Η Ελλάδα πέρα από το Μνημόνιο

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 29 Νοε 2012

Οι αποφάσεις του Eurogroup για τη χορήγηση των χρηματικών δόσεων και τη βιωσιμότητα του χρέους μπορούν υπό προϋποθέσεις να διαμορφώσουν την προοπτική εξόδου της χώρας από την κρίση. Γι’ αυτό ακριβώς η Ελλάδα οφείλει τώρα να αρχίσει να σκέπτεται, να σχεδιάζει και να συζητά πολιτικά «πέρα από το Μνημόνιο». Οχι για να ακυρώσει το Μνημόνιο τώρα, αλλά για να επαναπροσδιορίσει, εννοιολογήσει, προγραμματίσει το μέλλον της πέρα από τη μονοσήμαντη λογική του Μνημονίου.

Από την έκρηξη της κρίσης, εδώ και τρία χρόνια περίπου, το «Μνημόνιο» υποκατέστησε τόσο τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας εθνικής στρατηγικής μεταρρυθμίσεων όσο και την ουσιαστική δημόσια συζήτηση για τις πραγματικές διαστάσεις του ελληνικού προβλήματος και κυρίως τις συνισταμένες για την αντιμετώπιση του προβλήματος και την έξοδο από την κρίση.

Το Μνημόνιο κατέστη εκ των πραγμάτων, αλλά κακώς, το «εθνικό πρόγραμμα». Η δημόσια συζήτηση επίσης πολώθηκε στη «μνημονιακή» – «αντιμνημονιακή» ρητορική που, όπως ορθά παρατήρησε ο Π. Καζάκος, κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό και συσκότιζε τη συζήτηση για το αίτημα μεταρρύθμισης – αντιμεταρρύθμισης. Η περίοδος αυτή θα πρέπει να κλείσει τώρα μετά τις πρόσφατες αποφάσεις αλλά και τις γενικότερες συνθήκες που δημιουργούνται στην Ευρώπη.

Στην Ευρώπη ειδικότερα η λογική που σηματοδοτεί ο όρος Μνημόνιο, δηλαδή η λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας, είναι εμφανές ότι έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Με την ευρωζώνη να έχει ήδη διολισθήσει σε ύφεση για πρώτη φορά έπειτα από τρία χρόνια και την ανεργία να αυξάνεται, συνειδητοποιείται ευρύτερα ότι οι πολιτικές λιτότητας θα πρέπει να τερματισθούν.

Ετσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσημα δηλώνει ότι αλλάζει προσέγγιση τονίζοντας π.χ. ότι «η Ισπανία δεν χρειάζεται περισσότερη λιτότητα, αυτό που χρειάζεται είναι διαρθρωτικές αλλαγές και ανάπτυξη». Ο ιταλός Πρωθυπουργός Μάριο Μόντι τονίζει ακριβώς την ίδια διάσταση, ότι δηλαδή η ανάπτυξη και οι διαρθρωτικές αλλαγές αποτελούν την απάντηση στο πρόβλημα της Ευρώπης. Και βεβαίως ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ έχει αναδείξει ως πρωταρχικό στόχο την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Το ενδιαφέρον είναι ότι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και ιδιαίτερα η επικεφαλής του Κριστίν Λαγκάρντ εδώ και μήνες επισημαίνουν ακριβώς την ίδια ανάγκη – την ανάγκη χαλάρωσης των πολιτικών λιτότητας. Ο ΟΟΣΑ στέλνει επίσης το ίδιο μήνυμα.

Το εντελώς καινούργιο στοιχείο είναι ότι την ανάγκη εγκατάλειψης (ή έστω χαλάρωσης) των πολιτικών λιτότητας έχουν ενστερνισθεί και τα όργανα της Ενωσης. Ορισμένοι εκτιμούν ήδη ότι για την Ευρώπη η λιτότητα φθάνει οριστικά στο τέλος της. Ισως είναι νωρίς να εξαγγείλει κάποιος το τέλος, ιδιαίτερα καθώς η Γερμανία, παρά το γεγονός ότι έχει υποκύψει στην ύφεση, έχει ακόμη προβλήματα να εγκαταλείψει την πολιτική αυτή. Φαίνεται άλλωστε η πολιτική αυτή να αποδίδει εκλογικά στην Καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ, η οποία έχει μπροστά της εκλογές σε λίγους μήνες.

Υπάρχει και μια πρόσθετη διάσταση ωστόσο που σηματοδοτεί ένα διαφορετικά καλύτερο οικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη: ευρύτερα κατανοείται τώρα ότι η προσαρμογή της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν μπορεί να επιβαρύνει μόνο τις ελλειμματικές χώρες, ιδιαίτερα του μεσογειακού Νότου. Θα πρέπει να είναι περισσότερο συμμετρική και να συμπεριλάβει και τις πλεονασματικές χώρες του Βορρά. Η Ευρώπη έχει αρχίσει να κινείται λοιπόν «πέρα από τη λογική της λιτότητας και των Μνημονίων» χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκαταλείπεται ο στόχος της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών στις χώρες-μέλη της ευρωζώνης.

Το γεγονός αυτό και κυρίως οι αποφάσεις για τη χρηματοδοτική στήριξη και βιωσιμότητα του χρέους δημιουργούν τις ευνοϊκές συνθήκες για να σχεδιάσει η Ελλάδα «πέρα από το Μνημόνιο». Ούτως ή άλλως με το τρίτο Μνημόνιο κλείνει ο σχετικός κύκλος. Αλλο Μνημόνιο δεν μπορεί να υπάρξει για πληθώρα λόγων, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι το εθνικό πρόγραμμα / οδικό χάρτη/ αφήγηση για την Ελλάδα (του 2020-25 λ.χ.) για να εννοιολογηθεί με εσωτερικούς όρους το πρότυπο της χώρας που θα προκύψει σε έναν ορισμένο χρονικό ορίζοντα μετά την περιπέτεια της κρίσης. Δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι η κεντρική ιδέα της νέας αφήγησης-εννοιολόγησης αυτής (ανάπτυξη;). Αλλά όποια κι αν είναι θα πρέπει να προσφέρει την ελπιδοφόρα προοπτική και να είναι δυνητικά ικανή να κινητοποιεί και δημιουργεί ευρύτερες συναινέσεις. Και πρόσφορη στο να στρέψει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης προς το μέλλον πέρα από το πολωτικό δίλημμα Μνημόνιο – αντιμνημόνιο, για να αναδειχθεί έτσι και το μεταρρυθμιστικό δυναμικό που «η κοινωνία συσσωρεύει σχεδόν σιωπηλά και που συσκοτίζεται από τη μονότονη καταστροφολογία του δημόσιου λόγου» (Γ. Βούλγαρης, «ΤΑ ΝΕΑ», 17/11/2012).

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών