Πριν μερικές μέρες, η γερμανική εφημερίδα «Bild» είχε πρωτοσέλιδο ένα τεράστιο Nein και μέσα άρθρο με το οποίο καλούσε τους Γερμανούς βουλευτές να ψηφίσουν ΟΧΙ στη συνέχιση του προγράμματος βοήθειας στην Ελλάδα. Αμέσως, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα κατήγγειλαν φυσικά την «προκλητική» ενέργεια της «Bild», γνωστής άλλωστε για τη μόνιμη «ανθελληνική» στάση της.
Δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην παραπάνω πρόταση; Αυτό το «ηρωικό» όχι και ακριβώς η ίδια επιχειρηματολογία που ανέπτυσσε το άρθρο της εφημερίδας δεν είναι όσα ακούμε χρόνια τώρα και από τόσες ελληνικές φωνές; Πώς αυτό το «Όχι», η ματαιότητα του προγράμματος βοήθειας, η έξοδος καλύτερα από το ευρώ, όταν ακούγονται από αλλού είναι «ανθελληνικές» ενέργειες, ενώ εδώ όσοι τα υποστηρίζουν είναι πολύ αριστεροί και πατριώτες;
Αυτή η απίστευτη υποκρισία, το παιχνίδι της παραπλάνησης, η διπλή γλώσσα, κάπου εδώ είναι για να τελειώνει. Για να κρατήσουμε και λίγη από εκείνη την «αξιοπρέπεια» που λένε. Γιατί «μας βάζουν τη θηλιά στο λαιμό»; Γιατί μας ζητάνε να κάνουμε «800 υποχωρήσεις»; Γιατί «μας εκβιάζουν»; Αφού τα δάνεια είναι «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», σατανικά κατασκευάσματα των νεοφιλελεύθερων, των τοκογλύφων, με τους οποίους «είμαστε σε πόλεμο κοινωνικό, ταξικό», γιατί δεν τους στέλνουμε απλώς στο διάολο;
Γιατί ζητάμε, συγχρόνως, να μας χρηματοδοτούν. Η ελληνική πλευρά διαβάζει λάθος την πραγματικότητα, πιστεύει ότι τα επικοινωνιακά παιχνίδια στα ελληνικά, πάντα κυβερνητικά, ΜΜΕ, ο χειρισμός των αφελών ιθαγενών, μπορεί να μεταφερθεί και σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η αγωνιστική υποκρισία έχει φτάσει στο τέλος της. Οι απειλές, θα καταργήσουμε το Σένγκεν και θα πλημμυρίσουμε την Ευρώπη με μετανάστες, θα στείλουμε τους τζιχαντιστές στο Βερολίνο, η επιθετική επαιτεία δηλαδή, συνεχώς χειροτερεύει την κατάσταση, εμπεδώνει την εκτίμηση ότι η Ελλάδα είναι απροσάρμοστη χώρα, δεν μπορεί να συντονιστεί και να συνυπάρξει με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτές οι τριτοκοσμικές κορόνες, που στόχο έχουν το χειρισμό και την παραπλάνηση του εγχώριου ακροατηρίου, κάνουν μεγαλύτερη ζημιά και από τις οικονομικές απαιτήσεις.
Η κυβέρνηση συνεχίζει το έργο των προκατόχων της με ακόμη μεγαλύτερη άρνηση και αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, όπως κάθε κυβέρνηση, την καθορίζει η προηγούμενη αντιπολιτευτική της τακτική. Είναι εγκλωβισμένη στα ίδια της τα λόγια και δεν μπορεί να ξεφύγει. Προετοιμάζεται για το συμβιβασμό επιχειρηματολογώντας συγχρόνως για τη ρήξη. Υπονομεύοντας έτσι την εξομάλυνση της κατάστασης και δημιουργώντας συνεχώς νέες διαψεύσεις και «εξαπατημένους» που με τη σειρά τους θα την εμποδίζουν στη ρεαλιστική προσαρμογή. Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.
Εκ πρώτης όψεως, όσα συμβαίνουν τώρα είναι παράλογα. Ποιος λόγος υπήρχε για να αυτοεγκλωβιστούμε ξανά σ’ αυτό το αδιέξοδο; Το 2014, μετά από 6 χρόνια ύφεσης, κάπως τα πράγματα είχαν ηρεμήσει, η ζωή είχε αρχίσει να κυλάει ομαλότερα. Υπήρχε μια δειλή ανάκαμψη, η ανεργία είχε αρχίσει να μειώνεται. Ξαφνικά, όλα έχουν γυρίσει ξανά αρνητικά, πάλι ύφεση, πάλι η ανεργία αυξάνεται, πάλι τα ελλείμματα μεγαλώνουν. Η ανασφάλεια κυριαρχεί, η οικονομία κάθε μέρα καταρρέει. Φαίνεται παράλογο αλλά δεν είναι. Και το 2010-2011 και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται σε έκρυθμη κατάσταση, φλερτάρει με την άβυσσο, γιατί το ζητούμενο είναι οι υποχρεωτικές μεταρρυθμίσεις. Η απειλή δηλαδή στον πυρήνα του πελατειακού κρατισμού. Το χρεοκοπημένο σύστημα δεν είχε κανένα πρόβλημα να επιβάλλει υπερφορολόγηση, οριζόντια μέτρα, εξόντωση του ιδιωτικού τομέα, αρκεί να διατηρήσει όσο γίνεται πιο άθικτες τις δομές. Αυτό ήταν το στοίχημα του 2010 στην αρχή του μνημονίου και αυτό είναι πάλι σήμερα. Γι’ αυτό και η καινούργια κυβέρνηση μιλάει μόνο για μέτρα εναντίον της φοροδιαφυγής. Πιστεύει ότι έτσι θα μπορέσει να καθησυχάσει τους Ευρωπαίους, να μαζέψει κάποια χρήματα, να αποφύγει τις διαρθρωτικές αλλαγές. Δεν θα τα καταφέρει, η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει αν θα συντονιστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη ή θα ακολουθήσει το δικό της τριτοκοσμικό δρόμο.
Στην πραγματικότητα αυτό είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε, το μεγάλο χρέος και τα ελλείμματα έκαναν απλώς το πρόβλημα πιο οξύ και επίπονο. Αλλά η μεγάλη απόφαση είναι ο ευρωπαϊκός δρόμος ή όχι. Οι άλλες χώρες είπαν, ο συντομότερος δρόμος για να τελειώνουμε με τα μνημόνια είναι να τα εφαρμόσουμε. Στο χρόνο που εμείς διαπραγματευόμαστε μια δόση οι υπόλοιποι έπαιρναν τρεις, λεφτά έμπαιναν, αλλαγές προχωρούσαν. Εμείς καθυστερούσαμε, ψηφίζαμε νόμους αλλά ξεχνούσαμε την εφαρμοστική εγκύκλιο, και αν κάποτε εφαρμόζονταν, μια τροπολογία σε έναν άσχετο νόμο τους καταργούσε. Η καθυστέρηση και ο κλεφτοπόλεμος έδωσαν τώρα τη θέση τους στην ακραία κατάληξη αυτής της λογικής, στην άρνηση όλων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών από την καινούργια κυβέρνηση. Το άνοιγμα στην αγορά ενέργειας δεν έχει να κάνει με μνημόνια, έτσι πιστεύει η Ευρώπη ότι δημιουργείται ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, οικονομική αυτοδυναμία. Εμείς ακυρώνουμε την αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ. Η Ευρώπη πιστεύει ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις, οι επιχειρήσεις, φέρνουν την αύξηση της παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα, τις δουλειές. Εμείς ακυρώνουμε την επένδυση στο Ελληνικό, στις Σκουριές, στα περιφερειακά αεροδρόμια, στα λιμάνια, ακόμα και στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Αλλά ανοίγουμε δύο κρατικά εργοστάσια Ζάχαρης. Στην Πορτογαλία φέτος έχουν μπει 16,5 δισ. επενδύσεις. Εμείς δεν θέλουμε επενδύσεις, ζητάμε μόνο δανεικά. Η Ιρλανδία δανείζεται με 0,9%, απομειώνει το παλιό χρέος, αναπτύσσεται. Στην Ελλάδα δεν επενδύει κανείς, εκβιάζουμε δανεικά για να μείνουμε ίδιοι.
Η Ευρώπη ξέρει ότι οι πολυτέλειες τελείωσαν, πρέπει να δουλέψει για να διατηρήσει το παλιό της επίπεδο ζωής. Εδώ μειώνουμε τα όρια εξόδου συνταξιοδότησης, βγάζουμε 100δες χιλιάδες στη σύνταξη με πλασματικά έτη, με 15 και 25 έτη εργασίας. Στην Ευρώπη, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, στην ηλεκτρονική εποχή, ξέρουν ότι το Δημόσιο μπορεί να μειώσει τη γραφειοκρατία, να κατευθύνει τους πόρους και τους ανθρώπους σε επιτελικές δουλειές, στο κοινωνικό κράτος. Σε εμάς η κοινωνική πρόνοια υποφέρει για να διατηρήσουμε άχρηστους οργανισμούς και παρασιτικές θέσεις στο Δημόσιο.
Είχαμε το 2010 δύο καθήκοντα. Ένα οδυνηρό κι ένα δύσκολο. Να μειώσουμε τα ελλείμματα, το οποίο το καταφέραμε με το χειρότερο τρόπο, φορτώνοντας το κόστος στους πιο αδύναμους. Κι ένα δύσκολο, να αλλάξουμε τις δομές της χρεοκοπίας. Κάθε φορά που φτάνει η ώρα για το δύσκολο, η χώρα φλερτάρει με το απονενοημένο διάβημα, την έξοδο από την ευρωζώνη.
Εδώ είμαστε πάλι τώρα. Το παλιό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να οδηγήσει τη χώρα στον ευρωπαϊκό δρόμο. Καμιά φορά μπερδευόμαστε με τα «μνημονιακά και αντιμνημονιακά» μέτωπα, με την κομματική αντιπαράθεση, τις κομματικές ταμπέλες. Ξεχνάμε ότι ο «αρχιτέκτονας του αντιμνημονιακού μετώπου» ήταν ο Αντώνης Σαμαράς. Ότι στην κυβέρνηση, στο νέο σύστημα εξουσίας, αντιπροσωπεύονται οι πιο δεξιοί από τους δεξιούς βουλευτές της ΝΔ, οι σύμβουλοι του Γ. Παπανδρέου, βουλευτές και υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, οι πράσινοι συνδικαλιστές των ΔΕΚΟ, βουλευτές της ΔΗΜΑΡ, τα πρώην στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, ακόμα και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Κάποτε χαριτολογώντας λέγαμε ότι ΠΑΣΟΚ είναι όλη η Ελλάδα. Τώρα αυτό έγινε απόλυτο, ολόκληρη η Ελλάδα κυβερνάει. Το θέμα είναι αν η Ελλάδα μπορεί και θέλει να αλλάξει.