Η Έλενα Χουζούρη μιλά για την λογοτεχνία, την πολιτική για το βιβλίο στην Ελλάδα και μας προτείνει τι να διαβάσουμε το καλοκαίρι

Αντώνης Τριφύλλης 09 Ιουν 2020

Η συγγραφέας  Έλενα Χουζούρη σε μια μεστή και απολαυστική συνέντευξη  στην «Μ» και στον Αντώνη Τριφύλλη μιλά για τη λογοτεχνία  και τα θέματα που την απασχολούν στα μυθιστορήματά της ,  θέματα που ανήκουν μεν στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας αλλά «κρύβονται στο ημίφως της», όπως  η παρουσία των Ελλήνων εβραίων [σεφαραδιτών] της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμα τους. Θέμα με το οποίο ασχολειται στο  μυθιστόρημα της «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ».

«Ας ευχόμαστε να μην επανακάμψουν οι σκοτεινές δυνάμεις που σχεδίασαν και βιομηχανοποίησαν την εξόντωση  εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων», λέει.  

Αποκαλύπτει, πως το  θέμα του καινούργιου της μυθιστορήματος προσπαθεί να εισχωρήσει στα άδυτα της εγχώριας τρομοκρατίας, όχι όμως με πολιτικούς ή ιδεολογικούς όρους αλλά κυρίως ψυχολογικούς.

Αναφέρεται ακόμη στην πολιτική βιβλίου στην Ελλάδα και ιδιαίτερα τα πολύ σοβαρά προβλήματα που επέφερε στον χώρο του βιβλίου η υγειονομική κρίση

Μιλάει ακόμα για την περίοδο της πανδημίας και όπως σημειώνει πέρασε την καραντίνα , εξαιρετικά δημιουργικά. Τέλος, μας προτείνει βιβλία που μπορούμε να διαβάσουμε το καλοκαίρι


Η Συνέντευξη

Ως συγγραφέας αγγίζετε θέματα που ανήκουν μεν στη σφαίρα της δημόσιας ιστορίας αλλά «κρύβονται στο ημίφως της», όπως λόγου χάριν, η παρουσία των Ελλήνων εβραίων [σεφαραδιτών] της Θεσσαλονίκης και το Ολοκαύτωμα τους, στο μυθιστόρημα σας «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ». Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε μ? αυτό το θέμα; 

Ο λόγος είναι πώς θύμωσα και ντράπηκα συγχρόνως,  όταν πριν από αρκετά χρόνια, συνειδητοποίησα την σιωπή που επικρατούσε στην γενέτειρα μου σχετικά με την μακραίωνη παρουσία της πολυπληθούς σεφαραδίτικης κοινότητας στην πόλη και το σχεδόν ολοκληρωτικό της Ολοκαύτωμα.  Ευτυχώς χάρη σε τολμηρούς Θεσσαλονικείς ιστορικούς, εβραϊκής καταγωγής, όπως την Ρένα Μόλχο, την Ρίκα Μπενβενίστε, τον Ιακώβ Σιμπή, τον Λέων Ναρ αλλά και σε μια σειρά μαρτυριών που άφησαν πίσω τους επιζήσαντες του Άουσβιτς έχει αρχίσει να σπάει αυτή η, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ένοχη σιωπή. Αποφασιστική βέβαια στάθηκε η συμβολή του πρώην  δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα πρωτοστάτησε ώστε να θεμελιωθεί το Μουσείο Ολοκαυτώματος στην πόλη. Η λογοτεχνία -πλην των λαμπρών εξαιρέσεων του Γιώργου Ιωάννου και του Γιώργου Κοκάντζη- ασχολήθηκε με το δύσκολο αυτό θέμα μετά την ιστοριογραφία. Να θυμίσω εδώ τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και το «Ουζερί Τσιτσάνης» η «Την Εβραία νύφη» του Νίκου Δαββέτα. Ο δικός μου «θείος Αβραάμ» φωτίζει λογοτεχνικά για πρώτη φορά τόσο εκτεταμένα  την πυρπόληση της φτωχικής εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ από ομάδες Ποντίων της προσφυγικής Καλαμαριάς, με καθοδήγηση της φασιστικής οργάνωσης, γνωστής ως  τα Τρία Εψιλον, το 1931. Αναδεικνύει την προσωπικότητα του Αβραάμ Μπεναρόγια , προχωρεί στις πιο σκοτεινές στιγμές του Ολοκαυτώματος , μιλάει για την συμμετοχή των Θεσσαλονικέων Εβραίων στην Αντίσταση.  Βεβαίως μέσα από μια μυθιστορηματική  πλοκή που ακολουθεί την ζωή μιας επινοημένης οικογένειας και των όσων την περιμένουν. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο  απαγορευμένος  έρωτας ανάμεσα σε μια εβραιοπούλα και έναν αριστερό αντάρτη, που οι συνέπειες του φτάνουν μυθιστορηματικά  έως την Θεσσαλονίκη του 2012. Να τονίσω ότι πρόκειται για μυθοπλασία -οι ήρωες δηλαδή είναι όλοι επινοημένοι, εκτός του Μπεναρόγια.  


