Η ελληνική πολιτική σκηνή υπό την οπτική των αξιών

Γιώργος Κόρδας 03 Δεκ 2015

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, φάνηκε πως η Δυτική Ευρώπη, έχει περάσει σε μια νέα εποχή ανάπτυξης, κατά την οποία προσπαθεί να σταθεί στον διπολικό κόσμο – όπως αυτός διαμορφώθηκε με τον Ψυχρό Πόλεμο –  και κατά την οποία νέα κοινωνικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους. Τα κινήματα αυτά, ενέταξαν στην πολιτική ατζέντα νέα διακυβεύματα, δημιουργώντας μια καινούργια διαιρετική τομή, αυτή την οποία ο Ronald Inglehart ονόμασε «υλισμός – μεταϋλισμός». Σύμφωνα με αυτή, οι δυτικές κοινωνίες, έχοντας επιτύχει τους υλιστικούς στόχους τους (ασφάλεια, εισόδημα, κ.α.) μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορούσαν να στραφούν και σε μεταϋλιστικά διακυβεύματα, όπως η περιβαλλοντική ατζέντα, η χρήση των πυρηνικών και το ζήτημα των γυναικείων δικαιωμάτων. Η Ελλάδα απείχε από αυτή την εξελικτική διαδικασία για δυο λόγους: α)μέχρι το 1974 βρισκόταν υπό καθεστώς δικτατορίας και β) στη συνέχεια επιδίωξε να εκσυγχρονίσει τον κρατικό και κοινωνικό της κορμό.

Ακαδημαϊκές έρευνες όπως αυτές που διεξήγαγε ο Inglehart σε διάφορες χώρες παγκοσμίως, απουσιάζουν για την ελληνική περίπτωση, ωστόσο αυτό που είναι εμφανές στις έρευνες που καλύπτουν την περίοδο από το 1974 και μετά, είναι το γεγονός πως η απόπειρα για εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους διήρκησε 20 χρόνια, χωρίς να θεωρείται ποτέ ολοκληρωμένη πλήρως. Το 2000, όταν ξεκινάει η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Σημίτη, θεωρείται πως το ελληνικό κράτος κατάφερε να παρουσιάσει για πρώτη φορά μια ανταγωνιστική οικονομία, με «επιθετικές αιχμές» της μια σειρά μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών (και χώρο διείσδυσης κυρίως την Βαλκανική Χερσόνησο). Ταυτόχρονα, η πολιτική σταθερότητα ήταν δεδομένη και το ατομικό εισόδημα είχε δυνατότητες βελτίωσης, ενώ η χώρα ετοιμαζόταν να ενταχθεί στον κλειστό κύκλο της ΟΝΕ. Αν και το ελληνικό κράτος δεν έπαψε να αντιμετωπίζει προβλήματα, φάνηκε πως υπήρχε για πρώτη φορά η δυνατότητα να μετατοπισθεί η βαρύτητα της πολιτικής επικαιρότητας στα μεταϋλιστικά διακυβεύματα, μιας και το υλιστικό κομμάτι της πολιτικής διεκδίκησης φάνηκε να βρίσκει έναν περισσότερο «σταθερό» ρυθμό στην κάλυψη των διεκδικήσεων του.

Η αισιοδοξία που δημιουργήθηκε την περίοδο εκείνη και κορυφώθηκε με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, έγινε δυνατό να διαψευστεί ολοκληρωτικά  στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Μια σειρά χείριστων επιλογών πολιτικών προσώπων, σε συνδυασμό με αδύναμες κυβερνήσεις, κούραση του παλιού δικομματισμού, υψηλά επίπεδα λαϊκισμού και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, οδήγησαν σε σταδιακή αλλαγή των δεδομένων. Σε βάθος εξαετίας πια, παρατηρούμε την μετατροπή μιας χώρας οικονομικά εξωστρεφούς – όχι ισχυρής, σίγουρα όμως εξαιρετικά ενεργούς – σε πρωτόγνωρο παράδειγμα εσωστρέφειας και κυριαρχίας αρνητικών αξιών. Τη σιγουριά της οικονομικής ανάπτυξης και της ισχυρής χώρας, έχει αντικαταστήσει η αβεβαιότητα. Τις ισχυρές πολιτικές ηγεσίες η αδυναμία των πολιτικών «παιχτών», ενώ τη διαφθορά όπου αποκαλύφθηκε, το αδιέξοδο νέων πολιτικών λύσεων. Αποτέλεσμα είναι η ρήξη ανάμεσα στο εκλογικό σώμα και τα πολιτικά κόμματα, όπως μεταφράζεται και από τα αυξανόμενα ποσοστά αποχής τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, την ομοφωνία και τη διάθεση συμμετοχής στα κοινά, διαδέχτηκε η στροφή προς τη διαμαρτυρία και την στήριξη ριζοσπαστικών πολιτικών σχηματισμών (ΛΑ.Ο.Σ., Χρυσή Αυγή).

Ωστόσο, αυτή η εσωστρέφεια και η αποτυχία μετάβασης σε μια πολιτική ατζέντα που θα συνδυάζει υλιστικά και μεταϋλιστικά διακυβεύματα, δίνοντας βαρύτητα στα δεύτερα, φαίνεται ξεκάθαρα στο κοινωνικό κομμάτι. Καθώς η χώρα διέγραφε την πορεία της εντός της οικονομικής κρίσης, άρχισε να αυξάνεται το ποσοστό ανεργίας του ενεργού πληθυσμού, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την μετανάστευση, αλλά και αρκετά φαινόμενα αυτοκτονίας. Η πίεση που δημιουργήθηκε από την οικονομική κατάσταση, μείωσε τη σημασία του επιπέδου ζωής για ένα μέρος του πληθυσμού, δίνοντας την αίσθηση του αναλώσιμου στην κοινωνία. Την ίδια στιγμή, η αγορά έχασε τον ρυθμό της, καθώς η αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών μειώθηκε και ως αποτέλεσμα το επίπεδο ανταγωνισμού έπεσε. Τελική κατάληξη υπήρξε η δημιουργία ενός σημαντικού όγκου άδειων μαγαζιών, δίνοντας την εικόνα εγκαταλελειμμένων πόλεων. Την ίδια στιγμή – και καθώς η δυναμική της οικονομίας φαίνεται να μειώνεται και άλλο – αύξηση φαίνεται να παρουσιάζεται στους άστεγους και τους άπορους, οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη εξαθλίωση. Με τους τελευταίους να κοιμούνται σε παγκάκια, με ο,τι βρουν παραπεταμένο, να ζητιανεύουν για να τραφούν ή να ψάχνουν στα σκουπίδια, φαίνεται πως ολοκληρώνεται η εικόνα της πολιτικής αποτυχίας και πλήρους εσωστρέφειας.

Αν προσπαθήσουμε να συμπυκνώσουμε τα παραπάνω για να καταλήξουμε κάπου, φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία σε ένα βάθος δεκαπενταετίας έκανε την διαδρομή «μερική εσωστρέφεια – εξωστρέφεια – εσωστρέφεια». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι αξίες να μην προσεγγιστούν με κάποιο μέτρο, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη αισιοδοξία να ανατρέψει η πλήρης απαισιοδοξία και η κατάσταση κοινωνικής ασφυξίας. Γεγονός είναι άλλωστε πως αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το περιεχόμενο των αξιών αυτή την στιγμή, θα βρούμε είτε αρκετές αρνητικού περιεχομένου, είτε αρκετές οι  οποίες φέρουν το «α-» στερητικό, κάτι που ενισχύει την αίσθηση της απουσίας και της αδυναμίας. Τελικά, με βάση τον άξονα που δημιούργησε ο Inglehart, φαίνεται πως η ελληνική πολιτική σκηνή την περίοδο 2000 – 2008 επιχείρησε να μεταβεί από την υλιστική στην μεταϋλιστική πλευρά του, απόπειρα η οποία απέτυχε πλήρως όπως φάνηκε. Η κυριαρχία του ατομισμού ως τρόπου αντίληψης της κοινωνικής πραγματικότητας, δημιουργεί μια απρόσωπη κοινωνία, συμπιέζοντας τις κατακτήσεις στη μεταϋλιστική πλευρά του άξονα και ωθώντας την χώρα να μοιάζει περισσότερο με κάποιες πρώην κομμουνιστικές χώρες, παρά με την – πάντα πρότυπο – Δυτική Ευρώπη.