Ποια είναι επιτέλους η κυρίαρχη αντίθεση σε αυτόν τον τόπο; Είναι κομματική και συγκροτείται από την πάλη μεταξύ των κομμάτων; Γιατί τότε θα πρέπει να διαλέξουμε χώρο ταύτισης-εκπροσώπησης και να παραδοθούμε στην πελατειακή δημοκρατία των Καραμανλή – Παπανδρέου, ή των Σαμαρά – Τσίπρα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μικρο-ομάδες εμφιλοχωρούν είτε ως «ιδιαίτερες» συναθροίσεις (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ κ.λπ.), είτε ως οργανωμένο περιθώριο (ΧΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κ.λπ.), που και στις δύο περιπτώσεις η ιστορία μάς έχει δείξει ότι εξαρτώνται από τη δυνατότητα της κρατικής μηχανής να τις αποδυναμώσει με δομές αυταρχισμού ή συνεργασίας ή απλές (αντι)παροχές. Αν όμως η αντίθεση είναι κοινωνική, οικονομική, πολιτική και εν τέλει ιδεολογική, τότε πρέπει να ψαχτούμε λίγο παραπάνω. Στην Ελλάδα, τα χρόνια μετά την μεταπολίτευση εξελίχθηκαν στο πλαίσιο ενός ισχυρού «συστημισμού». Κοινωνικοί-οικονομικοί και πολιτικοί φορείς και θεσμοί, ουδέποτε αμφισβήτησαν σοβαρά την αναπαραγωγή του πελατειακού πολιτικού συστήματος, καθώς μέσα από αυτό είχαν τη δυνατότητα να τροφοδοτούν τα συμφέροντά τους σε μια ιδιότυπη οικονομία των ολιγοπωλιακών αγορών, των κλειστών επαγγελμάτων, των συντεχνιών, του πολιτικού-κομματικού και εν τέλει του κρατικού παρεμβατισμού. Η ευρεία χρηματοδότηση του συστήματος, ιδιαίτερα μετά την ένταξή μας στην ΕΕ, την παγκοσμιοποίηση, αλλά και την γιγάντωση ενός εθνικού τραπεζικού ολιγοπωλίου, εξασφάλιζε την ισορροπία της κοινωνίας με τη συγκρότηση μιας ισχυρής και ευρείας μεσαίας τάξης, που ετροφοδοτείτο από την ιδεολογία του καταναλωτισμού και εδραζόταν κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Στους οπαδούς του «συστημισμού» φιλοξενείται όλο το πολιτικό φάσμα. Από ακροδεξιούς, δεξιούς, κεντρώους, αριστερούς και ακροαριστερούς. Όλοι διεκδικούν την κυριαρχία τους στο σύστημα που θα διασφαλίσει το δικό τους προσανατολισμό στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων και όχι την αλλαγή του συστήματος. Ουσιαστικά, το ζήτημα της δημοκρατίας για όλους αυτούς, εξαντλείται στο ποιος θα «καταλάβει» το κράτος και τα ηνία της πελατειακής λειτουργίας (και άρα εξυπηρέτησης ημετέρων) που προσφέρει το πολιτικό σύστημα. Κάπως έτσι πορεύτηκε ο καπιταλισμός στην Ελλάδα. Στον αυτόματο της κακέκτυπης οικονομικής (όποτε) ανάπτυξης και τη δημιουργικότητα να εξαντλείται στις δυνατότητες των εκάστοτε «κατακτητών» του συστήματος (ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ), να κατευθύνουν αποτελεσματικότερα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων. Άλλοτε με περισσότερη δημοκρατία και άλλοτε με περισσότερο αυταρχισμό, άλλοτε με εκσυγχρονισμό και άλλοτε με αναχρονισμό, άλλοτε με μέτρο και αιδώ και άλλοτε χωρίς.
Μέχρι την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08, η οποία στην Ελλάδα μετεξελίχθηκε σε μια ολιστική κρίση και όχι απλώς σε μια οικονομική κρίση. Το σύστημα κατέρρευσε και όχι απλώς η οικονομία. Οι ευθύνες γι? αυτό πολλές και ισχυρές, που αφορούν κυρίως τα δύο μεγάλα κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Τόσο για τις πολιτικές πριν από την κρίση, που δεν άλλαξαν, υπερχρέωσαν, αποσάθρωσαν και αποδυνάμωσαν την ελληνική οικονομία, όσο και για τις πολιτικές διαχείρισης της ίδιας της κρίσης, που ενέπλεξαν την οικονομία σε δομές εμβάθυνσης και αναπαραγωγής της. Ωστόσο, η πολιτική, οικονομική και κοινωνική διάλυση, δεν διέλυσε και τους αμετανόητους οπαδούς του συστήματος. Κάθε άλλο. Είναι όλοι εδώ. Είτε ως πρόσωπα, είτε ως φορείς ή ιδεολογία, ασχέτως κομματικού χρωματισμού. Γι? αυτούς, το πρόβλημα είναι να ανασυγκροτήσουν το σύστημα για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν σε αυτό και έτσι να ανα-διεκπεραιώσουν τα συμφέροντα που εκφράζουν ο καθένας από την πλευρά του. Και είναι πολλοί οι πιστοί που διατίθενται να ακολουθήσουν μια τέτοια προοπτική. Ο επιχειρηματίας που θέλει να συνεχίσει την κρατικοδίατη ανάπτυξή του σε ένα ολιγοπωλιακό σύστημα, με τις «επαφές» στα υπουργεία και το πολιτικό προσωπικό. Ο τραπεζίτης που θέλει την προνομιακή σχέση με την κυβέρνηση, για να του «αναθέτει» τη νομή της αγοράς και να εξασφαλίζει την ειδική μεταχείριση έναντι «παρατυπιών». Ο υπάλληλος που θέλει την προστασία του κομματικού μηχανισμού και του συνδικάτου, έναντι της αβελτηρίας του. Ο πολίτης που διεκδικεί την σκέπη της παράταξης, έναντι της γραφειοκρατίας και της αναξιοκρατίας. Ο πολιτευτής που θέλει την πολιτική ως σχέση ανταπόδοσης, για να του εξασφαλίσει τη συνέχεια στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και να μην απαξιώσει τις επενδύσεις του στο πελατειακό οικοδόμημα. Εξάλλου, ο κοτζαμπασισμός και η «προστασία», άντεξαν αιώνες και αλλαγές, γιατί όχι και τώρα.
Όμως υπάρχουν ειδοποιές διαφορές που ανατρέπουν κάθε ισορροπία στο δρόμο της επιστροφής στο «συστημισμό» του παρελθόντος:
.
Α. Δεν υπάρχει χρηματοδότηση είτε από το εξωτερικό, είτε από το ελληνικό τραπεζικό lobby και άρα ο «συστημισμός», θα καταρρεύσει από τις εγγενείς ανάγκες παραγωγικής αναδιάταξης που θα του επιτρέψουν την αυτοχρηματοδότησή του. Έτσι, ακόμα και εάν η κοινωνία επιλέξει να στηρίξει ένα κόμμα που υπόσχεται επιστροφή στο παρελθόν, το ίδιο ως κυβέρνηση θα αποκαθηλωθεί από την «προδοσία» επί των υπεσχημένων, ενώ θα οδηγηθούμε σε μια νέα κρίση, ακόμα μεγαλύτερη και βαθύτερη (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και την προσπάθεια των σοβαρότερων εκ των στελεχών του να απεγκλωβισθούν από αυτήν την προοπτική).
Β. Η αποδιάρθρωση της μεσαίας τάξης, έχει οδηγήσει στην ιδεολογική απαγκίστρωση από το καταναλωτικό πρότυπο, που παράλληλα με την οικονομική κινητικότητα έναντι παραδοσιακών δραστηριοτήτων στον τομέα των υπηρεσιών, έχουν οδηγήσει ευρύτερα κοινωνικά-παραγωγικά στρώματα σε προοδευτικές, ριζοσπαστικές, μεταρρυθμιστικές αναζητήσεις (βλέπε ισχυρό κίνημα διεκδίκησης ενός νέου φορέα όσο και αμφισβήτηση κάθε προοδευτικού μορφισμού της «συστημικής» κυβέρνησης ή αντιπολίτευσης).
Γ. Η απαξία έναντι του παρελθόντος, έναντι των ορατών και αοράτων αιτιών που μας οδήγησαν στην κρίση και των προσώπων που συνδέονται με αυτές, όσο και ο φόβος ή η πραγματικότητα της κοινωνικής αδικίας και της εξαθλίωσης, έχουν ενεργοποιήσει ένα εντεινόμενο κοινωνικό ριζοσπαστισμό (βλέπε την έξαρση της βίας, όσο και την κοινωνική αποδοχή της, με κορύφωση την ενίσχυση των πολιτικών άκρων που συσπειρώνουν τον αδαή «αντισυστημισμό» νοσταλγών, παραδοσιακών επαναστατών και κοινωνικά αποκλεισμένων).
Η σύγκρουση του «συστημικού» εγχειρήματος του κυβερνητικού συνασπισμού με αυτές τις δυναμικές, όσο και η άκριτη εμπλοκή του σε ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής της κρίσης, οδηγούν σε αδιέξοδο. Όπως εξάλλου και ο «συστημισμός» της αντιπολίτευσης (της επίσημης έκφρασης), που δεν παύει να υπόσχεται επιστροφή στο παρελθόν.
Έτσι και με το εγχείρημα του νέου μεταρρυθμιστικού φορέα. Αν είναι να διεκδικήσει μια νέα στοίχιση συμφερόντων στα πλαίσια του «συστημισμού», και η δική του περιθωριοποίηση θα είναι μονόδρομος εξαιτίας κάποιων ή όλων από τις προαναφερθείσες παραμέτρους.
Ο νέος μεταρρυθμιστικός φορέας του ριζοσπαστικού προοδευτικού χώρου, πρέπει να είναι αντισυστημικός, να εκφράζει τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό με ιδεολογία όσο και συγκεκριμένη και αξιόπιστη πρόταση εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται τα όρια συμμετοχής προσώπων και φορέων. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να είναι πειστικός ο νέος λόγος, όταν εκφέρεται από χείλη που μόλις πριν από λίγο στήριζαν, ή εν παραλλήλω στηρίζουν, τον «συστημισμό» του ένοχου παρελθόντος.