Μπορούμε να συγκρίνουμε τον εγκλεισμό σε γκέτο των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης με τον σημερινό εγκλεισμό μας λόγω πανδημίας;

Αγαπητοί φίλοι της «Μεταρρύθμισης», πιστεύω ακράδαντα πως κανένας εγκλεισμός, καμία γενοκτονία, καμία εθνοκάθαρση δεν μπορεί να συγκριθεί με το Ολοκαύτωμα, την μακράν, πιο φρικιαστική σελίδα της ανθρωπότητας.  Ο εγκλεισμός στο γκέτο του Χιρς σήμαινε στο βάθος φρικτό θάνατο. Δίπλα ήταν ο σταθμός από όπου φορτώνονταν  και αναχωρούσαν τα τραίνα του θανάτου για το Άουσβιτς. Ο δικός μας- με την συναίνεση μας-  δίμηνος εγκλεισμός σήμαινε το εντελώς αντίθετο: Την υγεία μας, την επιβίωση μας και μάλιστα μέσα στα ασφαλή μας σπιτάκια.  Ας θεωρούμε λοιπόν  ευτυχείς τους εαυτούς μας κι ας ευχόμαστε να μην επανακάμψουν οι σκοτεινές δυνάμεις που σχεδίασαν και βιομηχανοποίησαν την εξόντωση  εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων.  


Εσείς πως αντιμετωπίσατε την περίοδο του εγκλεισμού;

Θα έλεγα, εξαιρετικά δημιουργικά. Συγκεντρώθηκα, ολοκλήρωσα και διόρθωσα  το καινούργιο μου μυθιστόρημα, εκτός του ότι ….εκπαιδεύτηκα στις αλλεπάλληλες τηλεδιασκέψεις ως μέλος της κριτικής επιτροπής κρατικών λογοτεχνικών βραβείων. Βεβαίως κάποιες στιγμές είχε αρχίσει να μου λείπει η ζωντανή ανθρώπινη παρουσία αντί της  εικονικής, αλλά προς το τέλος της περιόδου εγκλεισμού. Περισσότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να πάω όπου θέλω,  και να κάνω κανένα ταξιδάκι εκτός Αθηνών.  Ευτυχώς δεν κράτησε περισσότερο και μόλις άνοιξαν οι δρόμοι εγώ τους ακολούθησα, και  το έκανα το ταξιδάκι μου. 


Και ποιο είναι το θέμα του καινούργιου σας μυθιστορήματος;

Όπως πολύ σωστά παρατηρήσατε με ενδιαφέρουν τα «δύσκολα» θέματα της δημόσιας ιστορίας. Το θέμα λοιπόν του καινούργιου μου μυθιστορήματος προσπαθεί να εισχωρήσει στα άδυτα της εγχώριας τρομοκρατίας, όχι όμως με πολιτικούς ή ιδεολογικούς όρους αλλά κυρίως ψυχολογικούς. Πώς φτάνει κανείς να προσχωρήσει στην «Σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού», που είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος; Πώς μπορεί να σκοτώσει εν ψυχρώ; Τι σημαίνει βία; Γιατί  η κρατική βία είναι νόμιμη και η μη κρατική παράνομη; Το μυθιστόρημα έχει ως αφορμή   ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη το 1987 και είχε δείξει η τότε ΕΡΤ στο Δελτίο Ειδήσεων. Την εκτέλεση του αναρχικού Μιχάλη Πρέκα από τις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν περικυκλώσει την γιάφκα όπου ο 27χρονος κρυβόταν.  Ομολογώ ότι η σκληρή εκείνη εικόνα με είχε συγκλονίσει και την είχα κρατήσει. Την μεταφέρω  εντελώς επινοημένη και κατασκευασμένη τον Οκτώβριο του 1989, χρονιά κομβική και για την Ελλάδα και για τον τότε γνωστό μας κόσμο. Ο δικός μου αναρχικός πρωταγωνιστής δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό, δεδομένου ότι δεν τον γνώριζα, όπως δεν έχω γνωρίσει και κανέναν αναρχικό ή αντιεξουσιαστή προσωπικά, έως σήμερα.  Η πλοκή εκτυλίσσεται μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο και δίνει την αφορμή  στους άλλους δύο πρωταγωνιστές, στον, αρκετά μεγαλύτερο, αδελφό του νεκρού πια αναρχικού και του συνομήλικου καλύτερου φίλου του, να προχωρήσουν σε έναν τολμηρό απολογισμό της ζωής, των απόψεων και των πράξεων  τους, τις δεκαετίες 1970 και 1980. Και οι δύο ανήκουν στην λεγόμενη «Γενιά του Πολυτεχνείου». 


