Η εκπαίδευση των μη εθνικών και γλωσσικών μειονοτήτων στην Ελλάδα (2020)

Δημήτρης Σκουρέλλος 15 Ιουν 2020

Σημειώνεται ότι η παρούσα δεν εξαντλεί τον ευρύτατα προσδιορισμένο στον τίτλο στόχο. Αποπειράται να συμβάλει ως συνοπτική εν παρόδω καταγραφή υπέρ του δημόσιου διαλόγου που αποτείνει στη δημοκρατική και εξισωτική εκπαίδευση.

Σε συμπλήρωμα περσινού σημειώματός μας σχετικά με τη μειονοτική εκπαίδευση των γλωσσικών, εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων οφείλουμε να προσθέσουμε τη συνεχιζόμενη ανοικτή και πρόδηλη στο περιβάλλον της τάξης και των πρωτοβάθμιων συνεργατικών οργάνων της εκπαίδευσης (σύλλογοι διδασκόντων) αμφισβήτηση, υποτίμηση, σχετικοποίηση των όποιων μέτρων ή θετικών διακρίσεων έχουν δειλά εισαχθεί στην ελληνική εκπαίδευση την τελευταία εικοσαετία.

Αναφορικά με την κατάσταση προώθησης ή αναστολής της ισότητας σε άλλους τομείς πέρα από το θρησκευτικό, γλωσσικό και εθνοτικό/πολιτισμικό αυτοπροσδιορισμό σημειώνουμε τα παρακάτω ως κατευθυντήριες γραμμές και μέση αναπαραγωγή-αναπαράσταση της σχολικής ζωής στο πρωτοβάθμιο επίπεδο της μαθητικής τάξης. ΄Ήτοι, τους διδάσκοντες χαρακτηρίζουν αν όχι κατά συρροήν, πάντως συχνά:

−Ανάρμοστη συμπεριφορά, λεξιλόγιο και ορολογία απέναντι στην αναπηρία, τη σεξουαλική διαφοροποίηση, την ατομική ταυτότητα και τη γυναικεία φύση.

−Άγνοια ή περιπλοκή πρόσληψης σε ό,τι αφορά ζητήματα ψυχικής υγείας και ιδιαιτεροτήτων.

−Υφέρπουσα μειωτική  αντιμετώπιση των μη πυρηνικών οικογενειών.

−Ευρεία αποφυγή τήρησης του απορρήτου σε πάσης φύσεως πληροφορίες που σχετίζονται με τον προσδιορισμό της ψυχικής, νοητικής και μαθησιακής ικανότητας/κατάστασης των μαθητών/τριών.

−Άρνηση χωρίς συνέπειες στη συμμόρφωση  προς τη στοχευμένη διδακτική και εξεταστική εξειδίκευση σε ανταπόκριση της μαθησιακής αδυναμίας, ιδιαιτερότητας, αναπτυξιακής υστέρησης.

−Δαιμονοποίηση της δυσλεξίας και των μαθησιακών αποκλίσεων ως ασθένειας ή νόσων.

−Επίνευση συναισθηματικού και ηθικού κόσμου ή και ατομικής προσωπικότητας του μαθητή/τριας.

−Συχνή απρόθετη ή εμπρόθετη εφαπτική στάση (αποφυγή μη σωματικής επαφής, άγγιγμα, θωπεία).

−Σωρεία σωματικών περιορισμών.

−Ερωτική και συναισθηματική λογοκρισία.

−Σεξισμός και μη καταγγελία των ηθικών διακρίσεων και της βιαιότητας.

−Απροθυμία συμμόρφωσης με την τυπική ορολογία αναφοράς και απεύθυνσης προς κάθε είδους μειονότητα.

−Γενική απουσία υποχρεωτικών μέτρων για τη φυσική διευκόλυνση προσέλευσης, συμμετοχής και παραμονής στη σχολική τάξη.

−Καμιά ιστορική ή ιδεολογική εξίσωση της συμβολής ή της ατομικής αξίας των μειονοτήτων.

−Λειτουργία των δομών «ένταξης» από ανειδίκευτο εκπαιδευτικό προσωπικό.

−Χρήση αποδυτηρίων και ιδίως αποχωρητηρίων με ασαφείς προϋποθέσεις για το σεβασμό της διαφορετικότητας.

−Γενική απαξίωση και υπόσκαψη της εξισωτικής πολιτικής από διδάσκοντες και διευθυντές.

−Επιβολή υποχρεωτικής συμμετοχής σε μη μαθησιακές ιδεοφόρες δραστηριότητες (παρελάσεις, εκκλησιασμοί).

−Ανεξέλεγκτο προσαρμογής και στην ελάχιστη εξισωτική κανονικότητα που επιβάλλουν οι πολιτειακές και διοικητικές ρυθμίσεις.

−Ενοχοποίηση των θυμάτων καταστολής της προσωπικότητας (μπούλιγκ) και ενίοτε αναγωγή σε κανόνα του νόμου τού ισχυρού (κοινωνικά, σωματικά) άλλες φορές του απαράδεκτου δόγματος «σκληραγώγησης» που συνοψίζεται στο μότο «ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό»