Διάβασα το τελευταίο κείμενο του Λεωνίδα Καστανά, και διάφορες σκέψεις ξαναξεπήδησαν από το κεφάλι μου, σκέψεις που αφορούν στη συλλογική ψυχή μας. Κι έτσι έσπασα την καλοκαιρινή σιωπή μου για να τις καταγράψω και να τις μοιραστώ μαζί σας, εάν φυσικά σας ενδιαφέρουν.
Οι Έλληνες λοιπόν αδιαφορούν για την αριστεία, επειδή δε βρίσκουν κίνητρο για να την επιτύχουν. Στον τόπο μας δε τα καταφέρνουν οι άριστοι, μα οι δικτυωμένοι. Οι Έλληνες δεν αγαπούν τις μεγάλες, απρόσωπες επενδύσεις, αν και συρρέουν σ’αυτές. Προτιμούν τα πανάκριβα μικρομάγαζα τους. Οι Έλληνες δε νοιάζονται να γίνουν μεγάλοι, επειδή απλά δε πιστεύουν πως αυτό είναι εφικτό. Είναι ικανοποιημένοι όταν τα κουτσοβολευουν, τους αρκεί ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους και το θεοποιημένο μακρύ ελληνικό καλοκαίρι. Οι Έλληνες βρίσκουν αποδεκτό το να λαδωνουν για ισχνές δημόσιες υπηρεσίες. Το έκαναν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, ως υπήκοοι των Ρωμαίων, των Βυζαντινών και των Οθωμανών. Οι Έλληνες κατά συνέπεια δε θέλουν να πληρώνουν φόρους, ούτε εμπόδια όταν χτίζουν το αυθαίρετο τους. Θεωρούν, και δικαίως, πως κάθε συνεισφορά στον κρατικό κορβανά ισοδυναμεί με χαράτσι. Οι Έλληνες βρίσκουν απόλυτα φυσιολογικό το να τους διαφεντεύουν ουρανοκατεβατοι κοτζαμπάσηδες, τους οποίους ταυτόχρονα μισούν και γλείφουν. Είναι κι αυτό κατάλοιπο της ένδοξης ιστορίας μας. Οι Έλληνες αγαπούν την ισότητα, μόνο προς τα κάτω. Ο επιτυχημένος είναι κατά τεκμήριο αδίστακτος απατεώνας.
Οι Έλληνες όμως δεν είναι αριστεροί. Τους αρέσει το κέρδος κι η αυτοπροβολή, είναι πλεονέκτες ατομιστές, λειτουργούν με ιδιοτέλεια, η κοινωνία τους ενδιαφέρει αποκλειστικά ως κουτσομπολιό. Επιλέγουν εδώ και 35 χρόνια σχετικά κόμματα επειδή οι σύγχρονες προτάσεις τους ταιριάζουν καλύτερα στην εθνική ιδιοσυγκρασία. Η καθ’ημάς Αριστερά είναι εθνικιστική, τα βρίσκει με την Εκκλησία, και λειτουργεί εξισωτικα στο πεδίο των επιδομάτων. Κλείνει το μάτι στη φοροδιαφυγή και στην πάσης φύσεως ανομία. Μάχεται (στα λόγια) μόνο το μεγάλο κεφάλαιο, υπονοώντας πως δεν εχθρεύεται τη μικρή ιδιοκτησία. Και φυσικά στηρίζει σθεναρά κάθε μορφής κρατικοδίαιτους, ΔΥ, συνταξιούχους, μικροκαλλιεργητες και λογής λογής επιδοματούχους. Η δε οικονομική πολιτική της ταυτίζεται απόλυτα με το λαϊκό ρητό «έχει ο Θεός».
Το αστείο είναι πως αυτή η οπτική της ψωροκώσταινας, πριν υιοθετηθεί από την ελληνική Αριστερά, αποτελούσε χαρακτηριστικό του πάλαι ποτέ Λαϊκού Κόμματος, του ιδεολογικού χώρου από τον οποίο προέκυψε η μετεμφυλιακή Δεξιά. Δηλαδή η Αριστερά μας, εγκολπονοντας σταδιακά τις θέσεις της απόλυτης συντήρησης, έχει πάψει από καιρό να αποτελεί δύναμη προόδου μα αντίθετα στασιμότητας, ακόμη και οπισθοδρόμησης. Κι όταν παντρεύονται αρχαίες εθνικολαϊκές αρχές με απολυταρχικες τάσεις, το γέννημα τους ονομάζεται φασισμός.
Ο φιλόσοφος Γιανναράς, με άρθρο του την προηγούμενη Κυριακή μας είπε πως όλοι οι σημερινοί πολιτικοί είναι βασικά ίδιοι. Σύμφωνα με τη λογική του, είναι αδύνατον να αναδειχθούν μέσα από τα υπάρχοντα κόμματα νέα πρόσωπα και νέες ιδέες, που να οδηγήσουν τον λαό, αντί να άγονται από αυτόν. Η μοιρολατρική αυτή στάση είναι ιδανική για την κρατούσα αριστερή πολιτική τάξη. Κουμπώνει κι αυτή με το ελληνορωμαϊκό παρελθόν μας. Μη ξεχνάμε πως, με εξαίρεση την Στάση του Νίκα και του κινήματος των Ζηλωτών, ο πληθυσμός του Βυζαντίου ήταν απόλυτα υποταγμένος και περιθωριοποιημένος επί 11 αιώνες. Η εναλλαγή στην εξουσία αποτελούσε αποκλειστικό αποτέλεσμα παλατιανών μηχανοραφιών. Σήμερα, έχουμε μια πραγματικά κακή κυβέρνηση, η οποία όμως πολιτεύεται σε πλήρη αρμονία με τις πατροπαράδοτες ιδιαιτερότητες μας, κι αυτή κάπως θα πρέπει να αντικατασταθεί. Σε λίγους μήνες θα φανεί αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τον παθητικό αρχαίο εαυτό μας…»