Η ΕΕ κι εμείς – Ποιος φταίει;

Μιχάλης Κυριακίδης 25 Ιουν 2015

Ζούμε τις τελευταίες ημέρες και ώρες δραματικές στιγμές, παρακολουθώντας τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων, για να βρεθεί ένας κοινός τόπος εξόδου από την κρίση. Οι Έλληνες πολίτες βιώνουμε εδώ και πέντε χρόνια αυτή τη συνεχή διαπραγμάτευση και αναζήτηση λύσεων που θα επανακινήσουν την Ελληνική Οικονομία, που θα βοηθήσουν τη χώρα να ξαναβγεί στις αγορές. Να γίνουμε μια κανονική χώρα. Μόνο που τους τελευταίους μήνες, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, οι οποίοι ανέβηκαν στην εξουσία εκμεταλλευόμενοι τα σκληρά μέτρα των προηγούμενων χρόνων, την κούραση και αγανάκτηση των πολιτών που σηκώνουν το βάρος της κρίσης, η προσπάθεια αυτή της συνεννόησης με τους εταίρους παίρνει δραματική μορφή. Και τούτο, διότι η ήδη κλονισμένη αξιοπιστία της χώρας από τα λάθη και την αδυναμία των προηγούμενων κυβερνήσεων, έχει τρωθεί ακόμη περισσότερο, έφτασε κυριολεκτικά στο ναδίρ. Η Ελλάδα καταγράφεται πια στη συνείδηση των πολιτικών της Ευρώπης, αλλά και των πολιτών, ως μία «ειδική- αθεράπευτη» περίπτωση.

Η σημερινή κυβέρνηση εγκλωβισμένη όχι μόνο στα όσα έταξε στους πολίτες, αλλά και στα παλαιοκομμουνιστικά ιδεολογήματά της, καθώς και στον πρωτοφανή ερασιτεχνισμό της, οδήγησε τη χώρα σε μεγαλύτερο αδιέξοδο. Δεν κατανόησε, πως ακόμη και όταν έχει δίκιο- και έχει σε αρκετά θέματα- δεν μπορεί να το βρει, εάν δεν λάβει υπόψη της τον συσχετισμό των δυνάμεων και αν δεν κάνει τις απαραίτητες συμμαχίες με τις πραγματικές – υπαρκτές δυνάμεις της Ευρώπης. Εάν δεν δουλέψει εντατικά, συγκεκριμένα και με επαγγελματισμό, όχι καταφεύγοντας σε αόριστες θεωρίες, αλλά σε συγκεκριμένη πρακτική πολιτική.    Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, ακόμη και εάν υπογραφεί η συμφωνία  σήμερα ή μέχρι το τέλος του μήνα.

Και τούτο, διότι η χώρα βρίσκεται πολιτικά και διπλωματικά απομονωμένη, καταγραμμένη στην παγκόσμια σκηνή ως ένα  ανυπόληπτο κράτος, που δεν θέλει να τηρεί τις συμφωνίες της, που είναι αναξιόπιστο.

Το χειρότερο, όμως απ’ όλα είναι πως οι εταίροι μας διαπιστώνουν όλη αυτή την πενταετία που πέρασε, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, πως είμαστε μια χώρα που απεχθάνεται τις μεταρρυθμίσεις -τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις- που δεν εννοεί να ξεβολευτεί και να εκσυγχρονιστεί για να επανακινήσει την αναπτυξιακή της μηχανή. Μια χώρα που αδυνατεί να δει την πραγματικότητά της και βολεύεται στους μύθους της. Ένα «κακομαθημένο παιδί της Ιστορίας».

Φταίμε μόνο εμείς ως χώρα; Δεν υπάρχουν ευθύνες στους εταίρους και δανειστές μας; Και φυσικά υπάρχουν. Διότι η Ευρώπη είναι ένας κατεξοχήν πολιτικός χώρος και λόγω της παράδοσής της, όπου υπάρχουν διάφορες πολιτικές απόψεις για την οικονομία, το μέλλον της ΕΕ και της Ευρώπης σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, που συγκρούονται. Και αυτό είναι μια μεγάλη κατάκτηση της Ευρώπης. Η πιο μεγάλη κατάκτησή της, όμως, είναι η απόφασή της μετά την εμπειρία των δύο καταστροφικών πολέμων του προηγούμενου αιώνα, να συζητά και να επιλύει τα όποια προβλήματά της με διάλογο, όσο δύσκολος και εάν είναι αυτός. Και αυτό κάνει και τώρα στην περίπτωση της Ελλάδας.

Υπάρχουν, λοιπόν, και στην Ευρώπη, συντηρητικές δυνάμεις, νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, οι οποίες επέβαλαν εδώ και πέντε χρόνια μια αυστηρή λιτότητα, η οποία οδήγησε τη χώρα σε βαθιά ύφεση. Και εξακολουθούν να επιμένουν σε αυτή τη λογική. Όμως, αυτό οφείλεται και στη δική μας αδυναμία να κάνουμε τις βασικές εκείνες μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για να ορθοποδήσει η χώρα. Οφείλεται στην αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να καταστρώσουν ένα συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου και ανάκαμψης. Επίσης, στην αδυναμία μας να συναντηθούμε με τις πραγματικά προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, που πέτυχαν ήδη  την ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι και το αναπτυξιακό πακέτο Γιούνκερ.

Το αποτέλεσμα σήμερα είναι πως στις συντηρητικές αυτές δυνάμεις της Ευρώπης, προστίθενται και άλλοι, οι οποίοι κουράστηκαν με την Ελλάδα. Άρχισαν να πείθονται πως είμαστε μια χώρα αδιόρθωτη και θα αποτελούμε το μόνιμο πρόβλημα της Ευρώπης. Κερδίζουν, μάλιστα, όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης των Ευρωπαίων. Είναι χαρακτηριστικές οι δημοσκοπήσεις σε Γερμανία και Γαλλία, όπου οι πολίτες που επιθυμούν το Grexit, αυξάνονται δραματικά και ήδη αποτελούν πλειοψηφία…

Μπορούμε να τους καταγγείλουμε όλους και να κλειστούμε στον αναδελφισμό μας… Όμως αυτό δεν θα μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την κρίση και να πάμε μπροστά…

Ας πάρουμε πολύ σοβαρά την προειδοποίηση του ηγέτη μιας φιλικής χώρας, της Ιταλίας, του πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι: «Οι Έλληνες και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να γνωρίζουν πως υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση από την κοινή γνώμη, ειδικά σε ορισμένες χώρες, να χρησιμοποιηθεί αυτό το «παράθυρο» που ανοίγει ως ευκαιρία για να ρυθμιστούν οι διαφορές με την Ελλάδα και να λήξει μια και καλή το ζήτημα παρουσίας της Ελλάδας στην ευρωζώνη».