Είναι επιβεβλημένο να υπάρξει μια ουσιαστική συζήτηση, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη για να αναδειχθούν οι βασικοί λόγοι των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη και κάθε χώρα ξεχωριστά. Πρέπει να κατανοηθούν και να καταπολεμηθούν τα αίτια, διαφορετικά οι όποιες λύσεις θα είναι προσωρινές. Αυτός ο αγώνας είναι πανευρωπαϊκός, είναι παγκόσμιος και θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κινεζοποίηση και την αμερικανοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας. Σήμερα όμως θα αναφερθώ σε τρέχοντα θέματα της ελληνικής επικαιρότητας.
Το δημόσιο χρέος της χώρας μας ήταν μη βιώσιμο το 2010. Την ίδια περίοδο το ελληνικό δημόσιο και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αποκλειστεί από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η απόλυτη κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων απόψεων στις χώρες της Ευρωζώνης και κυρίως τις ισχυρές, δεν άφηναν περιθώριο άλλης επιλογής από αυτής του επαχθούς μνημονίου. Όλοι γνώριζαν πως με την υπογραφή του μνημονίου η χώρα θα έμενε όρθια με τα 120 δις € του δανείου που εξασφάλιζε, ταυτόχρονα όμως γνώριζαν ότι το δημόσιο χρέος παρέμενε μη βιώσιμο, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν το επιτόκιο δανεισμού ήταν 5 % και η χώρα ήδη από το 2008 είχε μπει σε ύφεση.
Με την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου του 2011 και την δεύτερη δανειακή σύμβαση που ακολούθησε διαγράφθηκαν 105 δις € χρέος και μειώθηκε σημαντικά το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του υπόλοιπου δημόσιου χρέους. Παρ’ όλα αυτά όμως το χρέος δεν κατέστη βιώσιμο. Πολύ περισσότερο επειδή συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Τρόικας ότι το κόστος ανακαιφαλοποίησης των τραπεζών, περίπου 50 δις € θα εγγράφονταν στο ελληνικό δημόσιο χρέος και η ύφεση δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Τώρα μπροστά μας έχουμε τρεις επιλογές, είτε την διαγραφή 50 δις δημόσιου χρέους από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είτε τη μη εγγραφή των 50 δις της ανακαιφαλοποίησης των ελληνικών τραπεζών στο ελληνικό δημόσιο χρέος. Είτε και τις δύο επιλογές μαζί, κλιμακωτά τα επόμενα χρόνια.
Θυμίζω ότι ένα σημαντικό μέρος των 50 δις € για την ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών και την κάλυψη του ενεργητικού τους μετά το PSI, θα μετατραπεί σε κοινές μετοχές στην κατοχή του ελληνικού δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των χρημάτων, μετά είτε την συμμετοχή των ιδιωτών στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, είτε την επανιδιωτικοποίηση των ελληνικών τραπεζών, θα επιστρέψει στο ελληνικό δημόσιο και με υπεραξία. Συνεπώς, εάν η χώρα μας δεν μπορεί στο προσεχές μέλλον, αλλά και τα επόμενα χρόνια εφαρμογής του προγράμματος, να πετύχει και τους δύο στόχους, τότε θα πρέπει να προτιμήσει την διαγραφή δημόσιου χρέους 50 δις κατά προτεραιότητα.
Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να ξέρουμε ότι για να είμαστε αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί στην επίτευξη αυτών των στόχων, θα πρέπει να αλλάξουμε εμείς. Οι βασικοί λόγοι παραγωγής χρέους και ελλειμμάτων, οι βασικοί λόγοι που προκάλεσαν την κρίση και μας εμποδίζουν να βγούμε γρήγορα από αυτήν, βρίσκονται στο εσωτερικό, είναι οι ιστορικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, του ελληνικού δημοσίου και των φορέων της κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης. Αυτήν την αλήθεια πρέπει να την γνωρίζουμε όλοι και φυσικά δεν πρέπει να την κρύβουν οι οικονομικές και συνδικαλιστικές ελίτ, τα ΜΜΕ και πολύ περισσότερο τα πολιτικά κόμματα.