Σε μια σκηνή της γνωστής ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», ο πρωταγωνιστής στεκόταν με υψωμένο το ένα πόδι πάνω από τη χαραγμένη στο έδαφος συνοριακή γραμμή λέγοντας: «Αν κάνω ένα βήμα είμαι αλλού». Αυτή είναι η στιγμή της Ελλάδας. Κάνει το τελευταίο βήμα για να περάσει αλλού. Με άλλα λόγια, η μεταμνημονιακή εποχή βρίσκεται προ των πυλών και η εθνική ατζέντα αλλάζει. Ο στόχος της εθνικής ανασυγκρότησης υποκαθιστά επιταχυνόμενα τη διελκυστίνδα με την τρόικα και τις μνημονιακές υποχρεώσεις. Οι εθνικές πολιτικές ηγεσίες ανακτούν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Η πιθανότητα να ανακοπεί αυτή η πορεία μπορεί να συμβεί μόνο αν εκδηλωθεί μια οξεία πολιτική κρίση που θα αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Μια τέτοια κρίση δεν θα προέλθει από τους Μπαλτάκους και τους Κασιδιάρηδες. Θα συμβεί μόνο αν οι μικροκομματικές και μικρόνοες αντιθέσεις των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων ή οι προσωπικές στρατηγικές στον ίδιο χώρο υπομονεύσουν την ολοκλήρωση της προσπάθειας λίγο πριν από το τέλος της.
Η υπέρβαση της ελεγχόμενης χρεοκοπίας και των Μνημονίων δεν ήταν δεδομένη. Επί έναν χρόνο, από το καλοκαίρι του 2011 ώς το επόμενο του 2012, η θέση της Ελλάδας στο ευρώ και κατ? επέκταση στην Ενωμένη Ευρώπη διακυβεύτηκε. Οι πολιτικές προϋποθέσεις που απέτρεψαν την επιστροφή στη δραχμή είναι γνωστές. Η εκτίμηση των ηγετικών κύκλων της ΕΕ και της Γερμανίας ότι η αποπομπή μιας χώρας – μέλους θα κόστιζε υπέρμετρα. Η αποκατάσταση στο εσωτερικό μιας ελάχιστης έστω συνεννόησης μετά τη στροφή της ΝΔ του Σαμαρά. Η επικράτηση στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Κοιτώντας εκ των υστέρων την εξέλιξη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξασφάλιση στο παρά πέντε των εσωτερικών πολιτικών προϋποθέσεων της διάσωσης ήταν η εκδήλωση στις συνθήκες της κρίσης της γνωστής ιστορικής αμφιθυμίας που θέλει την Ελλάδα να προσανατολίζεται σταθερά στην Ευρώπη και την ίδια στιγμή να βαρυγκωμά για τη σωστή επιλογή που κάνει. Σε κάθε περίπτωση ενεργοποιήθηκε, είτε από ορθολογισμό είτε από φόβο, ο εθνικός ρεαλισμός αποτρέποντας το χείριστο: την ανοιχτή και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία. Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας απέρριψε τις δημαγωγίες της δραχμής, του «σκίζω το Μνημόνιο», του «σβήνω μονομερώς το χρέος». Δεν ήταν μια διαισθητική επιλογή. Η ευημερία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας είχε δημιουργήσει μια κοινωνική και πολιτισμική πλειοψηφία η οποία είχε εσωτερικεύσει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αν και αυτή η εσωτερίκευση βασίστηκε κυρίως στην εμπειρία του καταναλωτισμού και του ατομικού πλουτισμού των τελευταίων δεκαετιών.
Ομως η γεωπολιτική «σωφροσύνη» δεν μεταφράστηκε σε μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης, ούτε επιτεύχθηκαν ευρύτερες κοινωνικές συμφωνίες που θα τιθάσευαν τις συντεχνιακές «αντιστάσεις» ιδίως των πιο ισχυρών κοινωνικών ομάδων και θα μετρίαζαν το κόστος για τους πιο αδύναμους. Η Ελλάδα του Μνημονίου μάλλον συνέχισε και μεγέθυνε τις παθογενείς όψεις της μεταπολιτευτικής περιόδου παρά συγκρούστηκε μαζί τους αυτοκριτικά ώστε να τις υπερβεί. Το νέο κομματικό σύστημα που προέκυψε στις εκλογές του 2012, στο απόγειο της απόγνωσης για τη χρεοκοπία και στην κορύφωση της αγανάκτησης, είναι ο κατεξοχήν αγωγός εκείνων των παθογενειών. Ο πολιτικός διχασμός και ο κοινωνικός κατακερματισμός της Ελλάδας της χρεοκοπίας βαραίνουν λοιπόν τη νέα μεταμνημονιακή φάση. Ο κίνδυνος είναι να μείνουμε φτωχότεροι, αλλά ίδιοι. Να παγιδευτούμε σε μια μακρά περίοδο ασθματικής οικονομικής πορείας, ασταθούς ανάκαμψης, στείρας πολιτικής πόλωσης και διαρκούς κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας. Αυτό θα συμβεί αν θεωρήσουμε τη νέα μεταμνημονιακή φάση ως επιστροφή στο παρελθόν. Σαν η κρίση να ήταν μια απλή, «εφιαλτική» έστω παρένθεση και τώρα γυρίζουμε σε εκείνα που ξέραμε.
Μπορούμε να αποφύγουμε την παγίδα μόνο αν κινηθούμε ως κοινωνία στη μεταμνημονιακή εποχή με πυξίδα την παραγωγική ανασυγκρότηση και την πολιτική αναγέννηση. Οι συντεταγμένες της νέας πορείας είναι γνωστές. Διαρκής δημοσιονομική πειθαρχία υπό τη σταθερή επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως πλέον θα συμβαίνει για όλες τις χώρες – μέλη. Προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία και όχι μόνο περαστικό κερδοσκοπικό χρηματιστικό κεφάλαιο. Ανασυγκρότηση του παραγωγικού μοντέλου με σταθερή προσπάθεια αύξησης της εξωστρέφειας και ενίσχυσης των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Ριζική αλλαγή της Δημόσιας Διοίκησης. Αναδόμηση του κράτους πρόνοιας ώστε οι πόροι που έχουν γίνει λιγότεροι να καλύπτουν με επάρκεια τους φτωχούς και τους αδύναμους που έχουν γίνει περισσότεροι.
Οι δυνατότητες μιας πιο δυναμικής πορείας εξόδου από την κρίση υπάρχουν. Υπάρχει ο «εξωτερικός καταναγκασμός» που ιστορικά ήταν απαραίτητος όρος για να ωθείται κάθε φορά η Ελλάδα στον δρόμο του εκσυγχρονισμού. Αυτή τη λειτουργία αναλαμβάνουν τώρα η ευρωπαϊκή επιτήρηση και ο φόβος μήπως υποβιβαστούμε για δεκαετίες στις κάτω βαθμίδες του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, στην περίπτωση που η ανταγωνιστικότητά μας βασιστεί μόνο στη μείωση του εργατικού κόστους που πραγματοποιήθηκε μέσω της «εσωτερικής υποτίμησης». Υπάρχει η συνειδητοποίηση του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν τα δομικά δημόσια ελλείμματα και η «ανέμελη διαχείριση» του δημόσιου χρήματος. Υπάρχει μειωμένη ανοχή στη διαφθορά και την επιθετική ιδιοτέλεια των μεμονωμένων συμφερόντων. Υπάρχει μια υγιής καχυποψία έναντι των καθιερωμένων συνδικαλιστικών και πολιτικάντικων συμπεριφορών, αν και αυτή δεν έχει φτάσει στο σημείο μιας ποιοτικής αλλαγής. Υπάρχουν αναπροσανατολισμοί των σχεδίων ζωής και καριέρας που κάνουν οι οικογένειες καθώς βλέπουν ότι το Δημόσιο λίγες προοπτικές θα προσφέρει τα επόμενα χρόνια. Υπάρχουν οι διάσπαρτες μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει ή που έχουμε δεσμευτεί να κάνουμε, πολλές από τις οποίες, αν εφαρμοστούν, ενισχύουν την εξωστρέφεια και την ποιοτική αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος.
Ολα αυτά όμως είναι σαν το μετέωρο βήμα του πελαργού. Οι αλλαγές μπορεί να ακυρωθούν είτε, το πιθανότερο, να «ροκανιστούν» σιγά σιγά και αθόρυβα, για να επανέλθουμε στις γνώριμες καταστάσεις του κρατικιστικού – συντεχνιακού μοντέλου. Οι πιθανότητες αυξάνουν γιατί η κρίση έχει πλήξει σκληρά τον ιδιωτικό τομέα, εκμηδένισε τη διαπραγματευτική ισχύ του μεγαλύτερου μέρους των εργαζομένων σε αυτόν, ενώ ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, παρά τη μείωσή του, διατηρεί μεγαλύτερη ισχύ και οι οργανώσεις του ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στο πολιτικό σύστημα. Η πιο επικίνδυνη νάρκη στη μεταμνημονιακή Ελλάδα θα ήταν η επανεπιβεβαίωση της κυριαρχίας του κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που οικοδομήθηκε με κορμό το Δημόσιο και τον τομέα των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Ενας συνασπισμός που τροφοδότησε και θα ανατροφοδοτήσει την εσωστρέφεια, τη συντεχνιακή – πελατειακή συναλλαγή με το πολιτικό σύστημα και την τάση προς τα ελλείμματα.
Το βασικό κριτήριο της μεταρρυθμιστικής πολιτικής και της αποφασιστικότητας της ηγεσίας στη μεταμνημονιακή εποχή θα είναι ακριβώς αυτό. Η εξασφάλιση της εξωστρέφειας του παραγωγικού συστήματος και της αναβάθμισής του στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, σε πείσμα των εγγενών τάσεων αναπαραγωγής του εσωστρεφούς κρατικιστικού – συντεχνιακού μοντέλου και της ιδιαίτερης ισχύος τού κοινωνικοπολιτικού συνασπισμού που αυτό διαμορφώνει.