Ολοι πια ξέρουμε ότι το 2008 ήταν η «στιγμή Μίνσκι» της παγκόσμιας οικονομίας, το σημείο τύφλωσης, παρά τα εμφανή σημάδια, πριν από τη βέβαιη καταστροφή. Πέντε χρόνια μετά, με τα πλοκάμια της κρίσης χωνεμένα αλλά πάντα ενεργά μέσα στα σωθικά του συστήματος, έχει νομίζω νόημα να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό εκπληρώθηκε η προφητεία του Ρουμπινί, ήδη από το 2006, ότι η «Γουόλ Στριτ», δηλαδή ο παγκόσμιος καπιταλισμός, «όπως την ξέραμε, σύντομα θα εξαφανιστεί». Αν με «εξαφάνιση» εννοούσε τη βαθιά μετάλλαξη, τότε μάλλον έχει πέσει μέσα. Η χρονιά που μόλις έκλεισε μας δίνει μια καλή εικονογράφηση, καθώς μία σειρά από ρήγματα εμφανίστηκαν στα όργανα του σεισμογράφου.
Ως προς τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, τα βασικά δεδομένα είναι:
Πρώτον, η συνέχιση της προέλασης της Κίνας, με την πρόσφατη αλλαγή φρουράς στην ηγεσία της να σηματοδοτεί και ένα περαιτέρω άνοιγμα στην κατανάλωση αλλά, ίσως, και ένα άνοιγμα σε περισσότερη δημοκρατία, που ασφαλώς θα έχει και οικονομικές επιπτώσεις.
Δεύτερον, η σχετική αναστροφή της πορείας «παρακμής» των ΗΠΑ, τόσο μέσα από τις πολιτικές εξελίξεις (επανεκλογή Ομπάμα, αποφυγή δημοσιονομικού γκρεμού) όσο και μέσα από την ταχύτερη επιστροφή της ανάπτυξης και, ιδίως, την πορεία προς την ενεργειακή αυτονόμηση.
Τρίτον, η αλματώδης οικονομική άνοδος της Αφρικής, παρότι δεν μεταφράζεται ακόμα σε αντίστοιχη βελτίωση του επιπέδου ζωής των κατοίκων της, και η συνεχιζόμενη πρόοδος των «νέων δυνάμεων», με αιχμή του δόρατος τη Βραζιλία που έγινε η έκτη οικονομία του πλανήτη, στη θέση της Βρετανίας, μέσα στο 2012.
Και τέταρτον, ο εντελώς ιδιότυπος συνδυασμός παρατεταμένης ύφεσης, βραδείας θεσμικής κινητικότητας και συνειδητοποίησης ότι πρέπει να ξεπεραστεί η εμμονή στη λιτότητα, που κάνουν την Ευρωπαϊκή Ενωση τον μεγάλο άγνωστο, και πιθανώς τον αδύναμο κρίκο, της εξίσωσης.
Πιο ενδιαφέρουσες, αν και πιο υπόγειες, είναι πιστεύω οι αλλαγές στο επίπεδο της φιλοσοφίας που διέπει τις οικονομικές σχέσεις και ιδίως τη σχέση κράτους – αγορών, ως αποτέλεσμα της κρίσης. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια μεγάλη όσο και καθυστερημένη ρεβάνς του Κέινς έναντι του Χάγιεκ: το δόγμα του δεύτερου περί δομικής αναποτελεσματικότητας του κρατικού ελέγχου ανατράπηκε στην πράξη από την πεποίθηση του πρώτου περί ανάγκης διαρκούς «σταθεροποίησης», δηλαδή διόρθωσης μέσω ελέγχου, των αγορών. Πρωτοφανούς αριθμού και σημασίας σκάνδαλα μεγάλων παικτών της οικονομίας (HSBC, UBC, JPMorgan, Barclays, Standard Chartered, McGlobal, Deutsche, ING), παραδοχή της ανάγκης δομικής αναμόρφωσης του τραπεζικού συστήματος (τραπεζική ένωση στην ευρωζώνη, μετατροπή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε εγγυητή σταθερότητας με ανορθόδοξα μέσα, μεταρρυθμίσεις για τον διαχωρισμό τραπεζικών από κερδοσκοπικές δραστηριότητες στις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στη Βρετανία, προετοιμασία ακόμα αυστηρότερων κεφαλαιακών όρων με τη «Βασιλεία 3»), τραντάγματα του αγγλικού City (χειραγώγηση Libor, συνέπειες όλο και μεγαλύτερης απομάκρυνσης Βρετανίας από την Ευρώπη), σταδιακή μετατροπή των χρηματιστηρίων από πηγές άντλησης κεφαλαίων σε ένα ανεξάρτητο από την πραγματική οικονομία κύκλωμα, ανάδειξη των επιθετικών σχημάτων (hedge funds) σε «αντίπαλων» των κρατών (η Αργεντινή απειλείται ξανά με πτώχευση από μια τέτοια σύγκρουση), πτώση της αυθεντίας και ίσως και του μονοπωλίου των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης: όλες οι μεγάλες εξελίξεις δείχνουν ότι η αυτορρύθμιση των αγορών όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά οδηγεί σε βέβαιες καταστροφές.
Τίθεται συνεπώς με επίταση το ζήτημα μιας νέου είδους πολιτικής δράσης και μιας άλλης ποιότητας και βάθους εποπτείας για τη εξυγίανση της παγκόσμιας οικονομίας. Η «παλιά τάξη» όμως δεν παραδίδεται εύκολα: το 2013 μπαίνει με την αποκάλυψη ότι στην ανακάμπτουσα Αμερική ξαναρχίζουν να κάνουν θραύση τα subprimes, δηλαδή τα ίδια εργαλεία που είχαν προκαλέσει το βραχυκύκλωμα του συστήματος πέντε χρόνια πριν…
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς