «δωσιλογισμός», η απαίτηση αντίστροφα να συμπεριφερθούμε με όρους διεθνούς ανομίας, ονομάζεται «πατριωτισμός», κ.ο.κ.
Στην εσωτερική επίσης πολιτική, η όποια μεταρρύθμιση -και η πλέον αυτονόητη- ονομάζεται «εκδήλωση υποτέλειας». Τυχόν επίσης απόπειρα για περικοπή προνομίων των συντεχνιών, ώστε να μεταφερθούν πόροι, π.χ., στην προστασία των ανέργων, ονομάζεται «ανάλγητη επίθεση» στα κοινωνικά δικαιώματα («κεκτημένα» στην «αργκό» των συντεχνιών), κ.ο.κ.
Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε μία καθολική «εμμηνόπαυση του πνεύματος» (δανείζομαι την έκφραση από τη «Μπροσούρα του Στρασβούργου», που ήταν ο ιδεολογικός προπομπός του Μάη του ’68), που οδηγεί σε κατάρρευση της λογικής.
Προϊόν αυτής της κατάρρευσης, είναι το μέτωπο της παράνοιας που απειλεί να μας «σώσει», οδηγώντας μας στο γκρεμό. Είμαι λοιπόν απαισιόδοξος. Γιατί, όπως γράφτηκε πρόσφατα, όσες φορές η Ελλάδα βρέθηκε ένα βήμα μπροστά από το γκρεμό, το έκανε.