Η ελληνική στάση απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις

Δέσποινα Θηραίου 01 Ιαν 2021

Δέσποινα Θηραίου

  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συζητήθηκαν μεταξύ άλλων η επιδημιολογική κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη λόγω COVID-19, ο δεσμευτικός στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 (σε σύγκριση με το 1990), η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η σημασία μιας ισχυρής διατλαντικής εταιρικής σχέσης με ΗΠΑ, η θέσπιση νέου καθεστώτος κυρώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τέλος η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίζοντας την Τουρκία σαν ευρωπαϊκό πρόβλημα. Οι τουρκικές μονομερείς και προκλητικές δηλώσεις στην Ανατολική Μεσόγειο δυστυχώς συνεχίζονται όπως και οι παράνομες δραστηριότητες στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου.

 Μέχρι τη στιγμή που γράφεται το κείμενο, η Ελλάδα δείχνει απρόθυμη να εγκαταλείψει τη θέση της περί κυρώσεων, ωστόσο δηλώνει έτοιμη για εποικοδομητικό διάλογο με την Τουρκία, ξεκαθαρίζοντας ότι προσδοκά μια ήρεμη περίοδο δίχως τουρκικές προκλήσεις. Η ΕΕ παράλληλα πιέζει για αποκλιμάκωση προκειμένου να ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, με στόχο να επέλθει εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών. Γενικότερα, η στάση της Ευρώπης δεν φαίνεται να αλλάζει ιδιαίτερα όσον αφορά το θέμα «Τουρκία», καθώς εκτιμούν ότι είναι χώρα στρατηγικού ενδιαφέροντος παρά τις προσπάθειες της Ελλάδας που πιέζει προς την κατεύθυνση των κυρώσεων μέχρι και τη διακοπή της Τελωνειακής Ένωσης.

 Το ερώτημα είναι γιατί εμμένει η Ελλάδα σε αυτή την άποψη; Γιατί πιστεύει ότι αν ακολουθήσει τη λογική της αποκλιμάκωσης με έναν εποικοδομητικό διάλογο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, ενώ στη συνέχεια ακολουθήσουν οι κυρώσεις θα στείλει ένα ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία; Μπορεί η Ευρώπη όντως να αντιδρά αργά (όπως έχει άλλωστε κατηγορηθεί) και τα μηνύματά της να μην είναι ξεκάθαρα αλλά δεν φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για το θέμα.

 Χρειάζεται κατά τη γνώμη μου μια αλλαγή στρατηγικής. Ας αποφασίσουμε ποια θα είναι η στάση μας απέναντι στην Τουρκία, τιμωρητική ή μη. Ποια Τουρκία θέλουμε ώστε να μπορέσουμε να καθίσουμε στο τραπέζι του διαλόγου, συζητώντας θέματα που τόσα χρόνια αποτελούσαν taboo για τις δύο χώρες. Είναι αδιαμφησβήτητο, θεωρώ, το γεγονός ότι μόνο μέσα σε μια διαδικασία ευρωπαϊσμού θα μπορέσει η Τουρκία να πλησιάσει τις ευρωπαϊκές αξίες και ιδανικά. Διότι η Τουρκία αν και μπορεί πολιτιστικά να πλησιάζει στην Ασία, μόνο μέσα από μια τέτοια προσπάθεια ευρωπαϊσμού θα επιλυθούν οι διαφορές μέσω του διαλόγου και με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Και φυσικά αυτό το κλίμα δεν θα επέλθει αν επιβληθούν τελικώς οι κυρώσεις. Γι? αυτό είναι αρκετά σημαντικό να διατηρηθούν ανοιχτά τα κανάλια επικοινωνίας με την Τουρκία, θέση που υποστηρίζεται κυρίως από τη Γερμανία.

 Μην ξεχνάμε ότι η τουρκική οικονομία δεν διανύει την καλύτερη της περίοδο, παρά την ενέργεια της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας για αύξηση των επιτοκίων στο 17% αποκαθιστώντας την αξιοπιστία της (η επί μήνες πτωτική πορεία της τουρκικής λίρας φτάνοντας μάλιστα στα όρια της κατάρρευσης φαίνεται να αντιστράφηκε).

  Σε συνδυασμό με την πανδημία COVID-19, τις κυρώσεις από τις ΗΠΑ, τη ρήξη με Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία, το αποτέλεσμα είναι  να αποδυναμώνουν και να απομονώνουν την Τουρκία, βάζοντας φρένο στο οθωμανικό όνειρο ως παγκοσμίως υπολογίσιμη δύναμη. Όλα τα στοιχεία συνηγορούν στο γεγονός ότι η Τουρκία έχει πολύ περισσότερο ανάγκη την Ευρώπη, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο Ερντογάν. Ανεξάρτητα από τα λεγόμενα του Τούρκου ηγέτη, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε κρίσιμη θέση, καθώς θα πρέπει να λειτουργήσει με τακτική και «διπλωματική μαεστρία» για να πετύχει τους στόχους της. Μένει ωστόσο να δούμε αν θα συνεχίσει τις προκλήσεις η Τουρκία με το καινούριο έτος και με ποιο τρόπο και πόσο άμεσα θα χειριστεί το ζήτημα η Ευρώπη.

 

 

*Η Δέσποινα Θηραίου είναι Διεθνολόγος, ερευνήτρια σε θέματα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής.