Καταιγισμός δηλώσεων κυρίως (αλλά όχι μόνο) από γερμανούς αξιωματούχους, αιχμηρά επικριτικές για τη χώρα μας, είναι το χαρακτηριστικό των ημερών. Ορισμένες είναι εξόχως δημαγωγικές και υπηρετούν στενές εκλογικές σκοπιμότητες. Δεν μπορεί όμως να μας διαφεύγει ότι στην Ευρώπη υπάρχει αυτή τη στιγμή βαθύτατη κόπωση με την «περίπτωση Ελλάδα». Πολλοί Ευρωπαίοι δεν θέλουν να ασχοληθούν άλλο. Ακόμη και παραδοσιακά ένθερμοι φίλοι της χώρας μας εμφανίζονται κουρασμένοι, απογοητευμένοι, απεγνωσμένοι από την εξέλιξη της ελληνικής περίπτωσης.
Η Ελλάδα ουσιαστικά έχει χάσει σχεδόν όλους τους φίλους, συμμάχους, συμπαραστάτες στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και στα κράτη-μέλη και στα θεσμικά όργανα. Και χωρίς συμμάχους είναι σχεδόν αδύνατο μια χώρα-μέλος να είναι αποτελεσματική στην ενωσιακή διαπραγματευτική διαδικασία. Η ΕΕ, ως γνωστόν, λειτουργεί ως σύστημα διαπραγματευτικών συνασπισμών – συμμαχιών. Χωρίς συμμαχίες, μια χώρα περιθωριοποιείται και αποτυγχάνει στο διαπραγματευτικό παιχνίδι άσκησης επιρροής και μεγιστοποίησης διαπραγματευτικών στόχων και συμφερόντων.
Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι διακεκριμένες ευρωπαϊκές προσωπικότητες, όπως π.χ. ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ή ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν υποστηρίξει ένθερμα την Ελλάδα, αλλά και άλλοι, είτε έχουν αποστασιοποιηθεί είτε έχουν περάσει ανοιχτά στο στρατόπεδο των επικριτών μας, ζητώντας ακόμη και την αποχώρηση της χώρας από την ευρωζώνη, ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ενωση! Με άλλα λόγια, έχουμε καταφέρει να απογοητεύσουμε, να αποξενώσουμε, να εξοργίσουμε ακόμη και τους πλέον φανατικούς φίλους μας. Ολοι όσοι έχουμε κάποια επαφή με την Ευρώπη το ζούμε ως πραγματικότητα. Οσο και αν προσπαθεί κάποιος να διορθώσει την εικόνα, η ίδια η ελληνική πραγματικότητα διαψεύδει τα επιχειρήματά του, υπονομεύει την προσπάθειά του.
Το γιατί χάσαμε αξιοπιστία, φίλους, συμμάχους, υποστηρικτές (θα πρέπει να) είναι λίγο – πολύ γνωστό. Πρώτα απ’ όλα, η εμφανής και τώρα πλέον πιστοποιημένη αδυναμία ή και απροθυμία μας να υλοποιήσουμε αυτά που διαδοχικά συμφωνούμε με τους εταίρους μας. Αυτό που εξοργίζει ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους είναι ακριβώς αυτή η ασυνέπεια ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις, ανάμεσα στις υπογραφές (συμφωνιών) και στην περιφρόνηση των υπογραφών με τη μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν γνωρίζουμε ότι κάτι δεν πρόκειται να το εφαρμόσουμε, ας το διαπραγματευθούμε σκληρά για να το αποτρέψουμε. Στο ενωσιακό σύστημα οτιδήποτε συμφωνηθεί, ύστερα από βασανιστικές στις περισσότερες φορές διαπραγματεύσεις, θεωρείται «ιερό», εφαρμόζεται από όλους. Αυτή είναι η κουλτούρα του συστήματος. Η Ελλάδα ακολουθεί τη δική της εσωτερική λογική και κουλτούρα, επιχειρεί μάλιστα να την εξάγει και στην Ευρώπη: συμφωνεί σε κείμενα ή και ψηφίζει νόμους που συχνά – πυκνά δεν εφαρμόζει (διότι, λ.χ., αντιτάχθηκε μια οποιαδήποτε ομάδα συμφερόντων) ή εφαρμόζει τον νόμο επιλεκτικά. Ε, αυτή η κουλτούρα «δεν περνά» στην ΕΕ. Οποια χώρα την επιχειρεί, πολύ απλά χάνει την αξιοπιστία της. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, η «λογική του Καραγκιόζη» μπορεί να βολεύει το ελληνικό πολιτικό μόρφωμα (και γι’ αυτό ανθεί), αλλά είναι ξένη στην ορθολογική Ευρώπη (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μύρια άλλα κουσούρια που θα μπορούσε κάποιος να της προσάψει).
Ωστόσο δεν είναι μόνο το «έλλειμμα υλοποίησης – εφαρμογής» που έχει κουράσει και απογοητεύσει την Ευρώπη. Είναι και η πολιτική πραγματικότητα της χώρας όπως έχει μορφοποιηθεί τελευταία, ιδιαίτερα μετά τις εκλογές. Οι Ευρωπαίοι έχουν μάτια και αυτιά. Βλέπουν ποιες ακριβώς πολιτικές δυνάμεις έχουν επικρατήσει στο πολιτικό προσκήνιο και ακούν ευκρινώς τον λόγο που εκπέμπουν. Μάλιστα, ακούγοντάς τον φθάνουν στα όρια της νευρικής κρίσης, του εγκεφαλικού επεισοδίου. Ο,τι πιο ανορθολογικό, παρανοϊκό, ενίοτε ψεύτικο, συνωμοσιολογικό προσφέρεται ως δήθεν πολιτική πρόταση! Αναπόφευκτα, υπό τις προϋποθέσεις αυτές, φίλοι, εταίροι και εχθροί αμφισβητούν αν αυτή η χώρα έχει τη βούληση, εκτός από την ικανότητα να διασωθεί, να προσαρμοστεί και να λειτουργήσει ως αξιόπιστο, ισότιμο και κανονικό μέλος της ευρωζώνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, θα έλεγα ότι ο λόγος που εκπέμπεται από ορισμένους έχει κάνει πολύ μεγαλύτερη ζημιά ακόμη και από τις πράξεις και τις παραλείψεις μας, καθώς διαμορφώνει μια εξόχως στρεβλή εικόνα για τη χώρα, που πλήττει καίρια τη διαχρονική αξιοπιστία και τη σοβαρότητά της.
Η τεράστια πρόκληση, επομένως, είναι να αλλάξουμε αυτή την εικόνα, να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία και τη σοβαρότητα μας, επανερχόμενοι στο «ευρωπαϊκό γίγνεσθαι» ως μια υπολογίσιμη χώρα με προοπτική. Η αφετηρία για την αλλαγή αυτή βρίσκεται, ασφαλώς, στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο, αλλά και στη συστηματική ενημέρωση της Ευρώπης για το ελληνικό πρόβλημα – γιατί μερικά άλλα πολιτιστικά χαρακτηριστικά είναι εξόχως δύσκολο να αλλάξουν σύντομα.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής της Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών