Η τυχοδιωκτική και ανεύθυνη προτροπή του Ζαχαριάδη προς τον Φιφή και τον Ζιαρτίδη στα τέλη του 1948 για υιοθέτηση της γραμμής της ένωσης, έριξε τελεσίδικα το ΑΚΕΛ στην εθνικιστική λογική. Ουσιαστικά, η στροφή προς την ένωση άρχισε αμέσως μετά την ίδρυση του κόμματος το 1941. Η περίοδος της Διασκεπτικής (1947-48) ήταν ένα μικρό διάλειμμα όπου υποστηρίχτηκε, όχι με συνέπεια πάντως, η αυτοκυβέρνηση αρχικά και σταδιακά η ένωση. Η εγκατάλειψη της Διασκεπτικής και η «οδηγία» Ζαχαριάδη άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για τη γραμμή που η νεότευκτη ηγεσία υπό τον Παπαϊωάννου ευνοούσε, αυτόν της άμεσης ένωσης. Δεν ήταν οι εθνικιστικές αντιλήψεις της ηγεσίας το μόνο στοιχείο που οδήγησε σε αυτό τον δρόμο, αλλά και η υποταγή στις πιέσεις της δεξιάς και της εθναρχίας που φόρτιζαν το ενωτικό κλίμα, όπως και ο φόβος μην τυχόν απομονωθεί το κόμμα λόγω τής όλης περιρρέουσας. Μπήκε από τότε το ΑΚΕΛ σε μια κούρσα με τη δεξιά και την Εκκλησία για την ένωση, και φυσικά, βγήκε ηττημένο. Έχασε και τα πρωτεία, έχασε και τον ρόλο του ως το κόμμα των εργαζομένων όλης της Κύπρου.
Η στάση του ηγέτη του ΚΚΕ τότε στο βουνό αντικατοπτρίζει ως ένα βαθμό τον τρόπο που η ελληνική αριστερά αντιμετωπίζει το κυπριακό ζήτημα. Μηχανιστική μεταφορά των ελληνικών δεδομένων και ιδεών, υποβάθμιση της τουρκοκυπριακής οντότητας και του ρόλου της Τουρκίας, άγνοια της ιστορίας και της γεωγραφίας της Κύπρου, αλαζονεία έναντι της κυπριακής αριστεράς.
Ο καθοριστικός ρόλος των ΗΠΑ ως προς την έκβαση του εμφυλίου πολέμου, η οικονομική , πολιτική και στρατιωτική στήριξη στις μετεμφυλιακές δεξιές κυβερνήσεις, η παρουσία της CIA και η υπόθαλψη του στρατιωτικού παρακράτους, η ανοχή και συχνά η συμπαιγνία με το παλάτι, όλα αυτά αποδεικνύουν την εμπλοκή των Δυτικών στα ελληνικά πράγματα στη βάση του στόχου τους για αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Στα πλαίσια αυτά του Ψυχρού Πολέμου, η παρέμβαση των ΗΠΑ και η κάλυψη προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα δεινά που υπέστησαν οι αριστεροί μετά τον εμφύλιο.
Το τέλος του εμφυλίου βρίσκει την αριστερά αποδεκατισμένη και έρμαιο στην εκδικητική μανία των νικητών. Το ΚΚΕ εκτός νόμου από το 1947 και με εξόριστη την ηγεσία του, ευνοεί τη σύσταση της ΕΔΑ το 1951 ως μια προσπάθεια μεταφοράς του αγώνα σε πλαίσια νομιμότητας, παράλληλα με την υπόλοιπη παράνομη δράση. Στο ζενίθ του ψυχροπολεμικού κλίματος, η ελληνική αριστερά δεν μπορούσε παρά να πάρει θέση φυσιολογικά στο πλ
ευρό του ανατολικού μπλοκ και να ταυτιστεί με την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ. Στην αντίπερα όχθη το ΝΑΤΟ, ο εχθρικός ιδεολογικός συνασπισμός.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 η ηγεσία του παράνομου ΚΚΕ ευνοεί την «εθνική δημοκρατική αλλαγή», που σχηματικά σήμαινε εγκατάλειψη της επαναστατικής προοπτικής ως άμεσο καθήκον και υιοθέτηση μιας πολιτικής στήριξης δημοκρατικών αλλαγών σαν ένα αναγκαίο στάδιο στον αγώνα για κοινωνική αλλαγή. Η ΕΔΑ, ως ο νόμιμος πια εκφραστής της πολιτικής της αριστεράς, αναζητά συνεργασία με τις δυνάμεις του κέντρου, της κεντροαριστεράς και της δημοκρατικής δεξιάς. Η αντικαπιταλιστική ρητορεία μετριάζεται και δίδεται έμφαση, πέραν των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, σε ζητήματα ειρήνης, στην απόσυρση των ξένων βάσεων και οπλικών συστημάτων κλπ. Αυτή η δεξιά μετατόπιση της ελληνικής αριστεράς την έφερνε πιο κοντά στην αστική τάξη και στη λογική του συμβιβασμού μαζί της. Την έκανε παράλληλα ευάλωτη στον λαϊκισμό και έτσι μπήκε κι αυτή στη διαδικασία να κερδίσει την κοινή γνώμη. Η συνέχιση του Ψυχρού Πολέμου έστω με παραλλαγές, επί Χρουτσώφ, διαιώνισαν την αντιιμπεριαλιστική ρητορεία της ελληνικής αριστεράς, η οποία ρητορεία συνεχιζόταν σε εξίσου έντονο βαθμό. Και εδώ αναδύεται μια σημαντική αμφισημία στην πολιτική της ελληνικής αριστεράς, είτε ως ΚΚΕ είτε ως ΕΔΑ: η στροφή της προς τον συμβιβασμό με τη δημοκρατική δεξιά την έκανε πιο απόλυτη και πιο εχθρική με τους ξένους, τους Δυτικούς, το ΝΑΤΟ. Όσο ενίσχυε το «πατριωτικό» προφίλ της και όσο προσπαθούσε να κολακεύσει τη δεξιά, τόσο ανήγαγε τους Δυτικούς ως τους κύριους υπεύθυνους για τα δεινά της Ελλάδας. Η αντιιμπεριαλιστική πολιτική και ρητορεία της ελληνικής αριστεράς παύει να έχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο, πράγμα που θα την έφερνε αντιμέτωπη με τους ιδεολογικούς κλώνους του δυτικού επεκτατισμού, δηλαδή την ντόπια δεξιά. Ο αντιιμπεριαλισμός παίρνει ένα «πατριωτικό» χαρακτήρα και περιορίζεται στη διεκδίκηση της «εθνικής ανεξαρτησίας» ως την επιτομή της πάλης ενάντια στους Δυτικούς.
Σε αυτή τη συγκυρία έρχεται να μπλεχτεί το Κυπριακό ζήτημα. Πρώτα με τη διεθνοποίησή του στα 1954 από την κυβέρνηση Παπάγου, κάτω από την πίεση των εθνικιστικών και εκκλησιαστικών κύκλων σε Κύπρο και Ελλάδα και λίγο αργότερα , το 1955, με την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και αργότερα, σε όλη την πορεία , με τη Ζυρίχη και το νέο κράτος, τις δικοινοτικές συγκρούσεις και τη διχοτόμηση. Αυτή η περίοδος των είκοσι χρόνων ως το 1974, διαμόρφωσε μια ιδιότυπη ψυχολογία στην ελληνική κοινή γνώμη και στην αριστερά. Η μετεμφυλιακή πολιτική αστάθεια, τα αδιέξοδα των κομματικών σχηματισμών, οι συνωμοσίες του παλατιού και των στρατιωτικών οργανώσεων, τα Ιουλιανά του ‘65 που οδήγησαν στη χούντα, κάνουν μια κοινή γνώμη στην Ελλάδα να βράζει από αντιαμερικανισμό και να προσπαθεί να ξορκίσει το κακό ρίχνοντάς τα όλα στους Αμερικανούς. Έτσι, οι όποιες εξελίξεις στην Κύπρο εκλαμβάνονται ως συνωμοσία των ξένων και προσπάθειά τους να διαμελίσουν το νησί.
Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου είχαν τη βασική ευθύνη οι Ελληνοκύπριοι και που οδήγησε σε συγκρούσεις των δυο κοινοτήτων, όπως τον Δεκέμβρη του 1963 και τη Μανσούρα το καλοκαίρι του 1964, η γενική αντίληψη στην Ελλάδα είναι ότι υπήρχε σχεδιασμός των Δυτικών ώστε να οδηγηθούν τα πράγματα στη διχοτόμηση. Η ελληνική αριστερή ηγεσία με την «πατριωτική» ρητορεία της, θέλοντας να αγγίξει και να εκμεταλλευτεί τα αντιδυτικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης, τα ενίσχυε περαιτέρω με ένα στρεβλό όμως τρόπο. Η ελληνική κοινή γνώμη διαποτισμένη με την ιδέα του κατατρεγμού του ελληνισμού τροφοδοτούσε με τη σειρά της την αλαζονεία του ελληνοκυπριακού εθνικισμού. Η πολιτική του ΑΚΕΛ που στόχευε την ένωση και η άκριτη στήριξή του στον Μακάριο έδινε συνεχώς λάθος μηνύματα και ενίσχυσε περαιτέρω τον αποπροσανατολισμό σε Κύπρο και Ελλάδα. Ο Μακάριος που έκφραζε τα συμφέροντα της νεοφανούς ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και που ήθελε να πετάξει έξω από την όποια μορφή εξουσίας τους Τουρκοκυπρίους, έκτισε ένα προφίλ τού δήθεν ανένδοτου αγωνιστή των δικαίων του κυπριακού λαού, που αντιστέκεται στα ξένα συνωμοτικά σχέδια και στα νατοϊκά συμφέροντα στην περιοχή. Αυτό το προφίλ διαπερνούσε την αποπροσανατολισμένη ελληνική κοινωνία και την κινητοποιούσε ενάντια στις «διαλλακτικές» κυβερνήσεις της που επιζητούσαν συνδιαλλαγή με την Τουρκία και συμβιβασμό στο Κυπριακό.
Τα γεγονότα του 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή έκαναν την ελληνική κοινή γνώμη ακόμη πιο απόλυτη για την ενοχή των Δυτικών και της Τουρκίας. Οι Τουρκοκύπριοι δεν αντικρίζονται ως μια ισότιμη κοινότητα με σημαντική ιστορική διαδρομή, αλλά ούτε ως μια κοινότητα η οποία έζησε τις δικές της συμφορές και άρα έχει τους δικούς της φόβους και ανασφάλειες. Αυτή τη σχεδόν σταθερή και αναλλοίωτη αντίληψη που έχουν οι Έλληνες πολίτες για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, την έχουν φυσικά και οι πολίτες με αριστερές ιδέες και που υποστηρίζουν τα αριστερά κόμματα. Ενώ στο ένα ή στο άλλο ζήτημα της εσωτερικής κατάστασης της Ελλάδας βλέπουμε συχνά την αριστερή βάση να έχει τα σωστά αντανακλαστικά και να βγάζει προχωρημένα συμπεράσματα, στο Κυπριακό διατηρούν κλασικές πατριωτικές έως εθνικιστικές αντιλήψεις. Λείπει η άμεση πληροφόρηση , αλλά λείπει συγχρόνως η διάθεση να ακούσουν και να μάθουν για το πρόβλημα εδώ, τον εθνικισμό , τον κατατρεγμό των Τουρκοκυπρίων την περίοδο πριν το 1974, τις σφαγές και το μίσος. Αρνούνται να διακρίνουν τις ιδιομορφίες του προβλήματος και θεωρούν ότι η λύση ισούται με προδοσία. Το Κυπριακό ως ένα πρόβλημα που δεν είναι στην καθημερινότητα των Ελλήνων πολιτών, πράγμα που θα τους έκανε γνώστες και κριτικούς , αντιμετωπίζεται με εμμονές και με όρους συναισθηματικούς. Αυτή είναι μια παθογένεια που αφορά την ελληνική αριστερά, ηγεσία και βάση, που στρέφει δυστυχώς τα πράγματα πίσω.