Πολιτικός απολογισμός δεκαετίας από τον Cas Mudde με μια δυστοπική πρόβλεψη: Τα συστημικά κόμματα της δεξιάς και της
αριστεράς υποκύπτουν όλο και περισσότερο στον ακροδεξιό λαϊκιστικό Λόγο,
προκειμένου να επιβιώσουν πολιτικά.
Με τον τρόπο αυτό, η περιορισμένη εκλογική
επιτυχία της ακροδεξιάς αντισταθμίζεται από την ηγεμονία των πολιτικών της
αντιλήψεων.
Αυτό οδηγεί σε ιδεολογική ηγεμονία της ακροδεξιάς,
νατιβιστικής και λαϊκιστικής, ατζέντας, περιθωριακής έως τώρα, με απρόβλεπτες
συνέπειες για το μέλλον.
Ειδικά για τα συστημικά δεξιά κόμματα, ο Mudde εισηγείται τον απογαλακτισμό τους από τις
ακροδεξιές ιδέες, δεδομένου ότι «για να επιβιώσουν, θα πρέπει να ανακαινίσουν
τα δικά τους ιδεολογικά προγράμματα και να θέσουν την υπεράσπιση της
φιλελεύθερης δημοκρατίας στο επίκεντρο του πολιτικού τους αγώνα».
Πέτρος Παπασαραντόπουλος
Μέσα σε μόλις
10 χρόνια, οι ακροδεξιοί πολιτικοί, τα κόμματα και οι ιδέες μεταφέρθηκαν από το
περιθώριο στην πολιτική κυρίαρχη τάση – σε χώρες σε όλο τον κόσμο
H προηγούμενη δεκαετία ήταν η δεκαετία της άκρας
δεξιάς.
Tον Ιανουάριο 2010, οι ηγέτες τριών από τις
μεγαλύτερες δημοκρατίες στον κόσμο ήταν αριστεροί και κεντρώοι πολιτικοί: Λουίς
Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα (Βραζιλία), Μανμοχάν Σιν (Ινδία), Μπαράκ Ομπάμα (ΗΠΑ). Τον
Δεκέμβριο 2019, και οι τρεις χώρες έχουν ακροδεξιούς ηγέτες: τον Ζαΐρ Μπολσονάρο,
τον Ναρέντρα Μόντι και τον Ντόναλντ Τραμπ. Στην Ευρώπη, τα κεντροαριστερά
κόμματα έχουν αποδεκατιστεί, ενώ τα δεξιά συστημικά κόμματα, κατά κύριο λόγο,
επιβιώνουν υιοθετώντας τον λόγο και τις πολιτικές της ριζοσπαστικής δεξιάς. Μόνο
η Γερμανία έχει ακόμα την ίδια κεντροδεξιά ηγέτιδα, την Άγκελα Μέρκελ, αλλά
αυτό ενδεχομένως θα αλλάξει την επόμενη χρονιά, επίσης.
Αυτή η ριζική πολιτική αλλαγή είναι κατά το
μεγαλύτερο μέρος της η (καθυστερημένη) συνέπεια δημογραφικών, οικονομικών και
κοινωνικών μετατοπίσεων. Μετά την 11/9, ο πολιτικός διάλογος στις περισσότερες
χώρες μετατοπίστηκε από κοινωνικο-οικονομικά σε κοινωνικο-πολιτισμικά ζητήματα.
Ακόμα και η Μεγάλη Ύφεση άλλαξε αυτό το γεγονός μόνο προσωρινά. Από τη στιγμή
που η αναστάτωση σχετικά με τις οικονομικές διασώσεις είχε καταλαγιάσει, η
μετανάστευση και η ασφάλεια γρήγορα αντικατέστησαν και πάλι τη λιτότητα και την
οικονομική ανισότητα ως καθοριστικά ζητήματα.
Η δεκαετία ξεκίνησε με μια συντονισμένη επίθεση
στην πολυπολιτισμικότητα από τους ηγέτες της συστημικής δεξιάς,
συμπεριλαμβανομένου του πρώην Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, του πρώην
Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί και ακόμα και της Μέρκελ. Όμως, ενώ υπέκυπταν
στους ακροδεξιούς ψηφοφόρους, κατά κύριο λόγο αρνούνταν να υιοθετήσουν τον ακροδεξιό
λόγο και τις πολιτικές. Το 2011, για παράδειγμα, ο Κάμερον
κατηγόρησε την «κρατική πολυπολιτισμικότητα» ως αιτία της αποτυχημένης
ενσωμάτωσης και της τρομοκρατίας των Τζιχαντιστών, αλλά, υποστήριξε, «αντί να
ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να ζουν χώρια, χρειαζόμαστε ένα ξεκάθαρο αίσθημα εθνικής
ταυτότητας, ανοιχτής σε όλους».
Αυτό άλλαξε θεμελιωδώς με την επονομαζόμενη «προσφυγική
κρίση» του 2015, η οποία ήταν ένας καταλύτης
για την είσοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς στο πολιτικό σύστημα και την
κανονικοποίησή της. Η μετανάστευση και η ασφάλεια συνδέονταν τώρα ανοιχτά στον
κοινό νου. Τα συστημικά και τα ακροδεξιά κόμματα εκτινάχτηκαν στις
δημοσκοπήσεις, και ο ριζοσπαστικός δεξιός λόγος και οι πολιτικές χρησιμοποιούνταν
ευρέως από τα συστημικά κόμματα, από τους Αυστριακούς συντηρητικούς μέχρι τους Δανούς
Σοσιαλδημοκράτες.
