Η ελληνική κοινωνία ακόμα και τώρα αναζητάει τις λύσεις στο παρελθόν

Φώτης Γεωργελές 29 Ιαν 2015

Εδώ και τουλάχιστον 6 μήνες, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα πράγματα οδηγούνται σ’ αυτό το φινάλε. Τα δύο πρώην κυρίαρχα κόμματα της μεταπολίτευσης ήταν φανερό ότι δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν το έργο της αλλαγής του οικονομικού και κρατικού μοντέλου που θα τα έφερνε σε οριστική ρήξη με τους πελάτες τους. Διαπραγματεύονταν με τις τρόικες αέναα, καθυστερούσαν, ενώ δεύτερες σκέψεις επικρατούσαν: το πολιτικό κόστος της κρίσης πρέπει να πληρώσουν και όσοι μέχρι τώρα από την εξέδρα λεηλατούσαν την εκλογική τους βάση εκ του ασφαλούς.

Λένε ότι δεν έχει ξαναϋπάρξει χειρότερη προεκλογική εκστρατεία από αυτήν της κυβέρνησης Σαμαρά. Ο πρωθυπουργός υπονόμευσε την ίδια την κυβέρνησή του, υιοθέτησε τη ρητορική του αντιπάλου του, δηλαδή αποδέχθηκε την ήττα. Από εκεί που προπαγάνδιζαν το success story και την έξοδο επιτέλους από την κρίση, επέστρεψαν στο «χείλος του γκρεμού», στο «grexit», στην απειλή χρεοκοπίας. Μα ή το ένα ή το άλλο θα συμβαίνει. Η αντιμνημονιακή ΝΔ που «έσκιζε τα μνημόνια κάθε μέρα», έκανε προεκλογική εκστρατεία υπέρ του αντιπάλου της. Αν το πρόβλημά μας είναι αυτό, καλύτερα ας δοκιμάσουμε αυτούς που θα τα σκίσουν μια και καλή.

Ο στόχος επετεύχθη. Η απασφαλισμένη χειροβομβίδα παραδόθηκε στους επόμενους. Κουρασμένο από την ύφεση, τη στασιμότητα, το εκλογικό σώμα αποφάσισε να διακινδυνεύσει. Έχει μπροστά του άλλωστε ένα κόμμα καθρέφτη που το διευκόλυνε σ’ αυτή την προοπτική. Ο καθένας εύρισκε αυτό που επιθυμούσε. Ένα κόμμα που σέρβιρε σε σωστές δόσεις όλους τους μύθους της μεταπολίτευσης, όλες τις ιδεοληψίες της ελληνικής κοινωνίας, δεξιές και αριστερές μαζί. Με επιπλέον ατού ένα χαρισματικό ηγέτη που ήξερε να αλλάζει συνεχώς τα πρόσημα, προοδευτικά – συντηρητικά, δεξιά – αριστερά, φόβο – ελπίδα, εκδίκηση – εφησυχασμό, ενοποιώντας τα σε ένα εύκολο και βολικό αφήγημα. Το οποίο υποσχόταν την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες, όχι μέσω της ρήξης με τους εαυτούς μας και με όσα ξέραμε και κάναμε μέχρι τώρα, αλλά με την επανάληψη. Αν η μεταπολίτευση οδηγήθηκε στην αποτυχία, η θεραπεία είναι η ακόμα μεγαλύτερη μεταπολίτευση. Αν το λιγότερο φιλελεύθερο κράτος της Ευρώπης χρεοκόπησε, το φάρμακο είναι περισσότερος κρατισμός και προσλήψεις στο Δημόσιο.

Ο Σύριζα έφτασε στη νίκη, όπως πριν 2 χρόνια ο Α. Σαμαράς. Με υπονομευμένη την κυβερνητική του θητεία από την αντιπολιτευτική του τακτική. Θα προσπαθήσει τώρα να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Δύσκολο να το καταφέρει, όσο κι αν οι λογικοί πολίτες που έχουν απομείνει σ’ αυτή τη χώρα οφείλουν να του εύχονται να το επιτύχει. Οι αποτυχίες διαδοχικά της κάθε κυβέρνησης δεν είναι αποτυχίες ενός κόμματος, είναι αποτυχίες της χώρας.

Γρήγορα θα πρέπει να παραδεχτεί ότι τη λιτότητα δεν μας την «επέβαλε» κανένας ξένος, αλλά το γεγονός ότι δεν έχουμε λεφτά και οι επιλογές μας. Ότι κανένα χρέος δεν ευθύνεται για την παρατεταμένη ύφεση 5 χρόνων. Ακόμα παρκαρισμένο είναι. Ότι κανείς δεν μας επιβάλλει να έρθουν τρόικες για να τις «διώξουμε». Εμείς τις καλούμε. Για να ζητήσουμε δανεικά. Και τότε πρέπει να πει πώς λύνονται τα δομικά προβλήματα του καθυστερημένου ελληνικού μοντέλου. Εδώ ήρθαμε.

Το πιθανότερο είναι ότι η νέα κυβέρνηση θα κάνει ό,τι και οι προηγούμενες. Μικρούς και μεγάλους συμβιβασμούς, μικροκαθυστερήσεις, προσαρμογή. Θα βαφτίσει τα μνημόνια «σοσιαλιστικά πλάνα» και θα κάνει την περίφημη τούμπα. Δεν είναι τόσο εύκολο, δεν έχει ούτε χρόνο ούτε αντίληψη μεταρρυθμίσεων. Είναι πιθανόν μπροστά στην πρόσκρουση, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα «ιδεολογικά», να αναζητήσει μια «πολιτική» λύση, όπως αυτή που τους υπέδειξε ο ΓΑΠ στην πρόσφατη αποτυχημένη επιστροφή του: ένα δημοψήφισμα. Αυτοί είναι οι όροι, τι λέτε κι εσείς, θέλετε να δεχτούμε τη σκληρή πραγματικότητα ή να γίνουμε Βενεζουέλα, ο κυρίαρχος λαός αποφασίζει. Όμως οι κυβερνήσεις είναι για να παίρνουν τις δύσκολες αποφάσεις, όχι για να κρύβονται. Ο χρόνος έχει τελειώσει, δεν υπάρχει πια περιθώριο για πολλά κόλπα.

Αυτά όμως θα γίνουν πιο καθαρά τις επόμενες βδομάδες και μήνες. Ό,τι κι αν γίνει πρέπει να ευχόμαστε να είναι οι εξελίξεις όσο το δυνατόν πιο ομαλές. Πρέπει πάντα να διατηρούμε την ελπίδα για ευχάριστες εκπλήξεις. Οι πρώτες επιλογές πάντως για συγκυβέρνηση με το κατ’ εξοχήν κόμμα του ανορθολογισμού στην Ελλάδα δείχνουν ότι επιθυμία είναι η συντήρηση του παραπλανητικού «αντιμνημονιακού μετώπου» κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Η συνάντηση του αριστερισμού των φοιτητικών αμφιθεάτρων του 1970 με τον Γέροντα Παΐσιο θα είναι κωμικοτραγική.

Η ΝΔ ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε κακά ο πρωθυπουργός γιατί έδωσε πολιτικό όρκο. Πολύ καλά ξεκίνησε. Απ’ όλο αυτό το ψυχόδραμα που ζούμε με τις εναλλαγές 6 κομμάτων στην κυβέρνηση μέσα σε 4 χρόνια, καλό είναι να προκύπτουν και μερικές παράπλευρες ωφέλειες αντί για παράπλευρες απώλειες μόνο. Όμως δείχνει και αυτό την υπόρρητη στρατηγική που αναπτύσσεται σε τμήματα της συντηρητικής παράταξης: Σε μια δύσκολη περίοδο με κλυδωνισμούς και συγκρούσεις, κατάλληλη αντιπολίτευση σε μια «κυβέρνηση αριστεράς» μπορεί να μην είναι μια φιλελεύθερη κεντροδεξιά αλλά μια σκληρή δεξιά του παλιού καλού καιρού του «αντικομμουνιστικού αγώνα». Αν προσμετρήσεις και τη Χρυσή Αυγή που αποδεικνύεται συμπαγής, τα καινούργια μέτωπα από το παρελθόν είναι εδώ. Βοήθειά μας. Αυτό θα είναι και το χειρότερο φινάλε γι’ αυτή την κρίση, η συνολική επιστροφή στο 1945. Ελπίζω να μείνουν μόνο σενάρια.

Είναι αποκαλυπτικό ότι το κόμμα των έγκλειστων στον Κορυδαλλό κέρδισε την τρίτη θέση τελικά από το κόμμα που είχε μια καθαρή μεταρρυθμιστική, ευρωπαϊκή ατζέντα. Για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας, ο αντιδημοκρατικός υπόκοσμος είναι πιο οικείος από την ευρωπαϊκή δημοκρατία.

Η ελληνική κοινωνία ακόμα και τώρα αναζητάει τις λύσεις στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά είναι η πρώτη φορά που οι εκσυγχρονιστικές ορθολογικές δυνάμεις έχουν με το Ποτάμι μια πολιτική έκφραση καθαρή. Το ότι υπάρχει τουλάχιστον κι αυτός ο πόλος στο παιχνίδι, είναι θετικό για τις εξελίξεις. Η μεταπολιτευτική περίοδος 40 χρόνων θα τελειώσει, αφού όλες οι πολιτικές δυνάμεις που την καθόρισαν, περάσουν από την εφαρμοσμένη πολιτική εξουσία. Αφού όλοι οι μύθοι της ζωής μας δοκιμαστούν και διαψευσθούν, ίσως τότε η ελληνική κοινωνία ξεφύγει από την καθήλωση στην παιδική ηλικία των πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών που την καθόρισαν.

Αλλιώς θα τις ξαναπαίξει ως δράμα.