Η αντίδραση στα πυκνά φαινόμενα της συστημικής κρίσης με συστηματική καθυστέρηση εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της Ευρώπης. Ετσι, ο μόνιμος μηχανισμός διάσωσης, ο ESM, δεν αναμένεται να είναι έτοιμος πριν από το φθινόπωρο του 2013. Επίσης, η τραπεζική ενοποίηση έχει κολλήσει: η συγκρότηση της νέας αρχής που θα έχει δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή ή τον θάνατο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας αναβάλλεται, ενώ η ιδέα της ενιαίας πανευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων οδεύει στον κάλαθο των αχρήστων – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ροή των καταθέσεων από τον ευρωπαϊκό Νότο στον Βορρά. Η ευρωπαϊκή ατζέντα αναπροσδιορίζεται με βάση τις γερμανικές εκλογές.
Αν δεν συμβεί κάτι εξόχως σημαντικό (π.χ., αν η κρίση κρούσει τις θύρες του Παρισιού…) οι εξελίξεις που θα σημαδέψουν την πορεία της Ευρωζώνης μετακυλίονται δώδεκα μήνες περίπου. Σε ένα τέτοιο κλίμα, θα ήταν παράδοξο αν επισπεύδονταν (και μάλιστα μόνες αυτές…) ρυθμίσεις που ενδιαφέρουν ζωτικά την Ελλάδα, όπως αυτές που αφορούν τη βιωσιμότητα του χρέους μας – πολύ περισσότερο που η χώρα μας «κατάφερε» να αναδειχθεί σε πεδίο σύγκρουσης ΔΝΤ και ευρωπαϊκών αρχών. Καθώς η χρηματοδότηση του ελληνικού χρέους είναι διασφαλισμένη για τους επόμενους 12 μήνες (άρα το ΔΝΤ δεν έχει καταστατικό εμπόδιο να καταβάλλει τις δόσεις μέχρι τότε…) πιθανολογείται βασίμως ότι και το ελληνικό θέμα θα τρενάρει έως τις γερμανικές εκλογές.
Αυτή η εξέλιξη δεν θα είναι καλή. Αντιθέτως.
Πρώτον, γιατί ανεξάρτητα από την τελική επίλυση του ζητήματος, όσο παραμένει ανοιχτό το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, τόσο θα διατηρείται ζωντανό το δίλημμα αν η Ελλάδα θα παραμείνει στη Ζώνη του Ευρώ. Θα διατηρείται, δηλαδή, εν λειτουργία ο παράγοντας της πιο μεγάλης ανασφάλειας, εκείνης που επηρεάζει καταθλιπτικά την όποια προσπάθεια ανάταξης και ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού της ελληνικής οικονομίας. Δεύτερον, γιατί ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος για την απάντηση που θα δοθεί όταν, ενδεχομένως, έχουν εκλείψει οι μεγάλες αβεβαιότητες που ταλανίζουν σήμερα την Ευρωζώνη (ίσως έχουν σταθεροποιηθεί η Ισπανία, η Ιταλία, η Μέση Ανατολή…) και οι συνέπειες μιας ελληνικής εξόδου εκτιμηθούν ως αντιμετωπίσιμες.
Ποιο είναι το πρακτικό «διά ταύτα»;
Χρειάζεται επίσπευση δράσεων, επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων, πολλαπλασιασμός των προσπαθειών. Λοιπόν, ας μη νομίσουν οι κυβερνητικές δυνάμεις ότι λύθηκε το πρόβλημα της σταθερότητας επειδή απόψε οι «153» θα γίνουν «169» περίπου. Κι ας μην επιστρέψουν, πάλι, στη (δια)νομή του κράτους και τις «διευθετήσεις υποθέσεων». Παράλληλα, ας μην αρκεστεί η αξιωματική αντιπολίτευση να «μετράει τις μέρες» της κυβέρνησης. Κι ας αποφασίσει να «μολυνθεί» με την επεξεργασία ρεαλιστικής, δηλαδή εφαρμόσιμης κυβερνητικής πολιτικής. Είναι ανάγκη να ενταθούν οι κοινές προσπάθειες ώστε να αντισταθμιστούν οι αρνητικές συνέπειες από τις αβεβαιότητες που θα επικρέμανται της χώρας. Αβεβαιότητες από άλλα που θα γίνουν – μέτρα που δεν οδηγούν ούτε σε ανάπτυξη ούτε σε ανάκαμψη, αλλά σε βαθύτερη ύφεση και διεύρυνση της ανεργίας. Αβεβαιότητες από τις μεταρρυθμίσεις που για να επιτευχθούν πρέπει να καμφθούν οι αντιδράσεις του παρασιτικού κατεστημένου και της συμμορίας της δραχμής – που κάθε άλλο παρά έχει καταθέσει τα όπλα. Και αβεβαιότητες από άλλα, μεγάλα, που θα εκκρεμούν επί μακρόν και που η έκβασή τους δεν εξαρτάται, πλέον, από εμάς. Οπως είναι το μείζον θέμα της βιωσιμότητας του χρέους μας.