Ακόμα και οι πολιτικοί που νίκησαν ριζοσπάστες
δεξιούς πολιτικούς με συμπεριληπτικές προεκλογικές εκστρατείες, σύντομα θα
ξεκινούσαν να υιοθετούν μέρος του ριζοσπαστικού δεξιού προγράμματος. Η Χίλαρι
Κλίντον, που κέρδισε 2,5 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ
στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016, ξεδιάντροπα υποστήριξε
ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να χαλιναγωγήσει τη μετανάστευση για να σταματήσει την
άκρα δεξιά, ενώ ο Εμανουέλ Μακρόν, που συνολικά νίκησε τη Μαρίν Λε Πεν στις
γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2017, πρόβαλε τα αντι-ισλαμικά αισθήματα,
ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική του.
Και ενώ οι ευρωεκλογές του 2019 γενικά
μεταφράστηκαν ως ήττα της άκρας δεξιάς, κυρίως με βάση υπερβολικές προσδοκίες –στην
πραγματικότητα η άκρα δεξιά πέτυχε το καλύτερο αποτέλεσμα
που είχε ποτέ–, η είσοδος του ακροδεξιού λόγου στην κυρίαρχη τάση είχε γίνει τόσο
απόλυτη που τον Σεπτέμβριο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γερμανίδα Χριστιανοδημοκράτης
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρότεινε
έναν επίμαχο νέο τίτλο για τον επίτροπο που περιλαμβάνει τη μετανάστευση: «αντιπρόεδρος
για την προστασία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής».
Δεδομένων των επιτυχιών των δεξιών λαϊκιστικών
κομμάτων και πολιτικών στις πρόσφατες εκλογές στην Ισπανία και στο Ηνωμένο
Βασίλειο, κάποιος ενδεχομένως θα πίστευε ότι τη δεκαετία που έρχεται θα
υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερες εκλογικές και πολιτικές επιτυχίες για την άκρα
δεξιά, όμως δεν πιστεύω ότι αυτό ισχύει. Για να είμαι σαφής, η άκρα δεξιά έχει
ριζώσει για τα καλά, όπως και η είσοδος στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και η κανονικοποίηση των ριζοσπαστικών δεξιών
ιδεών (και πολιτικών) που χαρακτηρίζει αυτό που έχω ονομάσει ως το «τέταρτο
κύμα»
της ακροδεξιάς πολιτικής. Ωστόσο, είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο πολιτικά από
την εκλογική της βαρύτητα την τελευταία δεκαετία.
Ο βασικός λόγος για τον δυσανάλογο αντίκτυπό της
είναι η ιδεολογική αδυναμία των φιλελεύθερων δημοκρατικών κομμάτων. Ενώ αυτο-προσδιορίζεται
ως η σιωπηλή πλειοψηφία, η άκρα δεξιά είναι στην πραγματικότητα μια ηχηρή
μειοψηφία, που έχει αντιμετωπίσει ελάχιστη αντίσταση από την ιδεολογικά
χρεοκοπημένη συστημική αριστερά και τα κόμματα της. Εξαιτίας της συντριπτικής
εκλογικής ήττας τους, κάποια κεντροαριστερά κόμματα ξεκίνησαν να αναπτύσσουν
νέα ιδεολογικά προγράμματα, δίνοντας προτεραιότητα στην οικονομική ανισότητα
έναντι της οικονομικής ανάπτυξης, μερικές φορές υποκύπτοντας στον νατιβισμό (όπως
στη Δανία), μερικές φορές όχι (όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ).
Τα συστημικά δεξιά κόμματα μέχρι τώρα αντέχουν
την πίεση, αλλά η εκλογική τους επιτυχία με βάση τα ριζοσπαστικά δεξιά
προγράμματα δεν θα διαρκέσει για πάντα. Τελικά, η μόνη τους πιθανότητα να
διατηρήσουν την εκλογική τους επιτυχία είναι να μεταμορφωθούν πλήρως σε
ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, όπως είδαμε να γίνεται στην Ουγγαρία, το Ισραήλ και
τις ΗΠΑ. Ο μόνος άλλος τρόπος να επιβιώσουν είναι να ανακαινίσουν τα
συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά προγράμματα που δεν υπονομεύουν το
φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα και τις αξίες του.
Ενώ αποτελούν ακόμα μειοψηφία, ένας αυξανόμενος
αριθμός δεξιών πολιτικών, όπως αυτοί που ανήκουν στο ισχυρό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα,
έχουν ξεκινήσει να καταλαβαίνουν ότι, αντί να ξεγελάσουν την άκρα δεξιά, η άκρα
δεξιά τους ξεγέλασε. Για να επιβιώσουν, θα πρέπει να ανακαινίσουν τα δικά τους
ιδεολογικά προγράμματα και να θέσουν την υπεράσπιση της φιλελεύθερης
δημοκρατίας στο επίκεντρο του πολιτικού τους αγώνα.
Το πρωτότυπο
κείμενο στα αγγλικά δημοσιεύτηκε στον Guardian, στις
6 Ιανουαρίου 2020, https://www.theguardian.com/commentisfree/2020/jan/06/2010s-legacy-far-right-politics?CMP=share_btn_tw