Η εισαγγελέας και η ελίτ της χρεοκοπίας

Σπύρος Βλέτσας 15 Νοε 2018

athensvoice.gr

Μετά την τοποθέτηση βόμβας έξω από σπίτι του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Πολυξένη Δημητρίου εξέδωσε ανακοίνωση για να καταδικάσει την τρομοκρατική ενέργεια. Στην ανακοίνωση αυτή διαβάζουμε: «Στο μόνο στο οποίο συμφωνούμε με αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν οδηγό και Θεό τους την ωμή βία, είναι, ότι ο κόσμος μας μπορεί και πρέπει να αλλάξει σε πολλά επίπεδα. Σε αυτό που διαφωνούμε, όμως, με αυτούς κάθετα και οριζόντια είναι ο τρόπος που αυτό πρέπει να γίνει. Μόνο με ειρηνικούς αγώνες σκληρούς και επίμονους, με προσωπική στάση ζωής ανυποχώρητη και μακριά από ιδιοτέλεια και ευτελισμό, μπορούν να λυθούν τα σταυρόλεξα των κοινωνικών ανισοτήτων, μπορούν να λυθούν τα διλήμματα, μπορούν να λυθούν τα προβλήματα, μπορεί να ανυψωθεί αυτό το υπέροχο πλάσμα, που λέγεται άνθρωπος, στο βάθρο που του πρέπει».

Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου συμφωνεί με βομβιστές -που δεν γνωρίζει τι πιστεύουν- ότι ο κόσμος πρέπει να αλλάξει. Αν οι βομβιστές είναι οπαδοί του Χίτλερ ή του Στάλιν και θέλουν έναν κόσμο όπως αυτός που επεδίωξαν τα ινδάλματά τους, η ανώτατη δικαστικός εξακολουθεί να συμφωνεί μαζί τους; Και αν οι βομβιστές είναι απλώς κοινοί κακοποιοί που θέλουν να φοβίσουν τον εισαγγελέα;

Η ανώτατη δικαστικός θέλει να δείξει ότι μπορεί να αφουγκράζεται τις ανησυχίες της κοινωνίας και αναγνωρίζει ότι οι βομβιστές ενδιαφέρονται για τις κοινωνικές ανισότητες, χωρίς οι ίδιοι να το έχουν ισχυριστεί. Ήδη από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 πολλά μέλη της εγχώριας ελίτ ζητούσαν να ακουστούν τότε οι νέοι που υποτίθεται ότι ασφυκτιούσαν. Βρισκόμασταν στο απόγειο της ελληνικής ευμάρειας και πολλοί έλεγαν ότι πρέπει να βρούμε τις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν τους νέους σε βίαια ξεσπάσματα.

Δεν πέρασε από το μυαλό όσων τότε ζητούσαν να ακούσουμε τους νέους και όσων σήμερα σπεύδουν να αναγνωρίζουν αγνές προθέσεις στους βομβιστές το ενδεχόμενο η βία να μην είναι το μέσο για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, αλλά να είναι ο ίδιος ο σκοπός. Να είναι τελικά η βία ένα μέσο προσωπικής αυτοπραγμάτωσης και οι ιδεολογίες απλώς να προσφέρουν ένα πλαίσιο για να δικαιολογηθεί η άσκησή της.

Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την ανακοίνωσή της συνεχίζει μια πρόσφατη παράδοση στην οποία ανώτατοι δικαστές χρησιμοποιούν τη θέση τους για να πολιτικολογήσουν και να εμφανιστούν δίπλα στον δοκιμαζόμενο λαό. Ο Νίκος Σακελαρίου όταν ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε δηλώσει ότι «δικό μας καθήκον ως δικαστών είναι να πιάσουμε το σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας και να μπορέσουμε, με τις αποφάσεις μας και την άψογη τήρηση της διαδικασίας, να δώσουμε κάποια ελπίδα, μια ώθηση προς τα εμπρός της κοινωνίας».

