Αρκετοί σχολιαστές αναφέρουν τον ΣΥΡΙΖΑ, ως δυνάμει Κεντροαριστερά, ασχέτως του ότι ο ίδιος, με βδελυγμία αποκηρύσσει την τιτλοδότηση, αυτοπροσδιοριζόμενος ως Αριστερά και μάλιστα ριζοσπαστική.
Άλλοι πάλι, αγνοώντας θεμελιακές διαχρονίες πολιτικών δεδομένων, λένε πως πλησιάζει η ώρα -και μάλιστα για πρώτη φορά- που ένα γηγενές κινηματικό αριστερό (;) κόμμα, είναι προ των πυλών της κυβερνητικής εξουσίας.
Όμως, το προσεκτικό διάβασμα της πολιτικής ιστορίας, διδάσκει πως καμιά Αριστερά, σε συνθήκες αστικού κοινοβουλευτισμού και καπιταλιστικής οικονομίας, δεν κυβερνά ως Αριστερά των άμεσων ρήξεων. Οι εδραιωμένες θέσεις του αστισμού σε πλανητικό επίπεδο και τα θεμελιωμένα όριά του, αποτελούν αφ’ εαυτών πλαίσιο περιορισμού στην άσκηση μιάς υποτιθέμενης θολής -και γι’ αυτό ελάχιστα- εφαρμόσιμης πολιτικής. Συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν θέλει να απεμπολήσει τις εξουσιαστικές του βλέψεις, πρέπει σύντομα να βρει τα όρια μιας πολιτικής άλλης, κατά κανόνα, από την σημερινή προτεινόμενη, η οποία οφείλει ταυτόχρονα να είναι διευρωπαϊκή, διαπραγματευτική, μεταρρυθμιστική, αντικρατικίστικη και ασφαλώς κατευναστική και αναδιανεμητική. Και για να γίνουν ορθά τα δύο τελευταία, πρέπει να προηγηθούν τα προηγούμενα. Όσα όμως αναφέρθηκαν, είναι ανάποδα των σημερινών, αλλά και χθεσινών πολιτικών ιεραρχήσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμα όμως κι αν επιχειρηθεί απ’ αυτόν μια αλλαγή πλεύσης της στιγμής, πως στ’ αλήθεια να εμπιστευτείς σ’ αυτόν το κάτι άλλο, όταν ίσαμε τώρα ήταν κι αυτό άλλο.
Στην καλύτερη περίπτωση, η προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ θα αφορά στην υλοποίηση μιας φιλελεύθερης λογικής σοσιαλδημοκρατικής πλατφόρμας, την οποία όμως μιας κι ούτε την πιστεύει, ούτε την επεξεργάστηκε, θα την ασκήσει ερασιτεχνικά και αδόκιμα. Οι επιτελείς του θα μιλάνε για την κατίσχυση του ΣΥΡΙΖΑΪΚΟΥ φρονήματος, πρακτικά όμως θα έχουμε μια καρικατούρα του πολιτικού Κέντρου, που θα ψάχνει τα βήματά του στην αναζήτηση του μείγματος πολιτικής και των ορίων του συστήματος.
Επιπλέον, η παιδεία της πλειονότητας των στελεχών του, όταν αυτά δεν ενσκύπτουν στην ακραία δημαγωγία του πασοκογενούς ρεύματος, ή στις αμιγείς παλαικομμουνιστικές αντιλήψεις, τους οδηγεί στον χαοτικό, ανούσιο ακτιβισμό του ΠΑΣΟΚ, της περιόδου 2004 – 2009, τότε που έλεγε πως το Κράτος θα επαναγοράσει τον ΟΤΕ. Να πούμε βέβαια πως το ΠΑΣΟΚ του 2009 και εντεύθεν, μετατράπηκε εκουσίως – ακουσίως σ’ αυτό που κι ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσες-άκρες, σε αντίστοιχη φάση θα γινόταν, δηλαδή απροετοίμαστος διαχειριστής επώδυνων καταστάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να ολισθήσει προς την Κεντροαριστερά και φαίνεται από την πορεία πως με φόρμες πιο κινητικές και θελκτικές από το ΚΚΕ και τις δύσκαμπτες στασιμότητές του, δεν μπορεί παρά να είναι κάτι σαν διευρυμένο, μετακομμουνιστικό ΚΚΕ. Είναι αυτό που είναι και δείχνει, με λίγα στελέχη του να διαθέτουν μετριοπάθεια και πολιτικό ρεαλισμό και δυστυχώς γι? αυτό το κόμμα, είναι δύσκολο σήμερα να φωτοτυπείς Α. Παπανδρέου και να σου προκύπτει Τσίπρας.
Η πρόοδος του εγχειρήματος της ΕΛΙΑΣ, πιθανόν να είναι αυτή που θα καθορίσει τα όρια και τις πολιτικές παρεμβάσεις του πολιτικού ριζοσπαστικού Κέντρου.
Είναι προφανές πως οι προτάσεις για το σήμερα και το αύριο, δεν θα είναι αρεστές στο πρώτο άκουσμά τους, θα αποπνέουν όμως ωφελιμότητα και πρόοδο, μέθοδο και γνώση κι ως έτσι θα είναι ενδιαφέρουσες για το ευρύ εκλογικό κοινό. Άλλωστε, σε περίοδο χύδην λαϊκισμού και αυτοεκπληρούμενων πολιτικών ναρκισσισμών, ο μεστός και δουλεμένος Λόγος, αποτελεί ξεχωριστή δυνατότητα μεσοπρόθεσμης ανάκτησης της υπόστασης του τόπου μας.
Κι όμως. Ο χώρος της φιλελεύθερης Σ/δημοκρατίας, παραμένει αιωρούμενος και περιορισμένος, παρά την σημερινή πολιτική ορθότητα του ΠΑΣΟΚ και τις αρχικές –μάλλον φρούδες για την ώρα– ελπίδες, από την δημιουργία της ΔΗΜΑΡ. Η ΕΛΙΑ, όμως, πρέπει να συνεργαστεί, ίσως ν’ αντιπαρατεθεί και πάντως να υπερβεί το στάτους των υπαρκτών συλλογικοτήτων, κι αυτό μοιάζει να είναι το στοίχημά της. Η διαρκής αναζήτηση -ευκταία- της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και άλλων, μπορεί να εισφέρει στο εγχείρημα, με την προϋπόθεση πως δεν θα είναι μια τεχνική συγκόλλησης συναφών δυνάμεων, ενώ η αποδοχή της ΕΛΙΑΣ από το – μικρό εκλογικά, πια – ΠΑΣΟΚ, δεν σημαίνει πως η τελευταία θα ομφαλοσκοπεί παρατηρώντας τις εξοντωτικές μάχες παρασκηνίων του παρόντος ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, κατά το δυνατόν, πρέπει να αποφευχθούν παλιές, ελιτίστικες πρακτικές τμημάτων της Ανανεωτικής Αριστεράς, ως δήθεν αντίβαρο στις λαϊκιστικές εκτροπές.
Οι πλειοψηφίες των πολιτικών διακυβεύσεων, δημιουργούνται από άτομα και συλλογικότητες, που υπερβαίνοντας το παλιό κι αν χρειαστεί αδιαφορώντας εν μέρει γι? αυτό, λένε δυσάρεστες αλήθειες, επιδιώκουν αλληλουχίες πολιτικών βημάτων, αναγνωρίζουν εγκαίρως αλλαγές και δεν υποκύπτουν στην Κίρκη μιας εύπεπτης, χαζοχαρούμενης και ανεφάρμοστης φενάκης.
Έρχεται κάποτε η στιγμή που ο πολίτης θα σκεφτεί θετικά στο να συμπορευτεί μ? εκείνους που τουλάχιστον προσπαθούν για το αληθές, το λογικό, το χρήσιμο για τους περισσότερους. Κι εδώ είμαστε στην ΕΛΙΑ, έτοιμοι για την μετατροπή σε πολιτικό φορέα, πέρα από την τελική μορφή που αυτός θα έχει. Το υπαρκτό έλλειμμα της Κεντροαριστεράς, έρχεται προσπαθώντας να το καλύψει με επάρκεια η ΕΛΙΑ, μαζί με όσους το θέλουν από το σημερινό πολιτικό τοπίο, αλλά και υπερβαίνοντάς τους και στον αντίποδα των θεωριών της πλειοψηφικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.