Σε ένα από τα σύντομα δοκίμιά του, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ο Ουμπέρτο Έκκο επισήμαινε ότι η οποιαδήποτε κοινωνική δύναμη μπορεί να καθιερωθεί μόνο μέσα από ένα συμβατό με αυτές πολιτισμικό σύστημα. Κατ’ εξοχήν οι οικονομικές δυνάμεις, επιβάλλονται στην κοινωνία ως τρόποι κοινής συμπεριφοράς, δηλαδή ως εκδηλώσεις συγκεκριμένης κουλτούρας. Αντίθετα, οι υλικές πραγματικότητες έρχονται και φεύγουν μέσα από ευθείες αναμετρήσεις μεταξύ τους. Η μια πραγματικότητα διαδέχεται και διώχνει την άλλη. Εγώ θα προσθέσω, αν μου επιτρέπεται, ότι όταν μια κουλτούρα συγκρουστεί με μια πραγματικότητα, σπάνια νικήτρια θα είναι η πρώτη. Η εκάστοτε πραγματικότητα θέτει αποκλειστικά τα όρια της κουλτούρας ακόμη και αν είναι δημιούργημα, (ή μάλλον παρόλο που είναι κατά κανόνα) δημιούργημα της κουλτούρας που τώρα σπάει τα μούτρα της πάνω της. Η σημερινή κρίση, κατά το σχήμα αυτό, είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην αλλαγή της παλιάς κουλτούρας που συγκρούστηκε με την νέα πραγματικότητα.
Θυμήθηκα τα λόγια του Έκκο και πρόσθεσα το δικό μου σχόλιο, όταν αναλογιζόμουν ότι στη φάση αυτή της κρίσης παρατηρούμε μια εντυπωσιακά ομοιογενή συμπεριφορά του εκλογικού σώματος ανεξάρτητα από πολιτικές ιδεολογίες. Επικεντρώνει την απέχθειά του στο κόστος της απαιτούμενης μεταρρύθμισης (προσαρμογής στην νέα πραγματικότητα) και αποφεύγει συστηματικά να μιλήσει για την ουσία της. Μου πέρασε από το μυαλό, ότι αυτή η ενιαία συμπεριφορά εκφράζει την πραγματική ηγεμονεύουσα ιδεολογία και όχι απλώς κάποιες συγκυριακές συμβατικότητες των κομματικών προσηλώσεων ή προτιμήσεων. Έχουμε μπροστά μας ένα φαινόμενο πολιτισμικό, μια εμπραγμάτωση συγκεκριμένης κουλτούρας. Την κουλτούρα του αδάπανου οφέλους. Στο δικό μου «σπίτι», στο πανεπιστήμιο, η πολιτισμική σύγκρουση με την νέα πραγματικότητα είναι πασιφανής: Ενώ η πλειονότητα των συναδέλφων ακαδημαϊκών είναι και ποιοτικά εφάμιλλοι με τους μέσους διεθνείς όρους (άρα δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από τον εξορθολογισμό του επαγγελματικού χώρου τους), αλλά και ψυχολογικά έτοιμοι να αποδεχτούν την απαιτουμένη εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση, παρά ταύτα σιωπούν κατά το πλείστο τους επειδή δεν αντέχουν να συγκρουστούν με την ηγεμονεύουσα κουλτούρα, πες ιδεολογία που τους συνθλίβει.
Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία οδηγεί αυτή η διαπίστωση είναι ότι η κρίση έχει να κάνει και με την εκπαίδευση αφού αυτή αποτελεί ανέκαθεν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης της κουλτούρας τουλάχιστο των εγγράμματων μελών της κοινωνίας, δηλαδή της ευρύτερης ελίτ. Και όμως, στο καιρό της κρίσης –και μάλιστα στον παροξυσμό της – κάθε συζήτηση για την εκπαίδευση έχει ουσιαστικά σταματήσει. Όλη η εκείνη φασαρία που προηγήθηκε, για παράδειγμα, του νόμου 4009/10 και των βίαιων αντιδράσεων που προκάλεσε η εφαρμογή του, έχει εξαφανιστεί. Ακόμη και στην άλλοτε λαλίστατη ακαδημαϊκή παρέα όπου έχω παραμείνει για να συνδιαλέγομε, «του κούκου χάθηκε η γλυκιά λαλιά» προφανώς επειδή «φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι»! Από αντίδραση σε αυτή την καιροσκοπική σιωπή, θα προσπαθήσω να ξαναφέρω στην επικαιρότητα το ζήτημα. Λίγο αιχμηρά, ομολογώ, αλλά έτσι πρέπει για να προκαλέσω.
Δύο είναι τα σχετικά ερωτήματα που θέλω να διερευνήσω: Πρώτο, τι σχέση μπορεί να έχει η εκπαίδευση με την κρίση. Δεύτερο, σε τι μπορεί να συμβάλλει η εκπαίδευση στο ξεπέρασμα της κρίσης. Θα αναφερθώ κυρίως στο πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που μου είναι περισσότερο γνωστό, αλλά φροντίζοντας ώστε οι αναφορές μου να έχουν κάποιο σημαντικό βαθμό καθολικότητας για όλα τα άλλα κατώτερα επίπεδα. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου κανοναρχεί επίμονα το παράδειγμα της Φινλανδίας, που είναι η χώρα που τόλμησε μια υποδειγματική και άκρως επιτυχή ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ΥΠΟ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΙΣΗΣ και ταυτόχρονα θεμελίωσε την υπέρβαση της κρίσης πάνω σε ένα ισχυρό εκσυγχρονισμένο εκπαιδευτικό υπόβαθρο. (Ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει ο καθένας που ενδιαφέρεται για τα θέματα αυτά είναι το πρόσφατο του Pasi Sahleberg, “Finish Lessons: What can the world learn form educational change in Finland”). Λοιπόν, γιατί όχι κι εμείς; Στο άρθρο μου αυτό θα ασχοληθώ μόνο με το πρώτο ερώτημα. Θα αφήσω το δεύτερο για μια επόμενη προσπάθεια.
Τι σχέση, λοιπόν, μπορεί να έχει η εκπαίδευση με την κρίση; Είναι πεδίο που υφίσταται τις συνέπιες της κρίσης παθητικά, ή μήπως είναι ενεργός συντελεστής της ίδιας της κρίσης;
Σε μια καθολική εθνική κρίση όπως αυτή που αποκαλύφθηκε με την δημοσιονομική κατάρρευση στη χώρα μας, η ηγεμονεύουσα κουλτούρα αποτελεί τόσο συστατικό στοιχείο της κρίσης, όσο και ερμηνευτικό παράγοντά της. Η ηγεμονεύουσα κουλτούρα αποδείχνεται ότι βρίσκεται σε κρίση, επειδή αυτή ευθύνεται κατά σημαντικό ποσοστό για την ίδια την κρίση. Την ταυτότητα της ηγεμονεύουσας κουλτούρας μπορεί να συλλάβει κανείς καλλίτερα στην εκπαίδευση, όπου εδράζεται και ένας από τους βασικούς μηχανισμούς αναπαραγωγής της. Ποια είναι λοιπόν η εκπαιδευτική κουλτούρα και πως σχετίζεται με τις κύριες παραμέτρους της τρέχουσας εθνικής κρίσης;
Ένα απροσδόκητο χαρακτηριστικό της ακαδημαϊκής κουλτούρας που αιφνιδιάζει όποιον ασχολείται με την ακαδημαϊκή λειτουργία είναι η έλλειψη αναστοχασμού της εκπαιδευτικής κοινότητας. Στα τελευταία σαράντα χρόνια η ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχει παράγει σχεδόν τίποτα το επιστημονικά αξιόλογο στο πεδίο της αυτογνωσίας της. Για σαράντα τόσα χρόνια η τριτοβάθμια εκπαίδευση μεταρρυθμίζεται με συχνότητα που συμπίπτει περίπου με τις αλλαγές του πολιτικού προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και στο διάστημα αυτό δεν έχει παραγάγει μήτε μια αξιόλογη πραγματεία για τα την ποιοτική κατάσταση της εκπαίδευσης, μήτε καν μια «Λευκή Βίβλο» που να αντικατοπτρίζει την στρατηγική υποδομή έστω και μιας από τις πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις της ! Όλα δείχνουν ότι η ακαδημαϊκή κοινότητα αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι κάθε σοβαρή προσπάθεια συστηματικής γνώσης της ίδιας της λειτουργίας της. Με τον τρόπο αυτό, είτε το θέλει είτε όχι, προάγει μια καιροσκοπική αντίληψη της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Ο καιροσκοπισμός είναι στοιχείο πολιτισμικής ταυτότητας. Είναι ο ίδιος καιροσκοπισμός που έχει οδηγήσει τα δύο τέως κόμματα εξουσίας και την ανανεωτική αριστερά να κατασκευάσουν και να στηρίξουν για τέσσερις δεκαετίες το σύστημα λαϊκιστικού κρατισμού που οδήγησε την χώρα και την κοινωνία μας στην σημερινή κρίση ιστορικών διαστάσεων. Είναι άραγε τυχαία η σύμπτωση πολιτισμικού υποδείγματος ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και στο ακαδημαϊκό;
Ο λαϊκισμός, με τη σειρά του ενδημεί στην ακαδημαϊκή κοινότητα και βρίσκει τους φυσικούς συνδέσμους με τον λαϊκισμό του πολιτικού συστήματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την κυριαρχία των ζητημάτων που απασχολούν τον διάλογο πολιτικής μέσα στα ίδια τα πανεπιστήμια. Δύο είναι τα ζητήματα που απορροφούν σχεδόν ολοκληρωτικά τον όποιο διάλογο στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας: Η προσβασιμότητα και η διαχείριση της εξουσίας διακυβέρνησης. Η αύξηση της προσβασιμότητας έχει αναχθεί σε αυτοσκοπό και γιαυτό γίνονται ανεκτές ακόμη υπερβασίες του τύπου εισαγωγής με βαθμούς κάτω από την (όποια) βάση. Όλες οι δομές συλλογικής έκφρασης ασχολούνται με το θέμα αυτό είτε εξ αφορμής των ετήσιων πανελλαδικών εξετάσεων, είτε των διαδοχικών μεταρρυθμίσεων που επιχειρούν κατά σειρά οι υπουργοί Παιδείας. Περί ποιότητας των εισαγομένων, ουδείς λόγος. Η εμπειρία μου δείχνει ότι έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε κατά κανόντα να προσαρμόζουμε την έναρξη των σπουδών στο (χαμηλό) επίπεδο των σπουδαστών που εγγράφονται, αντί να απαιτούμε επίπεδο εισαγομένων πρόσφορα για την άνετη παρακολούθηση των πανεπιστημιακών μαθημάτων! Ο κόσμος ανάποδα και ελάχιστη διαμαρτύρονται. Αλλά γιατί να μας εκπλήσσει το γεγονός, όταν και ο πολιτικός λόγος, αντάμα με την προβληματική της κοινής γνώμης, στο ίδιο επίπεδο στοχασμού βολοδέρνει; Δεν έχει παρά να παρακολουθήσει κανείς τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στη διάρκεια των εισαγωγικών. Η Ελλάδα ίσως είναι η μοναδική χώρα στην οποία οι εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο απασχολεί με πηχυαίους τίτλους τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ή που, όπως εύστοχα είχε δείξει πριν είκοσι περίπου χρόνια (για να δούμε την επιμονή του φαινομένου) η Μπενινκάζα (πανεπ. Ιωαννίνων) το ζήτημα των πανελλήνιων εξετάσεων αποτελεί τραγικό ζήτημα για ολόκληρη την τυπική ελληνική οικογένεια. Αλλά μόνο ως πιθανότητα εισαγωγής. Όχι ως ικανότητα εκμετάλλευσης της ευκαιρίας.
Το δεύτερο ζήτημα που μοιράζεται και εξαντλεί το δυναμικού του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος είναι η νομή της εξουσίας στο Πανεπιστήμιο. Ο πόλεμος για την νομή της εξουσίας είναι συνεχής και αιματηρός. Ποιος, όμως, εξηγεί με παρρησία το τι την θέλει την εξουσία; Οι διεκδικητές μιλούν με παχιά λόγια «περί πάντων και άλλων τινών», αλλά για την ταμπακιέρα ουδέν. Πως συσχετίζουν την εξουσία τους με την ποιοτική επίδοση του πανεπιστημίου ουδένα απασχολεί πέραν της γενικόλογης συνθηματολογίας. Δεν έχει παρά να μελετήσει κανείς τις … διακηρύξεις των Πρυτάνεων και των διαφόρων κομματικών παρατάξεων. Σε τι διαφέρει ο κενός αυτός λόγος από τον αντίστοιχοι πολιτικό λόγο που κορυφώνεται μόνο στις προεκλογικές περιόδους; Η εξουσία ως αυτοσκοπός (συμπαθάτε με, αλλά ξέρω τι κρύβεται από πίσω της) είναι η κουλτούρα που καλλιεργείται συστηματικά στο πανεπιστημιακό μας σύστημα. Η ίδια μεταφυσική αντίληψη της εξουσίας προβάλλεται και ως οδηγία στον ποδοσφαιρικό ανταγωνισμό της κομματοκρατούμενης πολιτικής εθνικής σκηνής.
Μήπως η εγγενής βία και ανομία που διέπει την ακαδημαϊκή ζωή δεν είναι και αυτή στοιχείο της ακαδημαϊκής κουλτούρας που αντιστοιχίζεται με την βία του δρόμου και του λόγου που χαρακτηρίζει σήμερα τους πολιτικούς φορείς που εκμεταλλεύονται αντί να πολεμούν την κρίση; Μη μιλήσουμε για την οικογενειοκρατία, τον νεποτισμό και τον συντεχνιασμό που καθημερινά αναδύονται από τα βάθη της ελληνικής academia. Υπάρχουν σημαντικές νησίδες αριστείας και ήθους στο ακαδημαϊκό τοπίο μας, αλλά πού να φανούν, όταν η ηγεμονεύουσα κουλτούρα είναι η μετριοκρατία και ο ακαδημαϊκός επαρχιωτισμός; Μέσα σε ένα τέτοιο «κρυφό ακαδημαϊκό πρόγραμμα» πώς να εκπαιδεύεται άραγε η κοινωνική ελίτ μας; Πώς να μη γίνεται στοιχείο της κρίσης η πολυάριθμη μάζα των «λούμπεν διανοουμένων» που παράγεται με την σέσουλα από τα πανεπιστήμιά μας, με μακρόσυρτες διαδικασίες απονομής πτυχίων; Αυτοί οι λούμπεν διανοούμενοι δεν είναι οι «ενεργοί πολίτες των πλατειών τύπου Ταχρίρ» και μερικών «αντιμνημονιακών» κινήσεων και κομμάτων που αφιονίζουν τα πλήθη με την ημιμάθειά τους; Αυτό το προϊόν των ελληνικών πανεπιστημίων δεν είναι εκείνο που έχει πλημμυρίσει τον κρατικοδίαιτο τομέα της οικονομίας και κοινωνίας και έχει οργανωθεί στις γνωστές συντεχνίες που αντιμάχονται κάθε βήμα προόδου και εκσυγχρονισμού; Όλες αυτές οι καταστάσεις και δυναμικές συνδέονται άμεσα με την κρίση.
Δεν θα ψάξω παραπέρα για να επισημάνω άλλες παραλληλίες της ακαδημαϊκής κουλτούρας με την γενική πολιτική κουλτούρα. Άλλωστε οι παραλληλίες αυτές είναι φυσικές και αναμενόμενες. Με μια μεγάλη διαφορά, όμως: Δεν επιτρέπεται να ξεχνάμε ότι το πανεπιστήμιο διαμορφώνει την κουλτούρα της κοινωνικής ελίτ, δηλαδή των ηγετικών στρωμάτων της κοινωνίας μας και ότι δεν συμβαίνει το ανάστροφο (τουλάχιστο στην ίδια έκταση). Η παραλληλία με τα όσα συμβαίνουν εκτός ακαδημαϊκών τειχών, δεν σώζει ως άλλοθι την ηθική του ακαδημαϊκού συστήματος. Αυτό οφείλει να ηγείται, αφού είναι διαμορφωτικός παράγων της κουλτούρας μας και όχι απλό παρελκόμενό της. Η ευθύνη του βρίσκεται στο ότι καταστρέφει την κοινωνική ελίτ μετατρέποντάς την από παράγοντα προόδου σε συντελεστή της κρίσης. Πως μπορεί, λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα, να νομιμοποιήσει και το αίτημα της αυτονομίας του το Ελληνικό πανεπιστήμιο όταν δεν παίζει τον αναμενόμενο αυτόνομο κοινωνικό ρόλο του; Η ηγεμονεύουσα ακαδημαϊκή κουλτούρα μετατρέπει προφανώς την αυτονομία σε ανομία που συμβάλλει δευτερογενώς στην κρίση. Το βλέπουμε καθημερινά.
Αν κοντύνουμε το λόγο στα μέτρα μιας (ηλεκτρονικής) εφημερίδας, τι διαπιστώνουμε, λοιπόν; Τα Ελληνικό πανεπιστήμιο διαμορφώνει εκείνο ακριβώς το ανθρώπινο δυναμικό που τροφοδοτεί την αναπαραγωγή και ηγεμονία της πολιτικής κουλτούρας που τελικά μας οδήγησε στην σημερινή κρίση. Το παράδοξο είναι ότι ενώ η πλειονότητα του ακαδημαϊκού προσωπικού μας είναι τουλάχιστο εξ ίσου άξια με τον μέσο ευρωπαϊκό και αμερικανικό όρο των συναδέλφων τους, η φωνή της δεν ακούγεται στην περίοδο της κρίσης, και οι παρουσία της σε μια εκ των ένδον ουσιαστική μεταρρύθμιση του ακαδημαϊκού συστήματος είναι ανύπαρκτη, με εξαίρεση μερικές φοβισμένες μικροομάδες που και αυτές αισθάνονται αμήχανες μπροστά στα ιστορικά καθήκοντα που του φορτώνει η αδυσώπητη πραγματικότητα. Πιστέψτε με, ομιλώ από προσωπική πείρα. Δυστυχώς.
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου