Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος άρχισε το 2016 υπό πολιτικές συνθήκες αισθητά διαφορετικές από τις σημερινές. Τότε ήταν ακόμη εύκολο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να ισχυρίζεται ότι προετοιμάζει μια «ριζοσπαστική» πρόταση αναθεώρησης που θα «εκπηγάσει» από μια πολύμηνη κοινωνική διαβούλευση υπό την καθοδήγηση μιας επιτροπής διαλόγου διορισμένης από την κυβέρνηση. Μπορούσε επίσης να υπαινίσσεται ότι δεν αποκλείεται η πρότασή της να καταστεί αντικείμενο αναθεωρητικού δημοψηφίσματος μη προβλεπόμενου ούτε από το άρθρο 110 περί αναθεώρησης, ούτε από το άρθρο 44 παρ. 2 περί των κατηγοριών δημοψηφίσματος που μπορούν να διεξαχθούν.
Η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της αναθεωρητικής διαδικασίας με τη δεύτερη ψηφοφορία που διεξήχθη στις 14 Μαρτίου βρίσκεται πολύ μακριά από τα σενάρια του 2016. Τρία σχεδόν χρόνια αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι δεν νοείται αναθεώρηση του Συντάγματος παρά μόνο μέσω του πλήρους σεβασμού της διαδικασίας που περιγράφει το άρθρο 110 καθιστώντας αποκλειστικά αρμόδιο όργανο τη Βουλή ή μάλλον δυο διαδοχικές Βουλές, την πρώτη που διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και τη δεύτερη που τη συντελεί, με το εκλογικό σώμα να παρεμβάλλεται στις εκλογές που μεσολαβούν και να νομιμοποιεί δημοκρατικά την όλη διαδικασία. Η αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και των κοινωνικών αντιλήψεων που συντελέσθηκε από το 2016 έως σήμερα επέβαλε το σεβασμό του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος και την τήρηση των προδιαγραφών του άρθρου 110. Αυτή είναι η πρώτη και θεμελιώδης εκδίκηση του Συντάγματος απέναντι σε όσους επεδίωξαν να παίξουν μαζί του. Αποδείχθηκε ότι το Σύνταγμα διαθέτει μηχανισμούς αυτοάμυνας, ο μέγιστος των οποίων είναι οι αυξημένες πλειοψηφίες που απαιτεί το άρθρο 110.
Εξακολουθεί παρά ταύτα να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι το πρόβλημα της χώρας είναι σε μεγάλο βαθμό συνταγματικό. Μακάρι το ελληνικό ζήτημα να μπορούσε να αντιμετωπισθεί με αλλαγές στις διατυπώσεις του συνταγματικού κειμένου. Η συζήτηση για την αναθεώρηση οφείλει να εκκινεί από την καλή αίσθηση της πραγματικότητας. Το πρόβλημα της χώρας είναι οικονομικό, δημοσιονομικό, αναπτυξιακό, πολιτικό. Πρόβλημα νοοτροπίας, αντοχής και ικανότητας της ίδιας της κοινωνίας να υιοθετήσει τα αναγκαία μεταρρυθμιστικά προτάγματα και να αποκτήσει ξανά αισιοδοξία και προοπτική παρά την κόπωση, την απογοήτευση και τους φόβους που την ταλαιπωρούν. Το πρόβλημα της χώρας είναι βεβαίως και θεσμικό με την ευρύτερη όμως έννοια του όρου. Πρόβλημα πολιτικού συστήματος, διοίκησης, αυτοδιοίκησης, δικαιοσύνης, οικονομικής διακυβέρνησης. Η συντριπτική πλειονότητα των παρεμβάσεων που είναι αναγκαίες μπορούν να γίνουν νομοθετικά, πολιτικά και πρακτικά χωρίς να προϋποτίθεται αναθεώρηση του Συντάγματος. Αντιθέτως τα εννέα επώδυνα, επικίνδυνα και αντιφατικά χρόνια της κρίσης το Σύνταγμα λειτούργησε ως ένα ισχυρό και αποτελεσματικό πλαίσιο σταθερότητας που άντεξε σε βάναυσες επιθέσεις του πιο ακραίου εθνικολαϊκισμού.
Είναι συνεπώς παρήγορο το γεγονός ότι το αριθμητικό αποτέλεσμα της πρώτης φάσης της αναθεωρητικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αλλαγή των συσχετισμών στην επόμενη Βουλή, επιτρέπει ένα τόνο αισιοδοξίας σχετικά με την περιστολή της πιο επικίνδυνης μορφής λαϊκισμού που είναι ο συνταγματικός λαϊκισμός. Αυτός εμφανίζεται συχνά με την «αθώα» μορφή της συνταγματικής ρητορείας. Της ανέξοδης συνταγματικής υπόσχεσης που μπορεί δήθεν να πραγματοποιηθεί χωρίς να υπάρχουν οι αντίστοιχες δημοσιονομικές και αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Η βιωσιμότητα όμως του ασφαλιστικού συστήματος και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δεν επιτυγχάνονται με ρητορικές προσθήκες στα άρθρα 21 και 22 του Συντάγματος που δεν προσθέτουν τίποτα το νομικά κρίσιμο στις ισχύουσες διατυπώσεις. Η πιο ακραία εκδήλωση συνταγματικού λαϊκισμού που συντελέσθηκε δυστυχώς ήδη στην παρούσα Βουλή είναι ο αποκλεισμός από την επόμενη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας του κανόνα της δημοσιονομικής ισορροπίας, η εισαγωγή του οποίου στα συντάγματα των κρατών μελών συνιστά υποχρέωση τους προβλεπόμενη ρητά στη «Συνθήκη για τη Συνεργασία, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση» που διέπει την οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Ενώ η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060 και επαίρεται για την πολιτική του υπερπλεονάσματος που συνιστά μια μεγάλη παγίδα φτώχειας, εμφανίζει ως «αριστερή» επιλογή την άρνηση εισαγωγής στο Σύνταγμα της αρχής της δημοσιονομικής επίγνωσης ώστε να υπάρχει έγκαιρη προειδοποίηση σε περίπτωση κινδύνου νέου εκτροχιασμού.
Για τον αποκλεισμό του άρθρου 16 παρ. 5 και 8 για τα πανεπιστήμια από την επόμενη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας, λόγω της ιδεοληπτικής μυωπίας του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτείται ειδικό κείμενο που θα αναλύει τις δυνατότητες που παρόλα αυτά υπάρχουν χωρίς να προϋποτίθεται αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε τελικά στον ισχυρισμό του ότι η πρώτη Βουλή, δηλαδή η απερχόμενη πλειοψηφία, δεσμεύει τη δεύτερη Βουλή, δηλαδή τη νεοεκλεγμένη πλειοψηφία που μπορεί να είναι και αυξημένη, ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, παρά το γεγονός ότι παρεμβάλλονται εκλογές και άρα διατυπώνεται η θέση του εκλογικού σώματος. Δεν κατανόησε ότι μπορεί να υπερψηφίζεται η ανάγκη αναθεώρησης μιας διάταξης με αυξημένη πλειοψηφία ίση ή μεγαλύτερη του 180 που συγκροτείται από κόμματα με διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το τελικό περιεχόμενο της διάταξης. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις τίθενται ενώπιον του εκλογικού σώματος που καθορίζει τη σύνθεση της νέας Βουλής που συντελεί την αναθεώρηση. Έχασε συνεπώς τον έλεγχο των αριθμών.
Τώρα πλέον το ζήτημα του τρόπου εκλογής του ΠτΔ -ώστε να διασφαλίζεται η αποσύνδεση της διαδικασίας εκλογής του από την απειλή αυτόματης διάλυσης της Βουλής αν δεν συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία 180 τουλάχιστον βουλευτών στην τρίτη ψηφοφορία – μπορεί να αποφασισθεί στην επόμενη Βουλή με την απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών καθώς η ανάγκη αναθεώρησης των κρίσιμων διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 32 υπερψηφίστηκε στην παρούσα Βουλή με πολύ περισσότερους από 180 ψήφους. Η ΝΔ υπερψήφισε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ που θεωρούσε ότι είναι δεσμευτική η προτεινόμενη από αυτόν κατεύθυνση της προσφυγής, εν τελεί, στη λύση της άμεσης εκλογής. Όμως ήδη από την πρώτη ψηφοφορία ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ καταψήφισε τη δική του πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 30 παρ. 1 που προβλέπει ότι ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή(!). Εφόσον ο γενικός αυτός κανόνας του άρθρου 30 παρ. 2 διατηρείται με απόφαση της παρούσας Βουλής, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ίδια η παρούσα Βουλή απεφάσισε ως κατεύθυνση της αναθεώρησης του άρθρου 32 παρ. 4 και 5 την παραβίαση της ρητής συνταγματικής διάταξης του άρθρου 30 παρ. 2 που κρίθηκε μη αναθεωρητέα. Άλλωστε μη αναθεωρητέες κρίθηκαν, επειδή τις καταψήφισε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που πρότεινε την αναθεώρησή τους (!) και άλλες τρεις διατάξεις ( άρθρα 34 παρ. 1 εδ.β,35 παρ. 2 περ. γ και 41 παρ. 5 ) που ρυθμίζουν τεχνικές λεπτομέρειες της διάλυσης της Βουλής η οποία επέρχεται λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ. Μόνη συνεπώς λύση που απομένει είναι η μείωση της πλειοψηφίας που απαιτείται για την εκλογή ΠτΔ ώστε αυτή να είναι επιτεύξιμη και πρακτικά να μη επέρχεται αυτόματη διάλυση της Βουλής.Διάλυση της Βουλής μπορεί να επέρχεται αυτομάτως στην ακραία περίπτωση που δεν συγκεντρώνεται ούτε η απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών.
Αξίζει πάντως να θυμηθούμε ότι ήδη από το 2001 μπορούσε να έχει λυθεί το ζήτημα της αποσύνδεσης της εκλογής του ΠτΔ από τη διάλυση της Βουλής. Δυστυχώς τότε η ΝΔ δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις μας και η χώρα το πλήρωσε ακριβά το 2015. Τώρα η δολιχοδρομία του ΣΥΡΙΖΑ ως προς το τι και πώς θα εισαχθεί στην επόμενη Βουλή σε σχέση με τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του ίδιου στη διαδικαστική παγίδα που νόμισε ότι έστησε μέσω του ισχυρισμού περί δέσμευσης της δεύτερης Βουλής από τις κατευθύνσεις της πρώτης.
Είναι πάντως προφανές ότι η απλή πλειοψηφία της σημερινής Βουλής δεν δεσμεύει την αυξημένη πλειοψηφία των 180 τουλάχιστον βουλευτών που απαιτείται να συγκεντρωθεί στην επόμενη Βουλή προκειμένου να αποφασισθεί αν θα αναθεωρηθούν τελικά και αν ναι ποιο περιεχόμενο θα προσλάβουν οι διατάξεις που κρίθηκαν αναθεωρητές με πλειοψηφία μικρότερη των 180 στην παρούσα Βουλή. Αυτό αφορά ζητήματα όπως το άρθρο 3 και οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας ή η θρασεία πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να καταστεί αυθεντική ερμηνεία του άρθρου 86 η παρερμηνεία σκοπιμότητας που, σε αντίθεση με τη πάγια θέση της νομολογίας, υιοθέτησε η σημερινή πλειοψηφία προκειμένου να στηρίξει τη σκευωρία της υπόθεσης Νοβάρτις που κατέρρευσε παταγωδώς. Αυτό δεν έχει σχέση με την ευρύτατα υπερψηφισθείσα ανάγκη αναθεώρησης της παραγράφου 3 του άρθρου 86 ώστε να ισχύουν οι κοινές διατάξεις περί παραγραφής.
Είναι τελικά σημαντικό το γεγονός ότι διατηρείται αλώβητο το αναθεωρητικό κεκτημένο του 2001. Της μονής εκτεταμένης και συναινετικής αναθεώρησης των τελευταίων σαράντα πέντε ετών. Το ιστορικό και θεσμικό δίδαγμα της πρώτης φάσης της αναθεωρητικής διαδικασίας είναι ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ευτυχώς εφικτή, αν δεν υπάρχει συναίνεση και κλίμα πολιτικού πολιτισμού. Και αυτό είναι ένα ισχυρό μήνυμα που έστειλε το ίδιο το Σύνταγμα σε όσους φλερτάρουν διαρκώς με την καταστρατήγησή του. –