Αυτή την εβδομάδα η αντιπαράθεση για το μέλλον της Ελλάδας εξελίχθηκε ταυτόχρονα στον ελληνικό και στον ευρωπαϊκό πολιτικό στίβο. Το μήνυμα των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών όλων σχεδόν των αποχρώσεων ήταν κατηγορηματικό. «Θέλουμε και μας συμφέρει κατ’ αρχάς η Ελλάδα να μείνει στο ευρώ, αρκεί, πρώτον, να το θέλει και η ίδια, δεύτερον, να παίζει με τους κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους οι αλλαγές γίνονται με διαπραγμάτευση και όχι με μονομερείς καταγγελίες των συμφωνηθέντων, τρίτον, αν δεν θέλετε ή δεν το καταλαβαίνετε, έχουμε πλέον σχέδιο Β χωρίς εσάς». Αντιθέτως η απάντηση των ελλήνων ηγετών, οι οποίοι μετέφεραν αυτοπροσώπως τις θέσεις τους στο εξωτερικό, ήταν διαφορετική. Οι ηγέτες της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ (από το εσωτερικό) διεκδικούν μια αντιυφεσιακή αναπτυξιακή πολιτική εντός του ευρώ παίζοντας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και επομένως χτίζοντας συμμαχίες σε μια φάση ευνοϊκού για την Ελλάδα αναστοχασμού της ευρωπαϊκής πολιτικής. Από την άλλη, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ εξακολούθησε να χρησιμοποιεί διπλή γλώσσα, συνεχίζοντας τα «ήξεις αφήξεις» για τη μονομερή καταγγελία του Μνημονίου. Επιχείρησε ένα είδος «εξαγωγής της επανάστασης» καθώς η άποψή του έχει ως συνομιλητές δυνάμεις με ασήμαντο πολιτικό βάρος στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. (Ευτυχώς, οι ηγέτες των άλλων κομμάτων της δραχμής, Ανεξάρτητοι Ελληνες, Χρυσή Αυγή, δεν είναι εξαγώγιμοι).
Αυτή, λοιπόν, την εβδομάδα έγινε σαφές ότι το πρόβλημα της Ελλάδας συμπυκνώνεται όλο και πιο δραματικά σε αυτή τη διαφορά εκτιμήσεων και κανόνων του παιχνιδιού που επικρατούν στον εθνικό και τον ευρωπαϊκό στίβο. Αυτή είναι η θεμελιακή αιτία της ασάφειας για το μέλλον της χώρας. Το δίλημμα Ευρώπη ή καταστροφική απομόνωση, ευρώ ή δραχμή, είναι δραματικά πραγματικό στις ερχόμενες εκλογές. Οι όροι όμως επίλυσής του είναι πιο δύσκολοι από ό,τι παρουσιάζονται. Γιατί η κατάληξη στη δραχμή μπορεί να προκύψει όχι ως καθαρή επιλογή κάποιων πολιτικών δυνάμεων, αλλά σαν «ατύχημα». Σαν αθέλητο αποτέλεσμα μιας ισορροπίας δυνάμεων καταστροφικού χαρακτήρα, που δεν θα επιτρέπει την εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής παραμονής στο ευρώ, ακόμα και αν υπάρχει η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η διευρυνόμενη απόκλιση μεταξύ του εθνικού και του ευρωπαϊκού πολιτικού στίβου ενυπήρχε στο μήνυμα των πρόσφατων εκλογών, όπου συνυπήρχαν από τη μια η ριζοσπαστικοποίηση της διαμαρτυρίας για την κρίση και, από την άλλη, η ανέφικτη επιθυμία συντήρησης της προηγούμενης κατάστασης. Η τιμωρία των κομμάτων εξουσίας της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης για την αποτυχία τους να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της Ελλάδας της παγκοσμιοποίησης και του ευρώ επιβράβευσε κόμματα και θέσεις που με ριζοσπαστικό ή εμφυλιοπολεμικό λόγο ευαγγελίζονται τον χαμένο Παράδεισο παρά τη μελλοντική Γη της Επαγγελίας. Δεν ήταν τόσο ψήφος για μια νέα μεταπολίτευση όσο ψήφος συντήρησης της παλαιάς μεταπολίτευσης. Υπάρχουν αρκετά πειστήρια αυτής της διαλεκτικής τιμωρητικού ριζοσπαστισμού και απεγνωσμένου συντηρητισμού. Τι άλλο είναι η κουβέντα για το υποτιθέμενο «νέο ΠΑΣΟΚ» και η επιστροφή του φαντάσματος του Αντρέα; Πολλές σελίδες γράφτηκαν τελευταία επ’ αυτού είτε επισημαίνοντας τις ομοιότητες είτε αποκαλύπτοντας την κακότεχνη αντιγραφή. Ελάχιστα όμως θίχτηκε το ουσιαστικό ερώτημα αν σήμερα χρειαζόμαστε ένα τέτοιο «νέο ΠΑΣΟΚ». Χωρίς αμφιβολία, η δομική αφετηρία της σημερινής χρεοκοπίας βρίσκεται ακριβώς στο πολιτικό ύφος και στις πολιτικές που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ την πρώτη κυρίως περίοδο 1977-1985, περίοδο που επιχειρεί σήμερα να «ξεπατικώσει» ο κ. Τσίπρας. Αν η ουσία μιας νέας μεταπολίτευσης είναι η ανασυγκρότηση της χώρας μετά τη χρεοκοπία, χρειαζόμαστε μια ριζοσπαστική αυτοκριτική του παρελθόντος και όχι μια απονενοημένη καθηλωτική επανάληψη. Αλλο πειστήριο της αμφισημίας των εκλογών ήταν ο μετεωρισμός των νεότερων ηλικιών μεταξύ ριζοσπαστικής καταγγελίας και συντηρητισμού. Το εντυπωσιακό εκλογικό χάσμα των γενεών ωφέλησε τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Ελληνες και τη Χρυσή Αυγή. Ο Δ. Κούρτοβικ σημείωνε καίρια το κοινό τους γνώρισμα: «τη βίαιη ρητορική, με πρωτάκουστους μετά το 1974 όρους καταγγελίας του πολιτικού αντιπάλου (…) που παραπέμπουν άμεσα σε ένα ερεβώδες παρελθόν, αλλά φαίνονται ελκυστικοί σε γενιές ψηφοφόρων που δεν έχουν βιώσει κάτι χειρότερο από το παράλυτο μεταπολιτευτικό σύστημα» («ΤΑ ΝΕΑ» 19-5-2012). Κορυφαίο όμως πειστήριο της αμφισημίας είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, ή μάλλον το μείγμα ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν συνήγορος της ριζοσπαστικής τροπής που πήρε η κοινωνικοπολιτική διαμαρτυρία, ο υποδοχέας των κρατικιστικών – πελατειακών κυκλωμάτων του βαθέος ΠΑΣΟΚ, ο νέος συλλέκτης των καθ’ έξιν σαλταδόρων στο καμιόνι τής εκάστοτε ανερχόμενης δύναμης, το μεταμοντέρνο επικοινωνιακό λάιφσταϊλ του Τσίπρα, και όλα αυτά χυμένα μέσα σε ένα παλαιοκομμουνιστικό προγραμματικό καλούπι εντυπωσιακής οπισθοδρομικότητας που κάνει να νιώθουν άβολα τα λίγα εκείνα στελέχη του που εμφορούνται από μια πιο μοντέρνα φιλοευρωπαϊκή στάση. Αν η πορεία της χώρας βρεθεί να εξαρτάται από την προσγείωση αυτού του φορέα στον ρεαλισμό, το μείγμα και ο πιλότος προοιωνίζονται επώδυνες στιγμές στους επιβάτες.
Η ουσία αυτής της διαλεκτικής ριζοσπαστικότητας – συντήρησης βρίσκεται ίσως στο ότι σε μια περίοδο εθνικής και κοινωνικής κρίσης που σπάζουν οι καθιερωμένοι δεσμοί πολιτικής αντιπροσώπευσης, κάθε ιστορική παράταξη κατέφυγε στον σκληρό συντηρητικό πυρήνα της πολιτικής της κουλτούρας. Η Αριστερά, σε μια εξεγερτική διαμαρτυρία χωρίς πρόταση που παρέπεμπε περισσότερο σε κοινοτιστικού τύπου βίαια ξεσπάσματα ή σε νεοαναρχικές δράσεις παρά στην οργανωμένη πάλη του εργατικού κινήματος – το ΚΚΕ υπήρξε μάλλον το θύμα αυτών των τάσεων. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ κατέφυγε στον αριστερόστροφο κρατικιστικό – πελατειακό λαϊκισμό, αναζητώντας νέο πάτρωνα. Η Δεξιά δεν βρήκε κάτι καλύτερο από τον ανερμάτιστο εθνικισμό και τη λούμπεν συνωμοσιολογική κουλτούρα τύπου «οι ξένοι μάς ψεκάζουν» των Ανεξάρτητων Ελλήνων ή τον πούρο ξενόφοβο και μιλιταριστικό φασισμό της Χρυσής Αυγής.
Πώς θα συμπτυχθεί αυτό το κατακερματισμένο κομματικό σκηνικό που προέκυψε από τις εκλογές; Διάφορες υποθέσεις προτείνονται. Θα συμβεί όπως στις εκλογές του 1950 που διέλυσαν το προηγούμενο σύστημα για να διαμορφώσουν αργότερα νέο με άξονα ένα ηγετικό πρόσωπο (Α. Παπάγος); Μήπως ήταν εκλογές τύπου 1977 και η προοπτική είναι ένας νέος δικομματισμός με διαφορετικούς παίκτες; Ηταν τύπου 1958 όταν η διάλυση του Κέντρου έδωσε ένα έκτακτο υψηλό ποσοστό στην Αριστερά που ξαναμειώθηκε αργότερα όταν ανασυντάχθηκε το Κέντρο και η Κεντροαριστερά; Ή βρισκόμαστε σε νέα κατάσταση που τα μεγάλα κόμματα – παρατάξεις θα δώσουν τη θέση τους σε ένα πολυκομματικό σύστημα μεσαίων και μικρών κομμάτων;
Χρήσιμες και παρακινητικές ιστορικές συγκρίσεις, αρκεί να μην ξεχνάμε τη δραματική ιδιαιτερότητα της ιστορικής στιγμής. Ολες οι προηγούμενες περιπτώσεις εξελίχτηκαν σε ένα ήδη διαμορφωμένο γεωπολιτικό, θεσμικό πλαίσιο, στο οποίο είχε εξασφαλιστεί η κυβερνησιμότητα της χώρας και οι πολίτες ήξεραν τι νόμισμα είχαν στην τσέπη τους. Στη σημερινή συγκυρία όλα αυτά παίζονται. Στις επόμενες εκλογές θα γίνει ένα βήμα προς την Ευρώπη και το ευρώ ή προς την απομόνωση και τη δραχμή. Κατ’ αρχάς. Γιατί οι συσχετισμοί μπορεί να δώσουν κυβέρνηση, χωρίς όμως να εξασφαλίσουν σε πρώτο στάδιο την κυβερνησιμότητα της χώρας. Οταν αυτές οι προϋποθέσεις εξασφαλιστούν, θα μπορούμε να συζητάμε βάσιμα για το πoιο θα είναι το νέο κομματικό σκηνικό. Αν υπάρξει «ατύχημα», θα συζητάμε μάλλον ποιος θα φύγει με ελικόπτερο από την καθημαγμένη χώρα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.