Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία αντιλαμβάνεται το ρόλο και τη λειτουργία του Τύπου, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Τύπος αντιλαμβάνεται τη θέση του και τη σχέση του με την κοινωνία, είναι ένα από τα κομβικά σημεία της σύγχρονης μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Παρά τις όποιες στρεβλώσεις, παρά τις όποιες παρεκτροπές, στον Τύπο οφείλουμε την αποκάλυψη των καταχρήσεων της εξουσίας, – πολιτικής και οικονομικής,- στον Τύπο οφείλουμε τις αποκαλύψεις των σκανδάλων, στον Τύπο, τέλος, απευθύνονται οι αδύνατοι για να βρουν προστασία. Την ίδια στιγμή, από τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία ελέγχει αλλά και προστατεύει τον Τύπο, κρίνεται και η ποιότητα του δημοκρατικού της καθεστώτος, κρίνεται η ίδια η λειτουργία του πολιτεύματος.
Εκ της θέσεώς του, ο Τύπος αποτελεί έναν πανίσχυρο θύλακα εξουσίας, γι’ αυτό και στις προηγμένες χώρες λαμβάνονται θεσμικές πρωτοβουλίες για τον περιορισμό αυτής της εξουσίας αφ? ενός, και, την παρεμπόδιση διαπλοκής του με τα πολιτικά και οικονομικά συμφέρονται. Η κατάσταση αυτή είναι μια πάλη στο διηνεκές και δεν έχει χαρακτηριστικά στατικά ή εφάπαξ.
Μέσα στον ίδιο τον Τύπο, άλλα είναι τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μεγάλων ομίλων και άλλη η θέση των δημοσιογράφων. Οι πρώτοι έχουν τη δική τους ατζέντα να προωθήσουν, οι δεύτεροι έχουν να κάνουν απλώς τη δουλειά τους, που είναι ο έλεγχος των εξουσιών. Δεν είναι μια ειδυλλιακή εικόνα, μα στις δημοκρατικές χώρες, μέσα από θεσμούς και διαδικασίες έχει καθιερωθεί ένα πλέγμα σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που λίγο ή πολύ το σέβονται όλοι και κάθε παρέκβαση κολάζεται αναλόγως. Η διαπάλη όμως των αντιτιθέμενων συμφερόντων συνεχίζεται.
Τα αυτονόητα αυτά, για άλλες χώρες, πράγματα, δεν είναι αυτονόητα στην ημεδαπή. Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η δημοσιογραφία από την κοινωνία, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η δημοσιογραφία αντιλαμβάνεται το ρόλο της.
Η ελληνική δημοσιογραφία δεν έχει αντιληφθεί ότι μετά τα Wikileaks και την περίπτωση του Έντουαρντ Σνόουντεν, η ερευνητική διάστασή της έχει αλλάξει οριστικά και από εδώ και στο εξής θα χρειάζεται ο κάματος του βυζαντινού χρονικογράφου και η επιμονή ενός επιστήμονα στην τεκμηρίωση του θέματος. Η ευκολία της κίτρινης καταγγελίας, η παραπληροφόρηση, οι προβοκάτσιες, τα υποβολιμαία δημοσιεύματα που εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, υπάρχουν και θα υπάρχουν, μα θα ανήκουν στο περιθώριο και τον υπόνομο της δημοσιογραφίας. Οι κραυγές, οι ανέξοδες καταγγελίες, ο κομπογιανιτισμός και η «αυριανιστική» αντίληψη της πολιτικής ανάλυσης, εξακολουθούν να υπάρχουν και να θεραπεύονται από πολλούς, μα ανήκουν στη τελευταία γενιά δημοσιογραφικών δεινόσαυρων.
Την ίδια στιγμή το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, παραχαϊδεμένο από στρατιές ευπειθών δημοσιογράφων, θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι οι εκ των προτέρων γνωστές ερωτήσεις της συνέντευξης είναι μια πρακτική που έχει πεθάνει εδώ και δεκαετίες στις προηγμένες δημοκρατίες, πως οι αγιογραφίες πολιτικών σε ειδικές εκπομπές περιπατητικού τύπου και μάλιστα στη δημόσια τηλεόραση, είναι ό,τι πιο αποκρουστικό έχει να επιδείξει η εγχώρια εξαρτημένη και πολιτικά διαπλεκόμενη δημοσιογραφία.
Παράλληλα, οι ενώσεις των δημοσιογράφων, ΕΣΗΕΑ και ΠΟΕΣΥ, τα συνταξιοκρατούμενα κάστρα της οπισθοδρόμησης, του στείρου κοορπορατικού συνδικαλισμού, αδυνατώντας να κατανοήσουν την εποχή και τις ανάγκες της, δίνουν μάχες οπισθοφυλακής, με το 50% των μελών τους που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία να δοκιμάζουν τη σκληρή πραγματικότητα της ανεργίας και της μηδενικής προοπτικής απορρόφησης στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Η αφορμή για τη διατύπωση των παραπάνω σκέψεων είναι το επεισόδιο που έγινε με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και έναν ξένο συνάδελφο, που εκπροσωπούσε μια από τις μεγαλύτερες γερμανικές εφημερίδες. Ο εν λόγω αρχηγός, συνηθισμένος στις συνεντεύξεις όπου οι συνεργάτες του υπαγόρευαν τις ερωτήσεις στους ευπειθείς δημοσιογράφους, εξανέστη και απέπεμψε τον ξένο «αναιδή και αυθάδη» δημοσιογράφο. Δεν έφτανε όμως αυτό, στενή του συνεργάτιδα άρχισε να τηλεφωνεί εδώ κι εκεί για να διακριβώσει αν ο εν λόγω δημοσιογράφος συναντήθηκε και με ποιους κατά την παραμονή του στην Ελλάδα και αν τον βοήθησαν στη σύνταξη του καταλόγου των ερωτήσεων. Με άλλα λόγια, η εν λόγω κυρία λειτούργησε δίκην μυστικών υπηρεσιών και επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας συνάμα, φέρνοντας στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το ρόλο του δημοσιογράφου.
Οι επαγγελματικές ενώσεις των δημοσιογράφων, με τη γνωστή τακτική του στρουθοκαμηλισμού κάνουν πως δεν κατάλαβαν τα συνέβη, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά τις υπόγειες (αν και γνωστές σε όλους πλέον) σχέσεις μελών του Δ.Σ. με πολιτικά κόμματα και αρχηγούς, κατά το γνωμικό «το ένα χέρι νίβει το άλλο…κλπ). Το γεγονός ότι συμβάλουν στην οριστική απαξίωση του επαγγέλματος και των δημοσιογράφων ουδόλως του απασχολεί.
Στο μεταίχμιο των εποχών, η ελληνική δημοσιογραφία καλείται να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της. Καλείται να προσδιορίσει από την αρχή τη θέση και το ρόλο της στην κοινωνία. Καλείται τέλος, να δει, πως η δημοσιογραφία των «παραπολιτικών σχολίων», των κουτσομπολιών, των καθ’ υπαγόρευση «πολιτικών σχολιών» και «συνεντεύξεων», έχει πεθάνει προ πολλού και τώρα είναι ένα πτώμα σε τυμπανιαία κατάσταση. Όσο νωρίτερα το κάνει, τόσο ταχύτερα θα καταλάβει τη θέση που της αρμόζει. Σε διαφορετική περίπτωση, η κατηφόρα και η απαξίωση δεν θα έχουν τελειωμό.