Το πολιτικό ερώτημα που προκαλεί η έκθεση φωτογραφίας που διοργανώσαμε στις 25 Ιουνίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι απλό: Ελέγχεται η κρατική καταστολή και είναι κατευθυνόμενη, ή δεν ελέγχεται και οι δυνάμεις της αστυνομίας δρουν ανακλαστικά ως δυνάμεις καταστολής;
Είτε επιλέξουμε να απαντήσουμε καταφατικά στην πρώτη υπόθεση εργασίας, είτε στη δεύτερη, οι πολιτικές συνέπειες είναι βαρύτατες. Καταδεικνύουν ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει φτάσει στα όριά του, δυσκολευόμενο να διαχειριστεί με τρόπο συμβατό με τη δημοκρατία την κοινωνική βία που επιφέρουν οι μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις, τις οποίες οι κυβερνήσεις των τελευταίων τεσσάρων χρόνων έχουν αποδεχτεί υπό την απειλή μιας σειράς εκβιαστικών διλημμάτων. Και είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ανάλογο φωτογραφικό υλικό είναι διαθέσιμο και σε άλλες χώρες του Νότου.
Με άλλα λόγια, η έκθεση αυτή αποτελεί πρόκληση που δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Η βία κατά του Τύπου, διαφέρει από τη λογοκρισία, πλήττοντας τον πλουραλισμό της ενημέρωσης πρωτογενώς και όχι στο δευτερογενές επίπεδο της αρχισυνταξίας. Διότι μπορεί η μάχη για την ενημέρωση να δίνεται κυρίως σε επίπεδο διαμόρφωσης της δημόσιας ατζέντας, όπου κυριαρχεί η εξουσία της Αρχισυνταξίας, αλλά η εικόνα μιας μάχης όπου ο ίδιος ο δημοσιογράφος και ο φωτορεπόρτερ στοχοποιούνται, θέτει εν αμφιβόλω μια εμπεδωμένη αντίληψη με σαφείς διαιρέσεις: ταραχοποιούς και εγγυητές της τάξης, τα γεγονότα και η καταγραφή τους, πολιτική και κοινωνία, κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Η αυθαίρετη αυτή βία, στην οποία η δικαιοσύνη δεν αντιδρά, που βάζει το δημοσιογράφο να επιλέξει μεταξύ καθήκοντος και προσωπικής ασφάλειας, αποτελεί το όριο της Δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ζούμε υπό τη σκέπη ενός ιδιότυπου μεταρρυθμιστικού ιακωβινισμού, όπου όχι απλώς η άποψη του άλλου θεωρείται ύποπτη, αλλά ακόμα και η καταγραφή της χρίζει προληπτικής καταστολής, που καμία σχέση δεν έχει με την προάσπιση της δημόσιας και έννομης τάξης.
Οι αλλεπάλληλες αναβολές της συγκεκριμένης εκδήλωσης, υπό «περίεργες» συνθήκες καταδεικνύουν ένα ζήτημα ταμπού, που αγγίζει την καρδιά της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Το πέρασμα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο σ’ ένα Ευρωπαϊκό Ευλευθεριακό (Libertarian) Μοντέλο, δεν είναι μια αναίμακτη διαδικασία. Επιφέρει συγκρούσεις, που συχνά μεταφράζονται σε «αποφασιστικότητα» και καταστολή, που συχνά μεταφράζεται σε «ριζοσπαστικότητα». Με άλλα λόγια, γίνεται προσπάθεια να ενδυθεί μια διαδικασία αποδόμησης ενός κοινωνικού συμβολαίου, με την έννοια της «προόδου».
Αλλά η εικόνα της καταστολής των λειτουργών του Τύπου είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή ως προοδευτική. Το σχήμα «τάξη και ασφάλεια» δεν μπορεί να γίνει πιστευτό, όταν η εικόνα του φωτορεπόρτερ, που γίνεται ο ίδιος από παρατηρητής θύμα της καταστολής, φτάσει στο κοινό. Η εικόνα και η δύναμή της ξυπνάνε άλλα ανακλαστικά, γιατί ο θεατής ταυτίζεται με το θύμα, διερωτώμενος ποια είναι η βία που αναλογεί στο φωτορεπόρτερ, ποια είναι τα κίνητρά της και πώς τοποθετείται έναντι αυτής της διαμάχης. Αυτή η ερώτηση είναι επιτακτική. Και θέτοντας αυτή την ερώτηση, ο πολίτης δε νιώθει πλέον ασφαλής.
Η αντίδραση σ’ αυτή την άμεση πρόκληση, είναι μάλλον γνωστή και κατέστη σαφής με την αντίδραση του κοινού στην πιο πρόσφατη θεσμική βία που έβγαλε εκτός αέρα τη δημόσια ραδιοτηλεόραση στην Ελλάδα. Αυτή η συμβολική βία, παρ’ ολίγο να εκτροχιάσει την ίδια την κυβέρνηση και, σε κάθε περίπτωση, έδειξε τα όρια της ανοχής σε μια μονοδιάστατη παρουσίαση της μετεξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Διότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο δημοσιοοικονομικά ένα αντικείμενο πειραματισμού, αλλά και κοινωνικά και θεσμικά.
Ο συμβολισμός της έκθεσης φωτογραφίας είναι σημαντικός. Το δημόσιο αγαθό δεν τίθεται πλέον μόνο υπό αμφισβήτηση με την κατάργηση του δημόσιου πυλώνα της ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι και οι φωτορεπόρτερ απειλούνται πλέον προσωπικά, με το κράτος δικαίου να επιλέγει πότε και σε ποιες συνθήκες η σωματική ακεραιότητα του δημοσιογράφου είναι εγγυημένη. Εάν κανείς αποδεχτεί αυτές τις εικόνες ως διάσταση της Ευρωπαϊκής δημοκρατίας, τότε ήδη οι προσδοκίες που έχουμε από τη δημοκρατία, δεν τιμούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Όσο η Ευρώπη δε σηκώνει το γάντι αυτής της πρόκλησης, δε δικαιούται να νουθετεί καμία άλλη χώρα στην ευρύτερη περιφέρειά της και χάνει – φοβάμαι οριστικά – το όποιο ηθικό κύρος της. Γι’ αυτό η έκθεση «Η είδηση υπό διωγμό», έπρεπε σε κάθε περίπτωση να λάβει χώρα, παρά τις προσπάθειες ακύρωσής της.