Πώς αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός χώρος την λογοτεχνία, το βιβλίο και πώς η Ελλάδα πριν και μετά την υγειονομική κρίση; 

Αν αρχίσουμε να συγκρίνουμε το πώς γενικότερα αντιμετωπίζεται το βιβλίο και ο συγγραφέας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες  και πώς- η επίσης ευρωπαική χώρα- Ελλάδα θα μας πιάσει κατάθλιψη. Πλην εξαιρέσεων - Θάνος Μικρούτσικος, που επί Υπουργίας του δημιουργήθηκε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και βιαίως καταργήθηκε επί Υπουργίας Κ. Τζαβάρα- οι κατά καιρούς και, διαφόρων αποχρώσεων, ηγεσίες  του Υπουργείου Πολιτισμού δεν έχουν  συμπεριλάβει το βιβλίο στην ατζέντα τους. Μια προσπάθεια της πρώην  Υπουργού Μυρσίνης Ζορμπά για επανασύσταση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου έμεινε μετέωρη λόγω της κυβερνητικής αλλαγής. Όσον αφορά το τελευταίο βαρύγδουπο ανακοινωθέν της νυν Υπουργού Πολιτισμού «Όλη η Ελλάδα ένας πολιτισμός» η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο  βιβλίο και τους συγγραφείς είναι παραπάνω από κραυγαλέα. Πρόσφατα οι Ενώσεις των εκδοτών, η Εταιρεία Συγγραφέων και ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου [ΟΣΔΕΛ] έστειλαν μια επιστολή στον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, εκθέτοντας τα πολύ σοβαρά προβλήματα που επέφερε στον χώρο του βιβλίου η υγειονομική κρίση. Ακολούθησε μια παρόμοια επιστολή υπογεγραμμένη από πάνω από 300 εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, δημοσιογράφους κ.λ.π προς τον Πρωθυπουργό. Η παράθεση των προβλημάτων του βιβλιοχώρου  δεν μπορεί να φιλοξενηθεί σ? αυτήν την συνέντευξη. Είναι τόσα πολλά που χρειάζεται μια αποκλειστική για αυτά συνέντευξη. Το βασικό όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι ο συγγραφέας παράγει ένα έργο που τροφοδοτεί μια αλυσίδα επιχειρήσεων και επαγγελμάτων: Εκδότες, βιβλιοπώλες, μεταφραστές, επιμελητές, διορθωτές, πωλητές, σχεδιαστές, εικονογράφους. Κι αυτό μόνον από την καθαρά οικονομική πλευρά. Το διακύβευμα αυξάνεται πολύ περισσότερο όταν μιλάμε για πολιτισμό, πολιτισμική κληρονομιά, πνευματικές αξίες. Όλα όσα σέβονται, προστατεύουν, υποστηρίζουν, με μια δέσμη μέτρων, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ανεξαρτήτως υγειονομικών ή άλλων κρίσεων. Εν κατακλείδι, τι να περιμένεις από μία χώρα που δεν έχει προνοήσει για το αυτονόητο: Να μετατρέψει τα σπίτια των δύο ποιητών της που έχουν τιμηθεί με το Νόμπελ της λογοτεχνίας σε Μουσεία, όπως έχουν κάνει  άλλες χώρες; 


Τι θα μπορούσατε να μας προτείνετε για να διαβάσουμε το καλοκαίρι; 

Θα απαντήσω με τίτλους αν και δεν είναι εύκολες οι επιλογές διότι κυκλοφορούν πολλά και καλά βιβλία σε όλες τις κατηγορίες.

Στην κατηγορία δοκίμιο-μελέτη προτείνω απερίφραστα: Τις «Μαύρες διαθήκες» του Νικήτα Σινιόσογλου. Μια διεισδυτική ιδιαίτερη σπουδή πάνω στις φιλοναζιστικές απόψεις των Καρλ Σμιτ και Μάρτιν Χάιντεγκερ. 

Την  εμβληματική ιστορική μελέτη του Αντώνη Λιάκου «Ο ελληνικός 20ος αιώνας».

Το βασισμένο σε μια σειρά μαρτυριών και ντοκουμέντων αποκαλυπτικό βιβλίο του Ραυμόνδου Αλβανού «Σλαβόφωνοι  και πρόσφυγες-Κράτος και πολιτικές ταυτότητες στη Μακεδονία του μεσοπολέμου». 

Το επίσης αποκαλυπτικό και βασισμένο σε ντοκουμέντα βιβλίο του Λέων Ναρ  «Ξανά  στη Σαλονίκη- Η μετέωρη επιστροφή των Ελλήνων Εβραίων στον γενέθλιο τόπο [1945-1946]  {βραχεία λίστα των Κρατικών λογοτεχνικών βραβείων 2019 στην κατηγορία μαρτυρίας- χρονικού]. 

Την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη του Ηλία Καφάογλου «Το μπικίνι -Η δημοκρατία στην παραλία». Το βιβλίο αναφέρεται στις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές  που αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν στην Ευρώπη και στην ελληνική κοινωνία, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ανάμεσά τους  και το…μπικίνι.  


Στην κατηγορία λογοτεχνία προτείνω, με βαθμό δέκα, τους δύο τόμους με τις  μοναδικές επιφυλλίδες-άψογα λογοτεχνικά δείγματα γραφής- του γερμανόφωνου εβραίου συγγραφέα  Γιόζεφ Ροτ [1894-1939], «Βερολινέζικα χρονικά 1920-1933» και «Τα χρόνια των ξενοδοχείων-περιπλανώμενος στην Ευρώπη ανάμεσα σε δύο πολέμους». Βερολίνο και ευρωπαϊκός μεσοπόλεμος στις πιο πειστικές, πολυσύνθετες και πολύπλευρες στιγμές τους. 


Στην ελληνική λογοτεχνία θα πρότεινα τα μυθιστορήματα:

 «Κόκκινος σταυρός» της Μαρίας Γαβαλά [βραχεία λίστα κρατικών λογοτεχνικών βραβείων 2019]. «Καινούργια μέρα» του Νίκου Χρυσού [ευρωπαϊκό βραβείο λογοτεχνίας 2019 καθώς και Ειδικό Κρατικό βραβείο 2019]. «Σκυλίσια ζωή» του Αύγουστου Κορτώ. «Ο ταχυδρόμος» του Γιώργου Παπαδάκη [Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος 2019]. «Δύο» των Έλενας Μαρούτσου- Ούρσουλας Φώσκολου [βραχεία λίστα κρατικών λογοτεχνικών βραβείων 2019]. «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» του Ηλία Μαγκλίνη.  «Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου» της Λίλας Κονομάρα. 




Η Έλενα Χουζούρη έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική των ποιημάτων της [2011]. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το  2004 με το μυθιστόρημα  «Σκοτεινός Βαρδάρης» [ Κέδρος -νέα κυκλοφορία από τις εκδόσεις Πατάκη το 2019]- και ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: «Πατρίδα από βαμβάκι»[Κέδρος], «Δύο φορές αθώα»[Κέδρος] και «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ»[Πατάκης]. Το 2001 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση «Εξ αγχιστείας»[Γαβριηλίδης],  με κριτικές και  δοκίμια της για την ποίηση, το 2012 επανακυκλοφόρησε η ανανεωμένη μελέτη της «Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου» [Επίκεντρο] και πρόσφατα η επαυξημένη μελέτη της «Η στρατιωτική ζωή στην νεοελληνική λογοτεχνία»  [Επίκεντρο]. Το ερχόμενο φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το καινούργιο της μυθιστόρημα «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» από τις εκδόσεις Πατάκη. Τα μυθιστορήματα της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, σερβικά, βουλγαρικά και τουρκικά. Επίσης έχουν συμπεριληφθεί στις βραχείες λίστες των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων καθώς και των βραβείων των περιοδικών ΔΙΑΒΑΖΩ και ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ. «Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ» τιμήθηκε με το βραβείο πεζογραφίας 2016 του περιοδικού ΚΛΕΨΥΔΡΑ. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, στο Δ.Σ της οποίας, χρημάτισε Αντιπρόεδρος [2009-2011] και Γενική Γραμματέας [2011-2013]. Από το 1981 ασκεί την κριτική της λογοτεχνίας. Για πολλά χρόνια εργάστηκε  ως δημοσιογράφος στον τομέα του πολιτισμού και κυρίως του  βιβλίου.