Η πρόσφατη πρωτοβουλία των 58 προσωπικοτήτων για τη συγκρότηση της ελληνικής «Ελιάς» και οι εξελίξεις που ακολούθησαν γεννούν μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα και τη δυναμική του εγχειρήματος. Μια παράμετρος, ανάμεσα στις άλλες, είναι να αναδείξουμε ομοιότητες και διαφορές μεταξύ του εγχειρήματος αυτού και του αρχικού που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία το 1995. Παρά το γεγονός ότι κάθε χώρα και εποχή χαρακτηρίζεται από τις δικές της ιδιαιτερότητες, μια σύγκριση μεταξύ ενός επιτυχημένου εγχειρήματος (ιταλική Ελιά) και ενός εν τη γενέσει (ελληνική Ελιά) θα συμβάλει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, ικανών να μας βοηθήσουν στη συνέχεια της προσπάθειάς μας.
Αρχικά αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι η κουλτούρα συμμαχιών που ήδη προϋπήρχε στο χώρο της ιταλικής κεντροαριστεράς, αλλά και της κεντροδεξιάς. Από τη δεκαετία του ’60 έχουμε ήδη εκλογικές και κυβερνητικές συμμαχίες των κομμάτων της αριστεράς και του κέντρου, ενώ λίγο διάστημα πριν τη δημιουργία της Ελιάς (1995), στις τοπικές εκλογές του 1993 υπήρξε κοινή συμπόρευση κομμάτων της κεντροαριστερές σε πολλά μεγάλα αστικά κέντρα, πράγμα που ακολούθησε και σε επίπεδο εθνικών εκλογών το 1994, όταν στη Συμμαχία των Προοδευτικών (Alleanza dei Progressisti) συμμετείχε η πλειοψηφία των κομμάτων του χώρου.
Αντίθετα, κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία. Η ύπαρξη ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων δεν βοήθησε στη δημιουργία κουλτούρας συμμαχιών και, όταν αυτό συνέβη, είτε είχε συγκυριακό χαρακτήρα, είτε ήταν σαφώς μικρότερου βεληνεκούς.
Δεύτερο σημείο είναι ότι τα κόμματα που πρωταγωνίστησαν στην ιταλική Ελιά έχαιραν σαφώς υψηλότερης κοινωνικής αποδοχής από αυτά που πρωταγωνιστούν στο ελληνικό εγχείρημα. Πιο συγκεκριμένα, στην Ιταλία το σημαντικότερο κόμμα του εγχειρήματος, το Partito Democratico della Sinistra (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς), έχαιρε υψηλής κοινωνικής αποδοχής γεγονός που αποδεικνύεται από τα εκλογικά του ποσοστά, τα οποία είχαν και αυξητική τάση (στις εθνικές εκλογές του 1992 αποσπά το 16,11%, ενώ δύο χρόνια μετά, το 1994, αποσπά στις ευρωεκλογές το 19,09% των ψήφων και στις εθνικές εκλογές το 20,36%). Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με το δεύτερο μεγαλύτερο σχηματισμό της ιταλικής Ελιάς, το Partito Popolare Italiano (Ιταλικό Λαϊκό Κόμμα) το οποίο, παρά τη βαθύτατη κρίση του ως διάδοχο του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, απέσπασε στις ευρωεκλογές του 1994 το 9,99% των ψήφων και στις εθνικές εκλογές το 11,07%.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό ότι κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει στο ελληνικό εγχείρημα. Παρά το γεγονός ότι δημοσκοπικά υπάρχει ένα αδιαμόρφωτο 25% των πολιτών που αντιμετωπίζει θετικά ένα τέτοιο εγχείρημα, εντούτοις οι κομματικοί σχηματισμοί που συμμετέχουν σε αυτό, ως προς την εκλογική τους απήχηση, απέχουν παρασάγκας από τους αντίστοιχους ιταλικούς, αφού το ΠΑΣΟΚ που αποτελεί τη μεγαλύτερη πολιτική συνιστώσα του εγχειρήματος, με βάση τις δημοσκοπήσεις, δεν καταγράφει σημαντικά εκλογικά ποσοστά (στην καλύτερη περίπτωση 7%), ενώ και η δεύτερη μεγαλύτερη εν δυνάμει συνιστώσα, η ΔΗ.ΜΑ.Ρ., η οποία έχει κατά καιρούς δηλώσει θετική σε κάποια μορφή συνεργασιών, δε συμμετέχει καν στο εγχείρημα της ελληνικής Ελιάς, αλλά κι αν αυτό συμβεί οι δημοσκοπικές της επιδόσεις είναι ισχνές. Όσον δε αφορά τις 58 προσωπικότητες που έχουν πρωταγωνιστήσει στο εγχείρημα, ποτέ δεν υπήρξαν κόμμα, ποτέ δεν έχουν καταγράψει εκλογικά ποσοστά και κατά συνέπεια δεν μπορούν να προσμετρηθούν ως υπαρκτή πολιτική δύναμη.
Τέλος, καταλυτικό ρόλο στο συγκεκριμένο εγχείρημα παίζει η απουσία του ΣΥΡΙΖΑ, ενός ΣΥΡΙΖΑ που ωστόσο αποτελεί τον ισχυρότερο συγγενή πολιτικό χώρο, ο οποίος, με βάση τις δημοσκοπήσεις, διεκδικεί με αξιώσεις την πρωτιά στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση και, άρα, λειτουργεί ανταγωνιστικά ως προς τη συμμαχία της Ελιάς. Στην Ιταλία τέτοιος πολιτικός σχηματισμό, αντίστοιχος με τον ΣΥΡIΖΑ δεν υπήρξε, οπότε μπορούσε με σχετική ευχέρεια η ιταλική Ελιά να συσπειρώσει όλους τους συγγενείς πολιτικά σχηματισμούς.
Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τον προγραμματικό λόγο των δύο εγχειρημάτων, την πολιτική συγκυρία, την απήχηση του πολιτικού τους προσωπικού, τις φιλοδοξίες και υστεροβουλίες των πρωταγωνιστών, καθώς και μια σειρά άλλων παραμέτρων. Σε κάθε περίπτωση όμως οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί έδειξαν ότι πρέπει να αποφευχθούν οι απλοϊκές συσχετίσεις του ελληνικού εγχειρήματος με αυτό της Ιταλίας και ότι η συνέχεια προβλέπεται αρκετά μακρά, επίπονη και με πολλές διακυμάνσεις.