Ο ίδιος δικαστής στις δηλώσεις που έκανε όταν παραιτήθηκε είπε ότι «Ήδη, από την εποχή του πρώτου μνημονίου, ορισμένοι συνάδελφοί μου μεταξύ των οποίων και εγώ, είχαμε, με τις μειοψηφίες μας επισημάνει, τη μη συμβατότητα των ρυθμίσεων του μνημονίου με το Σύνταγμα και είχαμε, εγκαίρως, προειδοποιήσει, χωρίς δυστυχώς να εισακουστούμε, για την επερχόμενη πλήρη επικυριαρχία του οικονομικού επί του θεσμικού, που επηρέασε, καίρια, το σύνολο σχεδόν της κρατικής δράσεως και σηματοδότησε την συνακόλουθη υποχώρηση του Κράτους Δικαίου και του Κοινωνικού Κράτους».

Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε η Βασιλική Θάνου, τωρινή σύμβουλος του πρωθυπουργού, τον Ιούλιο του 2015, λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, όταν ήταν πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Σε επιστολή της προς τους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέφερε ότι «Οι Έλληνες δεν ζητούν να μην πληρωθεί το χρέος του ελληνικού κράτους, για τη δημιουργία του οποίου βεβαίως οι ίδιοι ουδεμία ευθύνη φέρουν, αφού αυτό (το χρέος) οφείλεται αφενός μεν στην κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος από τις κυβερνήσεις, αφετέρου δε στην εσφαλμένη οικονομική πολιτική η οποία εφαρμόστηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, με βάση τα μνημόνια που επιβλήθηκαν από την Τρόικα και τα οποία αποδείχθηκαν ανεπιτυχή, αφού οδήγησαν σε μεγαλύτερη ύφεση, σε ανεργία και σε φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού».

Για την επιστολή αυτή ο εκλιπών καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης είχε σημειώσει: «Αυτά δεν τα λέει κάποιος πολιτικός αλλά η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου σε συναδέλφους της δικαστές. Είναι φανερό ότι όχι μόνο δεν κατανοεί την επιταγή της αποχής της ιδίας από πολιτικές κρίσεις αλλά είναι τόσο αφελής ώστε δεν υποψιάζεται καν ότι οι δικαστές των άλλων χωρών θα τραβούν τα μαλλιά τους διαπιστώνοντας ότι ανώτατος δικαστικός λειτουργός μιλά ως πολιτικάντης». Για την κριτική αυτή η Βασιλική Θάνου υπέβαλε μήνυση εναντίον του καθηγητή.

Οι ανώτατοι δικαστές υποτίθεται ότι είναι πρόσωπα με υψηλή μόρφωση, εξειδίκευση στην εξέταση σύνθετων ζητημάτων και πλήρη συναίσθηση της θέσης και του θεσμικού τους ρόλου στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών. Όμως ορισμένοι δικαστές δείχνουν ότι επιδιώκουν να γίνουν φορείς πολιτικών απόψεων και να εμπλακούν στην τρέχουσα αντιπαράθεση, υπονομεύοντας οι ίδιοι τον θεσμικό τους ρόλο.

Οι δικαστές αυτοί είναι τμήμα μιας εγχώριας ελίτ που κατά τη δοκιμασία της κρίσης ενίσχυσε την έλλειψη αυτογνωσίας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία. Επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί αναπαρήγαγαν τους αντιμνημονιακούς μύθους για να δείξουν ότι είναι με το μέρος του λαού που υποφέρει. Με διάφορους τρόπους στήριξαν τον τυχοδιωκτισμό του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ και συνδέθηκαν με τη νέα εξουσία. Έτσι συνέβαλαν με τον τρόπο τους στον εγκλωβισμό στην κρίση και την συνέχιση της φτώχειας. Είναι η ελίτ της χρεοκοπίας.