Η Ελλάδα στο κρίσιμο σταυροδρόμι

Θεόδωρος Κουλουμπής 29 Δεκ 2014

Τ??ην 1η Νοεμβρίου του 1920 ο ελληνικός λαός (βοηθούντος του τότε πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος ευρείας περιφέρειας) ανέτρεψε την κυβέρνηση του αγγλόφιλου πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και άνοιξε τον δρόμο για την επιστροφή στον θρόνο του γερμανόφιλου βασιλέως Κωνσταντίνου. Οι Ελληνες ψηφοφόροι, κουρασμένοι από μια αλυσίδα πολέμων και κρίσεων (Βαλκανικοί, εσωτερικός διχασμός, Α΄ Παγκόσμιος, Μικρασιατική Εκστρατεία), ανταποκρίθηκαν στο παραπλανητικό σύνθημα «οίκαδε» των βασιλικών πολιτικών δυνάμεων ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Αλλά οι βασιλικές κυβερνήσεις που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας διεύρυναν απερίσκεπτα το μικρασιατικό μέτωπο, καταλήγοντας στην καταστροφή και στον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες. Και, φυσικά, το αποτέλεσμα των εκλογών προσέφερε το απαραίτητο άλλοθι στους συμμάχους (Αγγλία και Γαλλία) για να διαχωρίσουν τη θέση τους απέναντι σε μια Ελλάδα η οποία προέλαυνε ακάθεκτη στα βάθη της Μικράς Ασίας, καταδικασμένη σε μια τραγική αποτυχία.

Σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, διανύουμε μια εξίσου κρίσιμη κατάσταση. Το ισοδύναμο των παρατεταμένων πολέμων της δεκαετίας του 1910 μας δίνει η επτάχρονη οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα από το 2008 έως σήμερα. Και πάλι οι πολιτικές μας δυνάμεις είναι βαθιά διχασμένες ανάμεσα στους λεγόμενους «μνημονιακούς» (φιλοευρωπαίους) και τους «αντιμνημονιακούς» (ευρωσκεπτικιστές). Και τώρα η εσωτερική αβεβαιότητα ενισχύει διάφορους παράγοντες στην Ευρωπαϊκή Ενωση (και αλλού) να διαχωρίσουν τη θέση τους από μια Ελλάδα που θεωρούν ανίκανη να υιοθετήσει μια συγκροτημένη στρατηγική, σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (π.χ. Πορτογαλία και Ιταλία), οι οποίες αντιμετωπίζουν τη δική τους οικονομική κρίση με πνεύμα διακομματικής συναίνεσης. Ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά το 1920, είμαστε δυστυχώς έτοιμοι να απομονωθούμε ξανά από τους φυσικούς μας συμμάχους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Το μεγάλο μας πρόβλημα αυτές τις μέρες είναι ότι πολλοί ξένοι παρατηρητές διαπιστώνουν την αγεφύρωτη πόλωση των πολιτικών μας δυνάμεων, η οποία βραχυκυκλώνει τις απαραίτητες λειτουργίες του κράτους. Δεν συμπεριφερόμαστε, δηλαδή, όπως οι άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που αντιμετωπίζουν την κρίση χωρίς χιλιαστικά διλήμματα περί δυνάμεων του σκότους και του φωτός. Μέχρι προσφάτως στην ελληνική πολιτική σκηνή, η μία πλευρά (η κυβέρνηση) ήταν αμετακίνητη επιμένοντας στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από την υπάρχουσα Βουλή και τη διεξαγωγή εκλογών στο τέλος της τετραετούς κυβερνητικής θητείας, τον Ιούνιο του 2016. Αντιθέτως, η άλλη πλευρά (η αξιωματική αντιπολίτευση και τα ιδεολογικά ποικιλόχρωμα μικρότερα κόμματα) καταδικάζει απόλυτα τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, απαιτεί άμεσες εκλογές ασχέτως της ποιότητας του υποψηφίου για το ανώτατο αξίωμα, και θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει καταντήσει σήμερα μια αποικία χρέους που χορεύει στους ρυθμούς των διεθνών τοκογλύφων.

Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη, με την πρωτοβουλία του Αντώνη Σαμαρά (επικροτούμενη και από τον Ευάγγελο Βενιζέλο) να κάνει ένα συμβιβαστικό βήμα πίσω, προτείνοντας εθνικές εκλογές προς το τέλος του 2015, με διευρυμένη κυβέρνηση, κλείσιμο της διαπραγμάτευσης με την τρόικα για τη λήξη της εποχής των Μνημονίων και την απαραίτητη έναρξη της διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την προσαρμογή του εκλογικού νόμου στις απαιτήσεις λειτουργίας πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας. Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας και το κόμμα του της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένουν αμετακίνητοι στο αίτημα των άμεσων εκλογών και στη λύτρωση από τον εναγκαλισμό της τρόικας. Επίσης, δύο από τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης (ΔΗΜΑΡ και Ανεξάρτητοι Ελληνες) τρεμοσβήνουν δημοσκοπικά και μπορεί να απορροφηθούν από μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς αντιστοίχως, ή –στη χειρότερη γι’ αυτά περίπτωση– να διαλυθούν! Το ΚΚΕ καλπάζει αγέρωχο γύρω στο 5% και στην ξεκάθαρη επιθυμία να μετατρέψει την Ελλάδα (εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης) σε κράτος-πρότυπο ενός μελλοντικού υπαρκτού σοσιαλισμού. Τέλος, στην άκρα Δεξιά, υπολειτουργεί το κόμμα της Χρυσής Αυγής, του οποίου η πλειονότητα των βουλευτών θα μπαινοβγαίνει την άνοιξη στις αίθουσες του ειδικού δικαστηρίου, αντιμετωπίζοντας την κατηγορία σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

Με λίγα λόγια δεν περνάμε τις καλύτερές μας μέρες! Ζούμε εν μέσω ενός νοσηρού πολιτικού κλίματος, με πολλές και αστήρικτες κατηγορίες περί εκβιασμών και αγοραπωλησίας πολιτικών συνειδήσεων. Οι διεθνείς αγορές μάς κοιτάζουν με άκρα επιφύλαξη και οι διεθνείς παράγοντες δηλώνουν απερίφραστα ότι πρέπει να κρατήσουν επενδυτικές αποστάσεις λόγω της ελληνικής αβεβαιότητας και αστάθειας. Ακούγονται και πάλι φωνές (συχνά ευσεβείς πόθοι ειδικών συμφερόντων) ότι επίκεινται η άναρχη χρεοκοπία, η μαζική απόσυρση των καταθέσεων από τις τράπεζες και η αναγκαστική πλέον επιστροφή στη δραχμή.

Η άποψή μου είναι ότι μπορούμε να αποφύγουμε τα χειρότερα εάν ο Σταύρος Δήμας εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας αύριο, και εάν αποφύγουμε τις εθνικές εκλογές στο τέλος του Γενάρη με ανοικτά και απροσδιόριστα όλα τα οικονομικά μας μέτωπα. Αν, όμως –όπως δυστυχώς φαίνεται πιθανότερο– ο μαγικός αριθμός των 180 δεν εξασφαλιστεί, θα καταναλώσουμε τον πρώτο μήνα του 2015 σε μια ιστορικής σημασίας εκλογική αναμέτρηση με ζωντανό πάλι το ερώτημα «πού ανήκει η Ελλάδα;». Η επιλογή μας θα είναι ανάμεσα σε δύο εναλλακτικά μέλλοντα: Στο πρώτο εξασφαλίζουμε την παραμονή μας στον σκληρό πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών και της Δύσης, με σταδιακή και επώδυνη έξοδο από τη μακροχρόνια οικονομική κρίση. Στο δεύτερο, ανοίγει μια εποχή αβεβαιότητας, με άφθονες λαϊκίστικες υποσχέσεις και παλικαρισμούς, και –όπως το 1920– σε μια κόντρα με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αν, τελικά, επιλέξουμε το δεύτερο, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Διότι από τη θέση μιας χώρας στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, θα ξαναγυρίσουμε στον ρόλο μιας ασταθούς και αμφιλεγόμενης οντότητας σε μια περιοχή παρατεταμένης διεθνούς αστάθειας: τα δυτικά Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο!