ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ διάλογο, η κεντροαριστερά – η όποια κεντροαριστερά, μεγάλη, μικρή, κυβερνώσα ή όπως αλλιώς προσδιορίζεται – αντιμετωπίζεται, κατά κανόνα, ως πολιτικό Ελντοράντο.
Η μέση αίσθηση τη θέλει, εφόσον ενωθεί, μαζική και ανταγωνιστική, ικανή να σπάσει την πολιτική κυριαρχία του νέου διπολισμού και να συγκροτήσει έναν τρίτο – γιατί, όχι – πλειοψηφικό πόλο.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ότι, μεταπολιτευτικά, οι κοινωνικές δυνάμεις που συνέθεσαν το μείγμα της κεντροαριστεράς και εκπροσωπήθηκαν κομματικά από το ΠΑΣΟΚ, συγκρότησαν πράγματι μία πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία, η οποία παρέμενε ζωντανή και συνεκτική μέχρι τις παραμονές της κρίσης. Οι πολίτες που στεγάστηκαν κάτω από την ευρύχωρη ομπρέλα της, ασχέτως κομματικής προϊστορίας, διαμόρφωσαν σταδιακά μία κοινωνική συνείδηση διαρκούς ανέλιξης, η οποία στηριζόταν στο βελτιούμενο επίπεδο ζωής της μεσαίας τάξης.
ΕΙΔΙΚΑ, ΜΑΛΙΣΤΑ, την οκταετία διακυβέρνησης της χώρας από τον Κ. Σημίτη, πολλές από αυτές τις κοινωνικές μερίδες, καθώς είχαν το προνόμιο να ανέβουν από τις πρώτες στο τρένο της ανάπτυξης και να απολαύσουν τις “ανέσεις” του, διεκδίκησαν ένα νέο κοινωνικό status, προσχώρησαν στην αντίληψη του κυβερνητικού πραγματισμού και ασπάστηκαν τις δημοφιλείς εκείνη την εποχή και στην Ευρώπη ιδεολογίες του εκσυγχρονισμού, της αποτελεσματικότητας και της τεχνοκρατίας. Ίσως κι αυτός να ήταν ένας επιπλέον λόγος, που μεγάλα τμήματα αυτών των στρωμάτων δεν επέδειξαν μεγάλη δυσκολία να μεταναστεύσουν εκλογικά κάποια στιγμή στη ΝΔ του Καραμανλή του νεώτερου ή και να επανέλθουν, αργότερα, στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου. Η απόσταση κεντροδεξιάς – κεντροαριστεράς είχε αρχίσει να μειώνεται…
ΚΑΙ, ΥΣΤΕΡΑ, ήρθε το μνημόνιο… Η ανθηρή μέχρι τότε μεσαία τάξη που αιμοδοτούσε εκλογικά κυρίως το ΠΑΣΟΚ και στήριζε την κατανάλωση, είδε το κοινωνικό της όνειρο να σωριάζεται. Ακόμα περισσότερο κι από τους μη έχοντες “πού την κεφαλήν κλίναι”, ο λαός του μεσαίου χώρου υπέστη το σοκ της μετάβασης σε μια εποχή στερήσεων και δυσπραγίας, άγριας φορολόγησης και οικονομικών αδιεξόδων.
ΑΥΤΟΣ Ο ΧΩΡΟΣ που πλήρωσε με βαρύ τίμημα τις τιμωρητικές εμμονές του Βερολίνου, της Κομισιόν και του ΔΝΤ, δεν είναι πλέον ενιαίος. Ένα τμήμα του, με την ελπίδα ότι θα πάρει πίσω τα χαμένα, προσανατολίστηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα άλλο φοβούμενο τα χειρότερα, ακούμπησε στη ΝΔ. Απέμεινε ένα τρίτο, ουσιαστικά ανέστιο, να βολοδέρνει μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς που εκφράζονται στο χώρο του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.
ΠΟΛΛΕΣ ΑΠΟ τις αναφορές – ή και τις εκκλήσεις που απευθύνονται σήμερα – στην κεντροαριστερά, μοιάζει να αγνοούν τόσο αυτή την επώδυνη για τη μεσαία τάξη επιδείνωση της θέσης της όσο και την πραγματικότητα του πολιτικού κατακερματισμού της. Παράγοντες του χώρου, υποβαθμίζοντας τις τεκτονικού χαρακτήρα αλλαγές που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση στην κοινωνική (και εκλογική) βάση της κεντροαριστεράς, εξακολουθούν να προσεγγίζουν το ζήτημα της δημιουργίας ενός τρίτου πόλου με όρους της κλασικής κομματικής γεωγραφίας, λες και το συγκεκριμένο ακροατήριο έρχεται οικονομικά αλώβητο και κοινωνικά ανέπαφο από την εποχή του Σημίτη στην εποχή των Μνημονίων.
ΟΠΟΙΑ ΘΕΣΗ κι αν έχει κανείς για τη σύγκλιση των δυνάμεων της κεντροαριστεράς, δεν μπορεί παρά να πάρει υπόψη του ότι ο κοινωνικός χώρος που όλοι απευθύνονται χτυπήθηκε από καταιγίδα. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να εκφωνεί απλώς και μόνο ελπιδοφόρες πολιτικές για ένα λαμπρό αύριο. Χρειάζεται να μιλήσει – όλοι να μιλήσουμε- και για το σήμερα, που παραμένει ζοφερό και κοινωνικά απαράδεκτο.