Την προηγούμενη εβδομάδα, η κοινοβουλευτική επικαιρότητα γνώρισε δύο «μεγάλες στιγμές». Η μία αφορά την ερώτηση 18 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που ανέδειξαν το θέμα του ορισμού των αρχαιολογικών χώρων εντός «του πρώην αεροδρομίου στο Ελληνικό». Η άλλη ερώτηση (που τελικώς αποσύρθηκε) προήλθε από 16 βουλευτές της ΝΔ, οι οποίοι συνυπέγραφαν μαζί με τον ανεξάρτητο κ. Νίκο Νικολόπουλο και τον βουλευτή των ΑΝΕΛ κ. Δημήτρη Καμμένο το αίτημα για την εκπλήρωση του «Τάματος του Έθνους περί ανεγέρσεως Ιερού Ναού του Σωτήρος Χριστού». Οι δύο κοινοβουλευτικές ερωτήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς συνδέονται με το βαθύτερο ιδεολογικό DNA του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ. Η πρώτη αποτελεί τυπική εκδήλωση της γνωστής δυσανεξίας του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στις αποκρατικοποιήσεις, με την επινόηση συνεχών εμποδίων και την πρόκληση καθυστερήσεων, προκειμένου να μην ολοκληρωθούν οι επενδύσεις. Η δεύτερη είναι ενδεικτική για τις «πατριωτικές» φαντασιώσεις της Δεξιάς παράταξης, η οποία ακόμη παραμένει προσκολλημένη σε ιδεολογήματα μιας απολιθωμένης εθνικοφροσύνης.
Στην πρώτη ερώτηση αναγνωρίζει κανείς εύκολα το αποτύπωμα μιας δήθεν αριστερής «αντίστασης», που συνοδεύεται από σχεδόν μαντικές ικανότητες και μελλοντολογικές προβλέψεις : «Η αρχαιολογική υπηρεσία δύναται να επιβάλει τροποποιήσεις στον σχεδιασμό, σε περίπτωση εύρεσης αρχαιοτήτων ή μετακινήσεις στη δόμηση, σε γειτονικά σημεία χωρίς αρχαιότητες. Αυτή η προοπτική δεν δημιουργεί ουσιαστικά προσκόμματα στην ανάπτυξη του χώρου». Στη δεύτερη περίπτωση, επιβεβαιώνεται απλώς η ρετρό νοσταλγία για τον κακόγουστο νεοελληνικό εθνικισμό: «Η εκπλήρωση του Τάματος του Έθνους και των Ηρώων του Έθνους για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς Ιερού Ναού του Σωτήρος Χριστού συνεχίζει να αποτελεί ηθική και συμβατική υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας». Σύμφωνα με την ερώτηση, μάλιστα, οι κατάλληλες θέσεις για αυτή την κιτς αρχιτεκτονική κατασκευή είναι πολλές: «Το Πεδίον του Άρεως, τα ξέφωτα του Ζαππείου ή του Εθνικού Κήπου, το Αττικό Άλσος».
Το ενδιαφέρον είναι πως και οι δύο ερωτήσεις κατατέθηκαν τη βδομάδα που ο μεν πρωθυπουργός προσπαθεί – έτσι λέει- να κλείσει την «δεύτερη αξιολόγηση», ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε πρόβες εξουσίας στο Βερολίνο, με κοινό άξονα τις «μεταρρυθμίσεις»! Στον ημερήσιο και ηλεκτρονικό Τύπο, οι δύο ερωτήσεις περιγράφτηκαν ως «μικρές ανταρσίες», τροφοδοτώντας τα παραπολιτικά σχόλια για τη συνοχή των δύο κομμάτων και την πιθανή αναδιάταξη του εσωκομματικού χάρτη. Η λεπτή γραμμή ωστόσο που ενώνει τη ρητορική μήτρα των δύο ερωτήσεων είναι κοινή. Στην ερώτηση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, το δημόσιο συμφέρον επενδύεται με τη δαιμονοποίηση της ιδιωτικής επένδυσης, στο όνομα κάποιας πιθανής «εύρεσης αρχαιοτήτων»? στην ερώτηση των βουλευτών της ΝΔ, ο επικείμενος επετειακός εορτασμός του ’21 επιζητεί ένα νέο σύμβολο για το «εθνικό πάνθεον» στο Αττικό Άλσος (που ενίοτε οι κάτοικοι της περιοχής το αποκαλούν και …Τουρκοβούνια!) Ο κοινός παρονομαστής των δύο ερωτήσεων είναι ενιαίος : ο πολιτισμικός εθνικισμός.
Ανάμεσα στις δήθεν «αρχαιότητες» του Ελληνικού και στο «Τάμα του Έθνους», η χώρα κινδυνεύει να πνιγεί είτε από την «αγάπη για το λαό» είτε από την «αγάπη για την πατρίδα». Οι δύο ερωτήσεις μεταφέρουν ταυτόχρονα και το ιδεολογικό υπόστρωμα των κομμάτων τους. Μερικές χιλιάδες θέσεις εργασίας θα πρέπει να κριθούν από τις αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες σε περίπτωση «εύρεσης αρχαιοτήτων», ενώ παράλληλα, ο ναός του Σωτήρος Χριστού θα πρέπει να γίνει ο νέος Παρθενώνας, (που θα θυμίζει μάλλον το μεγαλείο του Ελληνισμού, όπως έλεγε η Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων το 1973).
Την ώρα που οι ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές διαμηνύουν πως η αξιολόγηση «δεν είναι κόκκινο κρασί για να καλυτερεύει με τον χρόνο» επισημαίνοντας πως «η αναμονή στην ελληνική οικονομία δεν βελτιώνει την κατάσταση, αλλά τη χειροτερεύει», ο μικρός δικομματισμός της Ελλάδας κερνάει τα δικά του μεθυστικά κρασιά στους Έλληνες πολίτες. Ο ΣΥΡΙΖΑ κερνάει ανατιμημένη λαϊκή ρετσίνα για να ισορροπήσει τα αρχαία μνημεία με τη σύγχρονη θλίψη. Και η ΝΔ κερνάει το «αθάνατο κρασί του ΄21», εμφιαλωμένο σε εθνοπατριωτικές μποτίλιες. Κάπου στο βάθος, όπως έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, διακρίνεται η «Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές. Η Ελλάς των Ελλήνων».